Της Μαριάνας Τσίχλη, υποψήφιας βουλευτή στον Νότιο Τομέα Αθηνών (Β3 Αθήνας) με την Λαϊκή Ενότητα

Ο ΣΥΡΙΖΑ, η «πρώτη φορά αριστερή» κυβέρνηση, όχι μόνο δεν έσκισε τα μνημόνια, αλλά αποτέλεσε την πιο σταθερή και την μακροβιότερη μνημονιακή κυβέρνηση της τελευταίας δεκαετίας. Έχοντας την στήριξη των ιμπεριαλιστικών κέντρων, αλλά και του εγχώριου κεφαλαίου, επέβαλε σκληρά νεοφιλελεύθερα μέτρα, αλλά και προσέδεσε, σε πρωτόγνωρο βαθμό για τις τελευταίες δεκαετίες, την Ελλάδα στο άρμα του ευρωατλαντισμού. Έσπειρε την ηττοπάθεια και την απογοήτευση, έπαιξε τεράστιο ρόλο στο να σιγήσουν οι αγώνες και τα κινήματα, διέσυρε το όνομα και την τιμή της αριστεράς. Με την πολιτική του, έστρωσε το δρόμο στην αναστήλωση της πιο επιθετικής, νεοφιλελεύθερης, αυταρχικής δεξιάς των τελευταίων δεκαετιών. Η πολιτική του, πέρα από την ήττα στις ευρωεκλογές, οδήγησε στο να παραδοθούν στη δεξιά όλες, πλην μίας, οι περιφέρειες της χώρας, και η πλειοψηφία των δήμων της.

Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ διαμόρφωσε αποτελέσματα που συσσωρεύθηκαν πάνω στα κοινωνικά και οικονομικά ερείπια που έφεραν οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις. Η διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων και η γενίκευση των ελαστικών σχέσεων εργασίας οδήγησε στον τετραπλασιασμό των εργαζόμενων των 250 ευρώ και στον τριπλασιασμό των εργαζόμενων των 500-600 ευρώ. Η συνολική μείωση των εισοδημάτων των λαϊκών νοικοκυριών ξεπέρασε το 30% τα οκτώ τελευταία χρόνια. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν κερδισμένοι από την κρίση. Οι μεγάλες επιχειρήσεις, που, μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής καταστροφής, επανέφεραν την κερδοφορία τους στα προ κρίσης επίπεδα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ήττα του στις εκλογές είναι δεδομένη ενώ, δεν χωράει καμία αυταπάτη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να παίξει την επόμενη μέρα τον ρόλο κάποιας «αντιπολίτευσης» με συμμετοχή στους αγώνες και τις διεκδικήσεις, ούτε βέβαια έχουν καμία αξία λογικές χαμένης ψήφου και μικρότερου κακού. Αλλωστε η αυτοδυναμία της Ν.Δ. εξαρτάται από το δικό της ποσοστό και από το αν θα υπάρξει επτακομματική, ή οκτακομματική βουλή.

   Δεν έχουν έτσι καμία βάση τα αφηγήματα της εξόδου από τα μνημόνια. Αντίθετα, βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο η μνημονιακή πολιτική να αποτελέσει μία νέα «κανονικότητα».

   Η πολιτική που εξαγγέλλεται από τη ΝΔ αποτελεί επιθετική συνέχεια και υπέρβαση της πολιτικής που υλοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για μέτρα που ευνοούν εξόφθαλμα το μεγάλο κεφάλαιο (όπως η μείωση της φορολογίας των μερισμάτων, ή τα κίνητρα και οι φοροαπαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο), εντείνοντας ταυτόχρονα την επίθεση στους εργαζόμενους και τη νεολαία. Ο Μητσοτάκης μας υπόσχεται πλήρη διαλυτοποίηση των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων (μέχρι του σημείου να προτείνει επταήμερη εργασία), ακόμα πιο σκληρές επιθέσεις στο εργατικό δίκαιο, πλήρη απελευθέρωση των πλειστηριασμών, ασφαλιστικό Πινοσέτ, ενώ κεντρικός άξονας του προγράμματος του είναι η παράδοση του δημόσιου χώρου στους «επενδυτές» σε βάρος του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής της πλειοψηφίας (βλ. εξαγγελίες για το Ελληνικό κλπ), ιδιωτικά πανεπιστήμια, ένταση της καταστολής και του αυταρχισμού.

Η Ν.Δ. αποκαθίσταται ως το βασικό αστικό κόμμα, με μία ιδιαίτερα επιθετική πολιτική για τους εργαζόμενους και τη νεολαία και θα αποτελέσει τον πιο σημαντικό αντίπαλο, την επόμενη περίοδο για το λαϊκό κίνημα και τις εργαζόμενες τάξεις.

