«Κυρ- Κεμάλ, δεν ξέρεις από εξωτερική πολιτική, άκου που σου λέω. Ούτε μαθητής δεν είσαι καν. Είσαι αυτός που λέει “Αφήστε με να γίνω ο καλύτερος φίλος της Δύσης”. Τι πάει να πει αυτό; Που λέει “θα επιβάλλω κυρώσεις στη Ρωσία, που έχει επιβάλλει κι η Δύση”. Δεν είσαι ηγέτης. Ποιός είσαι εσύ που θα επιβάλλεις κυρώσεις στη Ρωσία; Δεν κυβερνώνται έτσι τα κράτη. Οφείλουμε καλές σχέσεις με όλους. Δεν μπορείς να καταστρέφεις δεσμούς. Μια μέρα μπορεί να τις χρειαστείς. Αν και ο Μπάιντεν είναι άνθρωπος με τον οποίο έχω αρκετά φιλικές σχέσεις, δεν επρόκειτο ποτέ να διακόψω σχέσεις με τον Πούτιν, επειδή η Αμερική δεν τον συμπαθεί. Αντιθέτως, εμένα η σχέση μου είναι και με αυτόν τόσο ισχυρή όσο η σχέση μου με τις ΗΠΑ. Υπάρχουν τάσεις που θα συνεχίσουν να αυξάνονται. [Ας πούμε] η δυναμικότερη τουριστική μας αγορά είναι η Ρωσία, που ήδη έχει ξεπεράσει τη Γερμανία. Πως μπορώ να αποκόψω μια χώρα με την οποία έχουμε τέτοια συνεργασία;». Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προς Κεμάλ Κιλισνταρογλου

«Ο σωστός άνθρωπος στην κρίσιμη ώρα» είναι η φράση που στολίζει τις προεκλογικές αφίσες του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του προέδρου της Τουρκίας. Οι μισοί ψηφοφόροι φαίνεται να συμφωνούν. Και οι άλλοι μισοί διαφωνούν πλήρως.

Οι δημοσκοπήσεις είτε δίνουν τη νίκη στον έναν είτε στον άλλο, τη δίνουν μέσα στο όριο λάθους. Η πιο πρόσφατη, το Σάββατο, από την εταιρία Αρέντα, δίνει 51,3% στον Ερντογάν και 44,2% στον Κεμάλ Κιλισντάρογλου, με 4% να πηγαίνει στον Σινάν Ογκάν. Προχθές, δημοσκόπηση της εταιρίας Ασάλ έδινε 50,6% στον Ερντογάν και 46,3% στον Κιλισντάρογλου. Και στις δύο περιπτώσεις, με βάση το ψαλίδι του λάθους, είναι πιθανό να πραγματοποιηθεί ο δεύτερος γύρος των εκλογών,  την 28η Μαϊου. Οι δύο αυτές δημοσκοπήσεις είναι και οι μόνες που αποτυπώνουν τη μετακίνηση των ψηφοφόρων του, μέχρι πρότινος υποψηφίου, Μουχαρέμ Ιντσέ, ο οποίος αποσύρθηκε πρόσφατα λόγω σεξουαλικού σκανδάλου, το οποίο καταγγέλει ως στημένο.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Κιλισντάρογλου επέρριψε την ευθύνη για τις αποκαλύψεις, το σκάνδαλο, σε εμπλοκή των ρώσων στις εκλογές, καθώς θεώρησε πιθανότερο το μοίρασμα των ψήφων του Ιντσέ: ο τελευταίος αποσπάστηκε το Μάρτη από την συμμαχία της αντιπολίτευσης, και το κόμμα του Κιλισντάρογλου, και κατέβηκε ως ανεξάρτητος. Μετά την απόσυρσή του, δεν έχει ενισχύσει κανέναν εκ των δύο κυρίων υποψηφίων. Αν και αρχικά βασίμως πολλοί θεώρησαν ότι οι ψήφοι του θα πάνε στον Κιλισντάρογλου, οι δημοσκοπήσεις δίνουν άλλη εικόνα. Στόχο ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των ψήφων έχει βάλει και ο τρίτος των υποψηφίων, ο Σινάν Ογκάν, που θεωρεί πως, επειδή το μεγαλύτερο ποσοστό των ψηφοφόρων του Ιντσέ ήταν νέοι, συχνά πρώτη φορά ψηφίζοντες, κι ο ίδιος αποτελεί “τον πιο καθαρό κεμαλιστή κι εθνικιστή (nationalist)” θα στραφούν προς αυτόν – το καρφί αφορά την συμμετοχή φιλοκουρδικού κόμματος στον συνασπισμό Κιλινστάρογλου, κάτι το οποίο εκμεταλλεύεται και ο Ερντογάν, αναφέροντάς το σε κάθε ευκαιρία.

