του Θάνου Καμήλαλη
Είναι λοιπόν «νικήτρια η αποχή»; Εξ ορισμού, η αποχή δεν μπορεί να είναι νικήτρια, γιατί δεν έχει καμία σημασία στη μέτρηση του τελικού αποτελέσματος, παρά το γεγονός ότι προκάλεσε απώλειες, σχεδόν σε κάθε κόμμα, σε απόλυτο αριθμό ψήφων. Η αποχή θα συζητηθεί για λίγες μέρες και μετά θα ξεχαστεί. Σε λίγες εβδομάδες, ελάχιστοι/ες θα θυμούνται το ακριβές ποσοστό, όπως ακριβώς θυμόμαστε το 41% της ΝΔ στις εθνικές εκλογές του 2023 και κάπως, αόριστα, ότι η αποχή ήταν «πολλή». Ωστόσο, ανάμεσα σε πιθανώς επικριτικές αναφορές (ή και κατάρες, που συνοδεύουν πλέον συχνά τα εκλογικά αποτελέσματα) προς απέχοντες και απέχουσες, να μην ξεχνάμε ότι υπάρχει γενεσιουργός αιτία. Η απογοήτευση, η διάχυτη δυσαρέσκεια, η έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα, κάπως δημιουργήθηκαν. Μάλλον είναι συνέπειες σειράς διαψεύσεων των τελευταίων 15 χρόνων, ειδικά στην κεντροαριστερά και την αριστερά. Για να ανατραπεί αυτό, ειδικά από τους χώρους που βρίσκονται σε κρίση όσο τα ρεκόρ αποχής μεγαλώνουν, χρειάζονται πολλά παραπάνω από καλέσματα «πηγαίνετε να ψηφίσετε» λίγες μέρες πριν τις εκλογές.
Ως προς το μετρήσιμο αποτέλεσμα, τα τρία μεγαλύτερα κόμματα πέρασαν κάτω από τον πήχη που τα ίδια είχαν θέσει. Όσο κι αν από τη Δευτέρα προσπαθούν να βρουν και να προβάλλουν θετικά στοιχεία από τις κάλπες, αυτή η τριπλή ήττα δεν κρύβεται. Η Νέα Δημοκρατία προσπάθησε να δώσει, μέσω του Πρωθυπουργού, εθνικό χαρακτήρα στις Ευρωεκλογές. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε πολλές φορές για την «ανάγκη να ξεπεράσουμε τον πήχη του 33%» ζητώντας την εντολή να προχωρήσει «ακόμα πιο γρήγορα», το κυβερνητικό «έργο». Τελικά η ΝΔ έχασε σχεδόν 1 εκατ. ψήφους και σχεδόν 13% σε ποσοστά, ενώ δεν κατάφερε να υπερβεί ούτε τον ελάχιστο στόχο του 30%. Δεν ερμηνεύει βέβαια το μήνυμα ως ανάγκη ριζικών αλλαγών στις πολιτικές της, δείχνει έτοιμη να συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο και μάλιστα, ίσως με ακόμα μεγαλύτερη στροφή προς τα δεξιά, ώστε να αντιμετωπίσει τις διαρροές.
Το μήνυμα δυσαρέσκειας είναι ξεκάθαρο και δεν δικαιολογείται ούτε από τη «χαλαρή ψήφο», ούτε από την αποχή. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτή η πτώση. Είναι η πρώτη φορά που η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, από τη μέρα που αυτός ανέλαβε την αρχηγία, δεν πετυχαίνει τον στόχο της. Μόνη εξαίρεση οι δεύτεροι γύροι των αυτοδιοικητικών εκλογών σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Θεσσαλία, εκλογικές αναμετρήσεις όμως ειδικών συνθηκών, με δύο υποψηφίους. Εκτός αυτών, από τις Ευρωεκλογές του 2019 και για τέσσερις συνεχόμενες αναμετρήσεις μέχρι την Κυριακή, η ΝΔ σημείωνε μόνο θριάμβους, ξεπερνώντας κατά πολύ ακόμα και τις προσδοκίες της.