   Κανένας εργαζόμενος, κανένας νέος, δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιβραβεύσει αυτές τις πολιτικές. Κανένας δεν πρέπει να δώσει νομιμοποίηση, ή λευκή επιταγή, στις πολιτικές κατευθύνσεις που θα φέρουν ακόμα μεγαλύτερα πλήγματα στη ζωή και το μέλλον μας.

 

Όμως εγώ

Δεν παραδέχτηκα την ήττα.

 

Από την άλλη μεριά, οι δυνάμεις της αριστεράς πλήρωσαν – δικαίως ή αδίκως – την αδυναμία τους να ανασυγκροτήσουν τους αγώνες, να διαμορφώσουν μία αξιόπιστη, ενωτική, μαζική πολιτική πρόταση.

Το σκηνικό που θα διαμορφωθεί μετά τις εκλογές, διαμορφώνει κινδύνους για την σταθεροποίηση και παγίωση μίας πολιτικής μακροπρόθεσμα καταστροφικής για τα συμφέροντα της πλειοψηφίας. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί έναυσμα για νέους αγώνες.

Η σκληρή, νεοφιλελεύθερη πολιτική που προαναγγέλει η Ν.Δ. του Μητσοτάκη, θα συναντήσει αντιστάσεις. Ταυτόχρονα, η υποτιθέμενη οικονομική σταθεροποίηση και η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, όχι μόνο είναι εντελώς αναιμική και ασταθής αλλά τα δομικά προβλήματά της εξακολουθούν να παραμένουν. Το ασφυκτικό πλαίσιο που επιβάλλει η συμμετοχή στο ευρώ, η αποεπένδυση, η αποβιομηχάνιση, η μείωση του εργατικού δυναμικού με την μετανάστευση, το χρεοκοπημένο ελληνικό τραπεζικό σύστημα,  και, το κυριότερο, οι ιλιγγιώδεις πόροι και τα πλεονάσματα που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των μη βιώσιμων ιδιωτικών χρεών και του δημόσιου χρέους, διαμορφώνουν μία οικονομία στάσιμη και καθιστούν τα ενδεχόμενα επανεμφάνισης μίας νέας οξείας κρίσης πάντοτε υπολογίσιμα. Το ίδιο το πρόγραμμα της Ν.Δ. με την εξαίρεση της έντασης της καταστολής και την παράδοση ελεύθερων χώρων και του περιβάλλοντος στους επενδυτές, στην πραγματικότητα αποτελεί έκθεση ανεφάρμοστων ιδεών. Π.χ. αναφέρει ως στόχους την επόμενη τριετία, αύξηση επενδύσεων 65 δις ευρώ, προερχόμενων από τον ιδιωτικό τομέα, όταν τα τελευταία χρόνια, παρά την αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, συνεχίζεται η αποεπένδυση.

Η σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική, η οικονομική στασιμότητα, ταυτόχρονα με την  δυνατότητα να αποδεσμευθεί ένα δυναμικό που όλη την προηγούμενη περίοδο υποστήριζε τον ΣΥΡΙΖΑ, στη λογική του μικρότερου κακού, διαμορφώνουν  προϋποθέσεις έντασης των κοινωνικών αγώνων την επόμενη περίοδο.

Όμως, για να αναπτυχθούν οι αγώνες και πολύ περισσότερο, για να πετύχουν αποτελέσματα, είναι απολύτως απαραίτητη μία όσο το δυνατόν πιο ισχυρή αριστερά.

Ιδίως μια αριστερά που θα μπορεί να συγκροτήσει αγώνες και κινήματα, να εμπνεύσει τον κόσμο να ξεπεράσει την απογοήτευση, μια αριστερά που θα διαθέτει ανανεωμένο και μαζικό λόγο, δυνάμεις σε εργασιακούς, κοινωνικούς και αυτοδιοικητικούς χώρους.

Μία αριστερά που θα έχει ταυτόχρονα ριζοσπαστική και ενωτική πολιτική και θα μπορεί αύριο να γίνει πόλος συσπείρωσης κοινωνικών δυνάμεων, αλλά και πολιτικών δυνάμεων, με ισότιμους, δημοκρατικούς και ειλικρινείς όρους.

 

Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί, τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού…

Η Λαϊκή Ενότητα (ΛΑΕ) είναι μία πρωτοπόρα και αξιόπιστη δύναμη της αριστεράς, που δεν συμβιβάστηκε, δεν μετατοπίστηκε από τις θέσεις της, που χαρακτηρίστηκε από συνέπεια και ανιδιοτέλεια.