Ο Ογκάν θεωρεί τον Κιλισντάρογλου αδύναμο υποψήφιο: επιμένει ότι οι αριστεροί και οι σοσιαλδημοκράτες που θα τον ψηφίσουν “με το ζόρι πλησιάζουν το 30%” και ότι “κανείς τούρκος εθνικιστής δεν πρόκειται να τον ψηφίσει” αν και το συγκεκριμένο κοινό έχει απομακρυνθεί από τον Ερντογάν.

Σε κάθε περίπτωση, οι εκλογές γίνονται στο πιο διχαστικό κλίμα που έχουν γίνει ποτέ, με τον Ερντογάν, που η Ουώλ Στρητ Τζέρναλ και το ΤΙΜΕ έντυναν, δηκτικά, ως σουλτάνο, πριν λίγα χρόνια, να κινδυνεύει για πρώτη φορά να χάσει την εξουσία, παρά τις διώξεις και συλλήψεις πολιτικών αντιπάλων, δημοσιογράφων, κούρδων πολιτών. Η πιθανότητα ήττας καταγράφεται όχι μόνο σε δημοσκοπήσεις αλλά και στο πολεμικό κλίμα που επικρατεί στους δρόμους της Τουρκίας και στις ξένες εφημερίδες που, όπως πολλοί, εύχονται την ήττα του και την αλλαγή ηγεσίας στην Τουρκία, που ζει πάνω από δύο δεκαετίες υπό τον σημερινό πρόεδρο.

Στην ένταση προσφέρει και το μεγάλο διακύβευμα ΗΠΑ και Ρωσίας: οι πρώτες θέλουν να απαλλαγούν από την ηγεσία που τις θεωρεί εχθρές, σε μία ιδιαίτερης σημασίας σύμμαχο χώρα, η δεύτερη ελπίζει να μη διαταραχθούν οι ισορροπίες στη σχέση της με την Τουρκία, στήριγμα των οποίων αποτελεί η εξωτερική πολιτική του Ερντογάν.

Είναι γεγονός πως ο σημερινός πρόεδρος της Τουρκίας έχει κατορθώσει να εκμεταλλευτεί τη γεωστρατηγική σημασία της χώρας του, και να κρατήσει ισορροπίες, που στη Δύση προκαλούν πολλές αντιδράσεις, χωρίς όμως να παρατεντώνεται το σκοινί. Χώρα – μέλος του ΝΑΤΟ, η Τουρκία συνεχίζει να έχει εξαιρετικές σχέσεις με την Ρωσία, και ο Ερντογάν έχει και προσωπικές εξαιρετικές σχέσεις με τον Πούτιν.

«Ο Μπάιντεν είπε ότι αυτό που δεν κατόρθωσαν [οι ΗΠΑ] με το πραξικόπημα του 2016, τώρα πρέπει να το κατορθώσουν μέσω αυτών των εκλογών» Σουλεϊμάν Σοϊλού, υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας

Η Άγκυρα δεν έχει συγχωρήσει τις ΗΠΑ για την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Παράλληλα, υπό τον Ερντογάν και με υπουργό Εξωτερικών τον εμπειρότατο Τσαβούσογλου, παρότι συχνότατα έχει διαφορετικά, μέχρι συγκρούσεως, συμφέροντα με τη Μόσχα (Λιβύη, μέχρι πρόσφατα Συρία κλπ) έχει επενδύσει πολλά στο διμερές εμπόριο και την κοινή ενεργειακή πολιτική. Πέρισυ, και λόγω των κυρώσεων που η Τουρκία δεν έχει επιβάλλει στην Ρωσία, το διμερές εμπόριο άγγιξε τα 50 δις δολάρια, φέτος η ενεργειακή συνεργασία έζησε “θερμές” στιγμές, με τα εγκαίνια του πυρηνικού εργοστασίου παραγωγής ενέργειας στο Ακουγιού, και αναμένεται να ζήσει θερμότερες – αν εκλεγεί ο Ερντογάν – με την δημιουργία υποδομών αερίου, στην Τουρκία, που οι ρώσοι ελπίζουν να πάρουν τη θέση των αγωγών του Βορείου Ρεύματος, παρακάμπτοντας την Ουκρανία.

Παρ’ ότι ο πληθωρισμός έχει δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην τουρκική οικονομία, η αλήθεια είναι πως η κυβέρνηση Ερντογάν έχει αναπτύξει βιομηχανικές δομές, έχει εκσυγχρονίσει το δίκτυο των συγκοινωνιών και τα αεροδρόμια και έχει ανοίξει δρόμους προς την παγκόσμια αλυσίδα διανομής και τις παγκόσμιες αγορές.

Εγκαταλείποντας τα όνειρα περί ένταξης στην ΕΕ, όχι μόνον έχει στραφεί προς τον μουσουλμανικό κόσμο – ως τώρα κυρίως τον σουνιτικό – αλλά επιδιώκει και ηγετικό ρόλο. Δυτική αγορά, ανατολική στρατηγική, με αιχμή του δόρατος τον Οργανισμό Τουρκικών / τουρκογενών Κρατών.

