Το νέο βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου Απομονωτήριο Λοιμυπόπτων Ζώων (Κίχλη, Αθήνα 2024) θέτει με ανανεωμένο οξύ τρόπο το ζήτημα των ορίων μεταξύ ανθρώπου και ζώου και δι’ αυτού ορισμένα επίκαιρα πολιτικά ερωτήματα για την εποχή μας. Ένα «Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο», δηλαδή, όπως μαθαίνουμε από σημείωση στο τέλος του έργου, ένα ζώο που εντοπίζεται να είναι χωρίς επιτήρηση έξω από την οριοθετημένη κτηνοτροφική εκμετάλλευση του ιδιοκτήτη του, κατά κανόνα βοοειδές ή πρόβατο ή κατσίκα ή χοίρος ή ίππος, το οποίο, ωστόσο, διαθέτει μια αρκετά ανθρώπινη νοερά φωνή ως αφηγητής, βρίσκεται στην αρχή της ιστορίας αδέσποτο σε αναζήτηση νόστου σε οικία. Το ζώο, που δεν μαθαίνουμε ποτέ την ταυτότητά του, αλλά ο συγγραφέας επαγγέλλεται σε σημείωμα ότι θα γνωρίσουμε την ιστορία του σε προσεχές «πρίκουελ» της νουβέλας, θεωρείται ως «παραγωγικό», αφού προσφέρει στους ανθρώπους τα προϊόντα του, λ.χ. γάλα, τρίχωμα, δέρμα κ.ο.κ., αλλά ανεπιτήρητο, καθώς έχει διαφύγει από το «πανοπτικόν» της ανθρώπινης ελεγκτικής εξουσίας.
Ύστερα από μία περιδιάβαση σε ένα παρακμιακό άστυ και σε έναν οίκο ανοχής θα εγκλειστεί στο δυστοπικό «Απομονωτήριο Λοιμυπόπτων Ζώων», όπου επί οκτώ νύκτες θα ακούσει τις ιστορίες άλλων φυλακισμένων ζώων, μιας κακοποιημένης γάτας, ενός κάβουρα που έχει εγκλωβιστεί σε γλόμπο, ενός ερωτευμένου κύκνου που έχει χάσει το ταίρι του, ενός τραυματισμένου δελφινιού, ενός αποστεωμένου λιονταριού, ενός ανθρώπου που αυτοπροσδιορίζεται ως ελάφι και μιας μεταλλαγμένης τίγρεως με εκφυλιστικές παθήσεις. Σε έναν τόπο με ψυχαναγκαστική τοξική θετικότητα και εκκλήσεις για «ενσυναίσθηση» και «συμπερίληψη» από ιδιότυπο «λάιφ κόουτς» που επιχειρεί την ενδυνάμωση των διαλυμένων ψυχικά τροφίμων του, τα ζώα θα μας αποκαλύψουν στοχασμούς για έναν ανθρώπινο πολιτισμό, όπου ο άνθρωπος έχει πάψει πλέον να είναι η κορωνίδα της δημιουργίας και έχει μετατραπεί σε ασθένειά της. Ο «ειδικός επιστήμων»-λάιφ κόουτς θα προσπαθήσει να αναβαθμίσει τα ζώα εντείνοντας τον εγωισμό και τον οπτιμισμό τους, αν και αυτό που διαφαίνεται είναι ότι η όποια αυθεντικότητα μπορεί να εντοπιστεί περισσότερο σε μια φυγόκεντρη αδυναμία.
Τα ζώα υποκειμενοποιούνται μέσα από την τρωτότητα και τη θνητότητα, δηλαδή μέσα από τις συνθήκες που τα συνδέουν με τους ανθρώπους. Πρόκειται για ανθρωπομορφισμό, όπου τα ζώα πλάθονται «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» των ανθρώπων ή για μια εντρύφηση σε ό,τι μπορεί να συνδέει ζώα και ανθρώπους σε μια εποχή όπου τα μεν ζώα μετατρέπονται σε μηχανές στο πλαίσιο της βιομηχανικής κτηνοτροφίας, οι δε άνθρωποι παραμερίζονται από την τεχνητή νοημοσύνη; Ο κατ’ εξοχήν ανθρωπομορφισμός των ζώων στο έργο είναι ότι τους αποδίδεται επίγνωση της ιδίας θνητότητας. Πρόκειται για μια «ποιητική άδεια» ή για μια υπόμνηση ότι μπορεί τα ζώα να προάγουν τους ανθρώπους σε μια συνθήκη ευαλωτότητας, όταν τον ανθρώπινο πολιτισμό θα έχει κυριεύσει η μηχανή και η δική της υπέρτερη ευφυΐα; Το ζώο αναδεικνύεται στον κατ’ εξοχήν μεταμοντέρνο αντι-ήρωα, ενώ η έμφαση στην οδύνη επικαιροποιεί τη σκέψη του Άρτουρ Σοπενάουερ για τη σημασία της συμπόνιας ως κατ’ εξοχήν αυθεντικότητας. Το θέμα της «λοιμυποψίας» αποτελεί ενδεχομένως σχολιασμό για τη βιοπολιτική της περιόδου της πανδημίας του Covid-19, όταν η επιστημονική κοινότητα κατέστη ένα νέο «ποιμαντικό» ιερατείο. Η υβριδικότητα των τεράτων στα ζωολόγια του Μεσαίωνα έχει δώσει τη θέση της στην υβριδικότητα ανθρώπου και μηχανής σε σύγχρονα κυβόργια και στη μείξη της φυσικής νοημοσύνης με την τεχνητή.