Σήμερα παρά τα γενικότερα και ειδικότερα αρνητικά αποτελέσματα των ευρωεκλογών, καλούμε σε υποστήριξη της ΛΑΕ, γιατί πιστεύουμε ότι έχει μία διακριτή θέση μέσα στην πολιτική σκηνή και στην ελληνική αριστερά.  Είναι η μόνη δύναμη που έχει συγκεκριμένο, αναλυτικό και εφικτό πολιτικό πρόγραμμα για τις ρήξεις που είναι απαραίτητες για να καταστεί δυνατός ένας άλλος δρόμος διεξόδου, υπέρ των συμφερόντων της πλειοψηφίας, απέναντι στις πολιτικές των μνημονίων και που υπερασπίζεται ότι αυτή η κατεύθυνση μπορεί να υλοποιηθεί σήμερα και όχι σε ένα απροσδιόριστο σοσιαλιστικό, ή αντικαπιταλιστικό μέλλον.

Το πρόγραμμα αυτό και η πολιτική της πρόταση για την αριστερά, στην πραγματικότητα συμπυκνώνει την αριστερή τάση της κοινωνικής σύγκρουσης της περιόδου του 2010 – 2015, με αποκορύφωμα το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Σήμερα επιχειρείται από πολλές πλευρές η ακύρωση αυτής της κοινωνικής διεργασίας και προοπτικής. Η αναστηλωμένη δεξιά και οι δυνάμεις γύρω της (ΚΙΝΑΛ, ακροδεξιά) αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκουν να προβάλλουν μια νέα κανονικότητα, ότι η προοπτική μίας άλλης, εναλλακτικής πολιτικής αποτελεί μία ιστορική ανορθογραφία και ότι υπήρξε λαϊκή παραπλάνηση.

Η ΛΑΕ είναι μία δύναμη, που πολιτικά εκφράζει μία διαφορετική προοπτική και ταυτόχρονα  η οποία, από την πρώτη μέρα της συγκρότησής της, το 2015, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των αγώνων για την υπεράσπιση των λαϊκών κατοικιών, το ασφαλιστικό, τις συντάξεις, τα εργασιακά δικαιώματα, την προστασία του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής των πολιτών, ενάντια σε κάθε είδους «επενδυτικά συμφέροντα».

Είναι ταυτόχρονα, μία δύναμη, η οποία κατανοεί ότι η διάσπαση και ο κατακερματισμός είναι μέρος του προβλήματος και καταδικάζει την αριστερά και το λαϊκό κίνημα σε αδυναμία να παράξει αποτελέσματα. Γι’ αυτό πήρε και παίρνει με διάρκεια και συνέπεια πρωτοβουλίες καλέσματος και συσπείρωσης των αριστερών, ριζοσπαστικών δυνάμεων στο κίνημα και τις πολιτικές μάχες και θα συνεχίσει με ένταση αυτή την προσπάθεια και μετά τις εκλογές.

Είναι η μόνη δύναμη της αριστεράς που μετά τις ευρωεκλογές δεν επιχείρησε την αυτοεπιβεβαίωση και την καλλιέργεια της αντίληψης ότι φταίει κάποιος άλλος, πέρα από εμάς. Έκανε βαθιά και γενναία αυτοκριτική, ξεκίνησε τη συζήτηση για τον προσδιορισμό των λαθών που έκανε τα προηγούμενα χρόνια, επιχειρεί να αλλάξει φυσιογνωμία και ηγετικό προσωπικό, αναίρεσε προβληματικά και θολά σημεία που κόστισαν.

Είναι, ακόμα, μία δύναμη που επιχειρεί μία βαθιά ανανέωση, να βγάλει στην πρώτη γραμμή νέους και νέες, γυναίκες, πραγματικούς εργαζόμενους ανθρώπους του μόχθου. Το απέδειξε στα σχήματα που στήριξε στις αυτοδιοικητικές εκλογές, το απέδειξε μετά τις ευρωεκλογές με την ευρεία ανασύνθεση του δυναμικού της.

   Για όλους αυτούς τους λόγους, της αντιστοιχεί να διεκδικήσει την ψήφο των εργαζόμενων και της νεολαίας, με αυτοπεποίθηση, πείσμα και με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα.

 

Για άλλη μια φορά, μία από τα ίδια;

Μια σειρά από δυνάμεις που διεκδικούν την ψήφο στις εκλογές της 7ης Ιουλίου, και – είτε άμεσα, είτε έμμεσα – αναφέρονται στην αριστερά, δυστυχώς φαίνεται ότι λίγα κατανόησαν από την μνημονιακή δεκαετία που πέρασε, τη δεκαετία των μεγάλων πολιτικών ανατροπών, αλλά και της μεγάλης απογοήτευσης και της ήττας.