Φυσικά και διαθέτει εφεδρείες, κόσμο που στην πρώτη απειλή για την εξουσία, θα γυρίσει στο «σπίτι». Φυσικά και ο Βελόπουλος θα είναι εκεί για μία δύσκολη ώρα, όπως όταν τη βοήθησε να αλλάξει τα μέλη της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (παραβιάζοντας το ελάχιστο όριο που θέτει το Σύνταγμα). Φυσικά και αν την περασμένη Κυριακή είχαμε όντως εθνικές εκλογές το ποσοστό της ΝΔ θα ήταν υψηλότερο. Τίποτα όμως δεν δείχνει ότι αυτή η κυβέρνηση θα πάρει μέτρα για να υποχωρήσει η κοινωνική δυσαρέσκεια, που συσσωρεύεται ειδικά τον τελευταίο χρόνο. Στην ακρίβεια είναι θεατής, οι πάροχοι κάνουν ό,τι γουστάρουν με τις τιμές του ρεύματος, η δημόσια Υγεία διαλύεται, οι φτωχότεροι ελεύθεροι επαγγελματίες θα λάβουν το πρώτο χαρτί της εφορίας μετά τον «νέο», τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης, η στεγαστική κρίση καλπάζει, τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης πηγαίνουν σε ελάχιστους, οι τράπεζες πρόκειται να βγάλουν 2 δισ. από προμήθειες-χαράτσια στις συναλλαγές, μόνο το 2024. Η εποχή των ανοιχτών δημοσίων ταμείων της πρώτης τετραετίας, λόγω της πανδημίας, έχει περάσει ανεπιστρεπτί, η εποχή των υψηλών πλεονασμάτων για εξυπηρέτηση του χρέους επέστρεψε.
Το αν και το πώς θα συνεχιστεί η φθορά του μέχρι πρότινος απόλυτα κυρίαρχου κόμματος όμως, έχει άμεση συνάρτηση με το τι θα κάνει η αντιπολίτευση από τα αριστερά της. Γιατί το μόνο που έσωσε την κυβέρνηση από μία καταστροφή, είναι πως έχασε και η κεντροαριστερή αντιπολίτευση.
ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν μπορούν να είναι χαρούμενοι μετά τα αποτελέσματα, καθώς και αυτοί πέρασαν κάτω από τον δικό τους πήχη. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε ένα ποσοστό τουλάχιστον στο ύψος των περασμένων εθνικών εκλογών. Δεν το πέτυχε, βιάστηκε μάλιστα να πανηγυρίσει μετά τα πρώτα exit polls, υποστηρίζοντας ότι επιβεβαιώθηκε ως «η πρωταγωνιστική δύναμη της ευρύτερης κεντροαριστερής παράταξης, διαψεύδοντας τις Κασσάνδρες που προέβλεπαν κατάρρευση». Είναι φανερό ότι σε εκείνο το σημείο, στον ΣΥΡΙΖΑ περίμεναν ένα πολύ καλύτερο αποτέλεσμα. Τελικά, στο 14,9%, με μείον 340 χιλιάδες ψήφους σε σχέση με το 2023, με μόλις 2% διαφορά από το ΠΑΣΟΚ και 3% κάτω από την κατάρρευση των εθνικών εκλογών, ο χαρακτηρισμός «πρωταγωνιστική δύναμη» είναι υπεραισιόδοξος. Ούτε με την αυθαίρετη πρόσθεση των ποσοστών ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Αριστεράς δεν προκύπτει ως άθροισμα το περσινό ποσοστό.
«Καταφέραμε να μειώσουμε τη διαφορά από το 23% στο 13%» δήλωσε μετά τα αποτελέσματα ο Στέφανος Κασσελάκης. Αυτός είναι ένας εξαιρετικά δημιουργικός τρόπος για να πεις ότι ο αντίπαλός σου έχασε 13 κι εσύ 3 μονάδες.