Η μεταμοντέρνα νουβέλα του Νικήτα Σινιόσογλου αντλεί λεπτομέρειες από κτηνιατρικά έντυπα, από αφήγημα του Μιχάλη Μητσάκη για τον σαδιστικό βασανισμό ενός γατιού, από την ειδησεογραφία των τελευταίων ετών, αλλά αποτελεί, κυρίως, μια αντιστροφή των ζωωλογίων και «βεστιαρίων» του Μεσαίωνα. Στην εποχή μας, είναι πλέον η ριζική ετερότητα του ζώου που μπορεί να κρίνει την ανθρώπινη κοινωνία. Μπορούμε, όμως, να έχουμε πρόσβαση σε ένα μη ανθρώπινο νόημα; Ο Νικήτας Σινιόσογλου διαλέγει συχνά ως ήρωές του ζώα υβριδικά, παρασιτικά, απορριμματικά και για αυτό απορητικά, λ.χ. τον κάβουρα που έχει παγιδευτεί σε έναν θρυμματισμένο γλόμπο, ή τον άνθρωπο που αυτοπροσδιορίζεται ως ελάφι, προκειμένου να περιγράψει την υβριδικότητα στους ψυχισμούς στις σύγχρονες κοινωνίες, όταν λ.χ. είμαστε συχνά φυλακισμένοι στις διαδικτυακές περσόνες μας και στην εν γένει αυτοσκηνοθεσία μας. Η λαθροβίωση των φιλοσόφων της ελληνιστικής εποχής μετατρέπεται σε μια κλεπτοβίωση, όπου ένα ζώο παρασιτεί επί άλλου ζώου ή και επί απορριμμάτων του ανθρώπινου πολιτισμού.
Η υβριδικότητα αφορά και στην ίδια τη γραφή του έργου που συνδυάζει λογοτεχνία, δοκίμιο ή και φιλοσοφική πραγματεία. Ο Σινιόσογλου ρίχνει ένα ειρωνικό βλέμμα στον πολιτισμό μας και στον πανηγυρισμό της ρευστότητας ως χειραφέτησης, φωτίζοντας τόπους αλλόκοτης και έκκεντρης σκέψης. Έχει ενδιαφέρον ότι ο κυρίαρχος «επιστημονικός» λόγος στο έργο είναι ταυτοχρόνως «απελευθερωτικός» και «καταπιεστικός»· ο εξευγενισμός και η αναζήτηση της χειραφέτησης ως αυτοσκοπού συνδέονται με αιτήματα ισχύος και εξουσίας. Πρόκειται για μια συντηρητική κριτική που θυμίζει αυτή στα μυθιστορήματα του Μισέλ Ουελμπέκ; Στο έργο του Σινιόσογλου, η μεσσιανικότητα μάλλον έγκειται σε μια εξέγερση στην κατεύθυνση μιας απελευθερωτικής επιστροφής στην άγρια και ανεξημέρωτη ετερότητα του κτήνους. Όταν ο άνθρωπος έχει καταστεί η αρρώστια του κόσμου, η αδιαμεσολάβητη αγριότητα φαντάζει ως διέξοδος.