Το ΚΚΕ εξακολουθεί την ίδια πολιτική που απέχει από τις πραγματικές μάχες και που στις κρίσιμες στιγμές (με κορυφαίο παράδειγμα τη μάχη του δημοψηφίσματος του 2015) κάνει επιλογές σταθεροποίησης του συστήματος. Μάλιστα, επιχειρεί εκ των υστέρων να δικαιώσει μία πολιτική που καταπολέμησε την εναλλακτική προοπτική και διέξοδο, με την επιχειρηματολογία ότι η έξοδος από την Ευρωζώνη, χωρίς τη «λαϊκή εξουσία» θα οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα. Που αρνείται κάθε συμμαχία, στο κίνημα και στις πολιτικές μάχες. Που εγκλωβίζει στην αναμονή της «λαϊκής εξουσίας», στη λογική της απλής και αδιέξοδης διαμαρτυρίας, χωρίς καμία αντανάκλαση στο σήμερα.

Το ΜΕΡΑ25, προγραμματικά και πολιτικά, έχει μικρή σχέση με την αριστερά. Με ένα προσωποπαγή, μηντιακά κατασκευσμένο μηχανισμό και μία πολιτική πρόταση γεμάτη ιδιομορφίες και παραπλήσια με τις προτάσεις του αρχηγού του την περίοδο 2014 – 2015. Στο δίλημμα, εάν είναι αναγκαία η ρήξη και η σύγκρουση με τους μηχανισμούς των δανειστών και της ευρωζώνης, απαντά με την αδιέξοδη λογική της «σκληρής διαπραγμάτευσης» και της προοδευτικής μεταβολής στην Ευρωζώνη. Αυτή η κατεύθυνση έδειξε τα τραγικά της αποτελέσματα το 2015, με την νεοφιλελεύθερη προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ. Φτάνει δε στο σημείο να προτείνει μέτρα που κινούνται σε σαφώς νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις, προτείνοντας ιδιωτικά πανεπιστήμια, ή ιδιωτικοποιήσεις με ήπιο πρόσημο, αλλά και να εντάσσει στα ψηφοδέλτιά του πρόσωπα που δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με την αριστερά. Άλλωστε, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τον αποφασιστικό ρόλο Βαρουφάκη στην αποδοχή του χρέους με την αποδοχή της συμφωνίας της 20ης Φλεβάρη του 2015, την απόδοση των αποθεματικών για την αποπληρωμή του χρέους, την υπερψήφιση του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που στέρησε όσους σήμερα απειλούνται με πλειστηριασμούς από βασικά τους όπλα και ενίσχυσε τις τράπεζες.

Η Πλεύση Ελευθερίας επέλεξε μία στάση που τονίζει με κάθε ευκαιρία ότι, σε συμβολικό επίπεδο, θέλει να απαλλαγεί από το «βαρίδι» της αριστεράς, αλλά και υιοθέτησε μία απαράδεκτη τοποθέτηση ανοιχτής συμμετοχής και στήριξης στα εθνικιστικά συλλαλλητήρια. Την ίδια στιγμή, συγκροτείται απολύτως προσωποκεντρικά, χωρίς καμία γείωση σε χώρους, κοινωνικά κινήματα, στη νεολαία, στις γειτονιές, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να παίξει κανένα ρόλο στους αγώνες της επόμενης μέρας. Ενώ, ταυτόχρονα, αρνείται κάθε συνεργασία.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει επιλέξει μία στάση απομονωτισμού, σε συνδυασμό με μία αντίληψη παραπομπής των δυνατοτήτων πάλης και νίκης του κοινωνικού κινήματος στην «αντικαπιταλιστική ανατροπή».

Δυστυχώς όλες αυτές οι αντιλήψεις είναι μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης.

 

   Βρισκόμαστε πράγματι σε ένα μεταίχμιο. Όσο και αν φαίνεται πιθανότατη η αποτύπωση ενός συσχετισμού πιο δύσκολου για το κίνημα και την αριστερά, οι πολιτικές που θα επιχειρήσουν να επιβάλουν το επόμενο διάστημα θα δημιουργήσουν ρωγμές.

   Από αυτή τη σκοπιά, είναι απολύτως απαραίτητη η προετοιμασία για να ανταποκριθούμε στους αυριανούς αγώνες.

Η ενίσχυση της ανυπότακτης αριστεράς, της ΛΑΕ, είναι, από αυτή την άποψη, απαραίτητη για την επόμενη μέρα, για να μην κυριαρχήσουν οι δεξιές μετατοπίσεις μέσα στην αριστερά, για να αποδοκιμασθεί ο κατακερματισμός και η διάσπαση, για να μείνει ζωντανό το όραμα και η προοπτική του άλλου δρόμου, που θα ανοίξει δυνατότητες για ευρύτερες συγκρούσεις και ρήξεις.