Σίγουρα το κόμμα του Στέφανου Κασσελάκη έχει ελαφρυντικά: Τη διάσπαση και τις συνθήκες ριάλιτι που επικράτησαν για μήνες στο εσωτερικό του, μέχρι το Συνέδριο. Ελαφρυντικά με αστερίσκους, καθώς έχει ευθύνη για όλα αυτά. Ο νέος Πρόεδρος χειρίστηκε τα εσωκομματικά με αυταρχισμό, μετατρέποντας ακόμα και το Συνέδριο μετά τη διάσπαση σε αρένα, την ώρα που οι φανατικοί του οπαδοί φώναζαν και φωνάζουν εναντίον όποιου στελέχους εξέφραζε οποιαδήποτε διαφωνία. Το έλλειμμα αξιοπιστίας επιδεινώθηκε με τις διάφορες, αντιφατικές μεταξύ τους, δηλώσεις του Στέφανου Κασσελάκη. Ο «νέος ΣΥΡΙΖΑ» επιδόθηκε για μήνες σε ένα κυνήγι «υπονομευτών» – εσωτερικών εχθρών, γεμάτο χυδαιολογίες, προκειμένου να βρει μία βολική, βιαστική εξήγηση για την τεράστια ήττα του 2023, ήττα του «ιερού τοτέμ», Αλέξη Τσίπρα. Τώρα νιώθει ότι βρήκε έναν νέο «Μεσσία». Το ελάχιστο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η συνεχής προβολή του Στέφανου Κασσελάκη και του «εγώ» του δεν αρκεί.
Τώρα βέβαια, τα προβλήματα που προέκυψαν προσπαθούν να θαφτούν κάτω από το χαλί με νέες κραυγές «φέρτε πίσω τις έδρες» προς τη Νέα Αριστερά. Είναι όμως δικαίωμα κάθε βουλευτή και κάθε βουλεύτριας να μη λειτουργεί ως μέλος κομματικού στρατού και να αποχωρεί από το οποιοδήποτε κόμμα, αν διαφωνήσει κατά τη διάρκεια της θητείας. Όσοι φωνάζουν ξανά σήμερα, να δούμε τι θα έλεγαν αν αποχωρούσε βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, όπως και τι έλεγαν όταν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ αυτός που κέρδιζε έδρες μέσω μετακινήσεων στη Βουλή. Πρόκειται για θέμα αρχής, πρέπει να λες τα ίδια είτε η συγκυρία σου αρέσει, είτε όχι.
Το γεγονός ότι ο Στέφανος Κασσελάκης «είναι ένα νέο πρόσωπο» δεν είναι ελαφρυντικό, έχει δύο όψεις. Η μία είναι ότι όντως ήρθε ως άγνωστος. Η άλλη όμως είναι ότι ήρθε ως φρέσκος, άφθαρτος, ενώ παράλληλα έγινε αμέσως το επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Θα μπορούσε, αυτή η «φρεσκάδα» και η υπερπροβολή του από τα ΜΜΕ να δημιουργήσει ένα ξαφνικό ρεύμα υποστήριξης, όπως συνέβη στις εσωκομματικές εκλογές. Αυτό δε συνέβη, παρά το άκρατο lifestyle, παρά τις πολλές αναλύσεις που μας δίδασκαν το «πώς παίζεται το πολιτικό παιχνίδι» σήμερα. Συνοπτικά, το πρώτο επεισόδιο του «εγώ θα κερδίσω τον Μητσοτάκη» κατέληξε σε ένα «πάλι καλά που είμαστε 2οι, λίγο πάνω από τον Ανδρουλάκη και δεν καταρρεύσαμε». Κι όλα αυτά, εν μέσω συχνής διάλυσης της δημόσιας συζήτησης για τα πιο σοβαρά ζητήματα στη χώρα, όπως την τελευταία εβδομάδα, με τη «μάχη των πόθεν έσχες».
Για το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, τα ποσοστά αυξήθηκαν ξανά, μετά και τις εθνικές εκλογές και εν μέσω αποχής, χάθηκαν λιγότερες ψήφοι από τα άλλα δύο κόμματα. Αλλά η δεύτερη θέση, που ήταν ο βασικός στόχος δεν ήρθε. Προφανώς, προκύπτει το ερώτημα: Τι άλλο θα έπρεπε να συμβεί στον ΣΥΡΙΖΑ για να προσπεράσει το ΠΑΣΟΚ; Ήδη παρατηρούνται οι πρώτες εντάσεις στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, με τη Νάντια Γιαννακοπούλου να αφήνει αιχμές και τον Παναγιώτη Δουδωνή να απαντάει.