Το ενδιαφέρον είναι ότι σε μια περίοδο «σούρουπου» του πολιτισμού, η λογοτεχνική, αλλά κατ’ επέκταση και η πολιτική υποκειμενοποίηση αρχίζει από ένα έσχατο «κάτω». Ο Σινιόσογλου εμπνέεται από τα ζωολόγια του Μεσαίωνα, προκειμένου να επιδοθεί σε μία δραματική αντιστροφή. Αν ο άνθρωπος ως «κορωνίδα» της πλάσης έχει δημιουργήσει έναν κόσμο, όπου κυριαρχούν τα απορρίμματα, τότε τα υποκείμενα που η φωνή τους πρέπει να ακουστεί είναι η άλλη άκρη της υποτιθέμενης ιεραρχίας, ήτοι τα ζώα που υφίστανται κακοποίηση, χωρίς να μπορούν να λεκτικοποιήσουν την οδύνη. Ο συγγραφέας που αναλαμβάνει να δώσει φωνή σε αυτούς που κατ’ εξοχήν δεν έχουν φωνή, ήτοι όχι μόνο σε αλλόγλωσσους ή σε «βαρβάρους» και «αγρίους» ενός οριενταλιστικού βλέμματος, αλλά στα καθ’ αυτό «άλογα» όντα, μπορεί βεβαίως να κατηγορηθεί για έναν αντίστροφο ανθρωπομορφισμό, όταν καθρεφτιζόμαστε ως άνθρωποι στα ζώα αντί για τον Θεό, όπως υποστήριζε ο Λούντβιχ Φόιερμπαχ. Αυτό, όμως, συμβαίνει στο πλαίσιο μιας νέας υβριδικότητας προς τα κάτω. Όταν τα κυβόργια ή η μείξη ανθρώπινης και τεχνητής νοημοσύνης δημιουργούν έναν μετανθρωπισμό προς τα πάνω, η μείξη ανθρώπινης φωνής και ζωικού βιώματος προκαλεί μία υβριδικότητα «από τα κάτω» στην κατεύθυνση πολιτικής επαναστατικότητας. Άνθρωποι και ζώα μοιράζονται την απανθρωποποίησή τους και την αποζωοποίησή τους σε μια τεχνολογική εποχή που πριμοδοτεί την αυτονομημένη νοημοσύνη στην υπηρεσία ενός απρόσωπου αλλά και άζωου ωφελιμισμού.
Το ενδιαφέρον στη γραφή του Σινιόσογλου είναι ότι λαμβάνει έμπνευση από τη φιλοσοφία της αρχαιότητας, κυρίως από την ελληνιστική και αυτοκρατορική εποχή της πρώτης «παγκοσμιοποίησης» της μεσογειακής οικουμένης, δηλαδή από μία περίοδο που θυμίζει τη δική μας παγκοσμιοποίηση της ύστερης νεωτερικότητας. Αντλεί από τις μετενσαρκώσεις που βλέπουμε σε μορφές του πλατωνισμού, από τις μεταμορφώσεις του Οβιδίου, από το ηθικό ιδεώδες της λαθροβίωσης κ.ά. και, μεταφέροντάς τα στη δική μας εποχή, τα πολιτικοποιεί. Η λαθροβίωση μετατρέπεται σε μία κρυπτοβίωση ή κλεπτοβίωση, όπου το ζώο παρασιτεί πλέον όχι επί άλλων ζωντανών οργανισμών, αλλά επί τεχνολογικών απορριμμάτων κατά μία τερατώδη και ευτελή μορφή κυβοργίου. Σε άλλη ιστορία, ακούμε ένα λιοντάρι να μας διηγείται πώς αποστεώθηκε, προκειμένου να μοιραστεί τη μοίρα των κατοίκων της Γάζας, ενώ προηγουμένως διέθετε μια ύπαρξη που θυμίζει τα τζίνια των παραμυθιών. Αλλού ακούμε έναν άνθρωπο που ήθελε να μεταμορφωθεί σε ελάφι, προκειμένου να έχει τη μέγιστη δυνατή διαφορετική οπτική από του άνδρα ανθρώπου, υποκύπτοντας μάλιστα στη μοίρα ενός θύματος του κυνηγιού. Στο συγκεκριμένο έργο, η έκβαση είναι η τυφλή βία σε ύφος που θυμίζει τις καθάρσεις των ταινιών του Μίχαελ Χάνεκε. Όμως οι πνευματικοί κρουνοί, που αρδεύουν υπογείως το έργο κατά τη διαλογική εκτύλιξη των αφηγήσεων, θα μπορούσαν να δείξουν και προς την κατεύθυνση μιας νέας πολιτικής υποκειμενοποίησης της συν-οδύνης, καθώς και της επανάστασης όσων έχουν απωλέσει τη φυσική τους αυτοπραγμάτωση, αρχίζοντας από τα κάτω και οδεύοντας προς τα πάνω. Η εποχή μας έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη από μια συ-ζήτηση που να είναι αυθεντικά συμπεριληπτική, καθώς θα αρμόζει διαφορετικές εμπειρίες οδύνης και θανάτου, με την όποια αντιβία να μην αποτελεί μία εύκολη λύτρωση, αλλά μια ώριμη αντίσταση.