Ουσιαστικά, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έχουν ένα κοινό πρόβλημα. Κανένα από τα δύο κόμματα δεν φαίνεται ότι θα εξαϋλωθεί, προς τέρψιν του άλλου. Αυτό έγινε το πιθανότερο σενάριο ήδη από τις κάλπες του 2023, με την επαναφορά του ΠΑΣΟΚ σε διψήφιο ποσοστό. Το δεύτερο που ήταν σαφές εδώ και μήνες, είναι ότι τα δύο κόμματα είχαν κόψει κάθε συζήτηση για συνεργασία, περιμένοντας τις Ευρωεκλογές, μήπως κάποιο εμφανίσει σημαντική διαφορά από το άλλο και βρεθεί, ξεκάθαρα 2ο, με ανοδική τάση, με ξεκάθαρη δυναμική, ώστε να απορροφήσει την αντιδεξιά ψήφο. Τώρα, σε αυτά τα μεσαία επίπεδα και με μικρή διαφορά μεταξύ τους, πολλοί θα σκεφτούν ότι έχουν μια συζήτηση να κάνουν. Ήδη οι κ.Τεμπονέρας και Κοτσακάς το δήλωσαν δημόσια, με παρέμβασή τους.
Τέλος, η άνοδος της Ακροδεξιάς, στην Ελλάδα αλλά και πανευρωπαϊκά, έχει μόνο χαμένους. Το μόνο που ενδιαφέρει την Ακροδεξιά είναι η καταπίεση δικαιωμάτων. Το λένε οι άνθρωποι, δεν κρύβονται, χτίζουν την ατζέντα τους με ένα μείγμα, ανάλογα και το κόμμα, από «antiwoke» ατζέντα, θρησκοληψία, πατριδοκαπηλία, ανορθολογισμό, αντιπροσφυγική ρητορική και απαγόρευση αμβλώσεων. Είναι ένα μαύρο πέρασμα για την κοινωνία, από τις χαμηλές προσδοκίες, στην επιθυμία να υποφέρει περισσότερο αυτός που θεωρείται, στο κεφάλι τους, πιο αδύναμος. Όλο αυτό ντύνεται με μια ακαθόριστη, δήθεν απειλή της «Πατρίδας, της Θρησκείας και της παραδοσιακής Οικογένειας». Μονίμως κραυγάζουν ότι απειλούνται πάνω σε αυτούς τους τρεις άξονες, μονίμως κερδίζουν τελευταία, σχεδόν παντού στην Ευρώπη, λόγω έλλειψης θετικού, πειστικού αφηγήματος από οποιαδήποτε άλλη πλευρά. Εκμεταλλευτές φόβου και απόγνωσης, γραφικοί αλλά και επικίνδυνοι.
Καπως έτσι, για το ελληνικό πολιτικό σκηνικό, ολοκληρώνεται ένα χρόνος γεμάτος εκλογικές αναμετρήσεις (εθνικές – αυτοδιοικητικές – ευρωπαϊκές). Mέσα σε αυτόν τον χρόνο, άλλαξαν πολλά. Αυτό που συνεχίζει να λείπει, είναι το πειστικό όραμα απέναντι στην παραίτηση και τις μηδαμινές προσδοκίες. Ένα όραμα που δεν θα υπόσχεται απλώς λίγο καλύτερη διαχείριση, αλλά θα μπορεί να παρουσιάσει ένα συνεκτικό, ριζοσπαστικό σχέδιο ώστε να ενώσει, να εμπνεύσει, να υπερβεί τις ήττες του παρελθόντος και τελικά να σπάσει τη δεξιά ηγεμονία. Το πρώτο, ελάχιστο, βήμα, παραμένει να μπορούμε να συζητάμε και να μην εκφράζουμε βεβαιότητα, απόλυτη «αλήθεια», για τίποτα. Ελάχιστο, αλλά σήμερα δυστυχώς πολύ δύσκολο.