Στο εσωτερικό της χώρας, ένα σημαντικό ποσοστό των ψηφοφόρων δεν το επηρεάζουν τέτοια διλήμματα. Τα βασικότερα θέματα συζήτησης είναι η κρατική ανικανότητα στην αντιμετώπιση του πρόσφατου δολοφονικού σεισμού, και, βεβαίως, η οικονομία και η δυσπραγία των νοικοκυριών. Οι αυξήσεις (ως 45%) που έδωσε στους δημοσίους υπαλλήλους ο Ερντογάν πριν λίγες μέρες, υποσχόμενος και νέα αύξηση τον Ιούλιο, αν είναι κυβέρνηση, ακριβώς αυτή την δυσπραγία προσπαθούν να αντιμετωπίσουν.

Ο δημόσιος διάλογος

Τα μεγάλα ατού / επιχειρήματα της αντιπολίτευσης είναι η κατάσταση της οικονομίας και η απομάκρυνση του Ερντογάν από τις κεμαλικές αξίες, με τα νεο-οθωμανικά του όνειρα. Το μεγάλο ντεσαβαντάζ οι ετερογενείς δυνάμεις που περιλαμβάνει, θέσεις των οποίων πολλές φορές συγκρούονται μεταξύ τους: αυτό που τους ένωσε είναι ο Ερντογάν κι η ανάγκη να απαντηθεί η συγκέντρωση υπερεξουσιών στο προσωπό του, που απειλεί ότι έχει απομείνει από δημοκρατικές αξίες στην Τουρκία. Όσο σημαντική κι αν είναι η συστράτευση, η διαφαινόμενη αδυναμία τους να κυβερνήσουν σταθερά την υποσκάπτει.

Στο μεταξύ τους δημόσιο διάλογο – που γίνεται σε πολύ υψηλούς τόνους – το θέμα “Ρωσία” έρχεται και ξανάρχεται. Ο Ερντογάν εμφανίζεται ως ο μόνος εγγυητής της συνέχισης της συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών, ο Κιλισντάρογλου επιμένει να απαντά ότι οι σχέσεις με τη Μόσχα είναι σημαντικές και θα παραμείνουν αναλλοίωτες.  Ωστόσο, στην κοινή ανακοίνωση / πλατφόρμα των κομμάτων της αντιπολίτευσης γίνεται λόγος για “διόρθωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας” ώστε να παύσει να είναι “η προσωπική διπλωματία του προέδρου” – κάτι για το οποίο ο Ερντογάν έχει δεχθεί κριτική, κατά καιρούς, από φίλους και εχθρούς. Ωστόσο, η “προσωπική διπλωματία του προέδρου” αυτή τη στιγμή χρεώνεται την ειρήνευση με τη Συρία, κάτι που η αντιπολίτευση δεν έκρυβε ότι επιθυμεί – όπως και μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού.

Στα των ΗΠΑ, η αντιπολίτευση αφήνει να εννοηθεί ότι αν κερδίσει τις εκλογές οι “τραυματισμένες” διμερείς σχέσεις θα αποκατασταθούν. Οι οξύτατες δηλώσεις Ερντογάν σε αυτή ακριβώς την εικόνα πατάνε, όταν επιτίθεται στις θολές δηλώσεις Κιλισντάρογλου.

Η πλευρά Ερντογάν κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι επενδύουν στους αντιπάλους του, στον απόηχο και των γεγονότων του 2016. Κεντρικό πρόσωπο σε όλα αυτά ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην υπουργός Εξωτερικών, Aχμέτ Νταβούτογλου, που διεθνή μέσα ενημέρωσης χαρακτήριζαν ως “ανθρωπο των ΗΠΑ στην Τουρκία” και σήμερα παίζει ρόλο Νέστορα για την αντιπολίτευση. Η πολιτική Νταβούτογλου, ως ΥΠΕΞ, γνωστή από την κεντρική πολιτική της επιλογή, «κανένα πρόβλημα» με γείτονες, είναι πιθανό να επιστρέψει, αλλά το βάρος θα μετακινηθεί προς την Ουάσιγκτον και θα υπάρξει απομάκρυνση από τη Μόσχα, με διαφύλαξη όμως των οικονομικών σχέσεων.

Άλλο επιχείρημα της πλευράς Κιλισντάρογλου, που χρησιμοποιήθηκε συχνότατα στην αρχή, είναι πως οι συμφωνίες για το προσφυγικό με την ΕΕ επιβάρυναν την χώρα και έπρεπε να προχωρήσει η κατάσταση προς ειρήνευση, στη Συρία, ώστε να επιστρέψουν στην πατρίδα τους οι πρόσφυγες. Σήμερα έχει αποδυναμωθεί και ο, έμπειρος, Ερντογάν φρόντισε οι τετραμερείς και διμερείς σχετικές συναντήσεις να γίνουν ιδιαίτερα κοντά στις εκλογές ώστε να κερδίσει και σε αυτό το πεδίο.

To έτερο, ντε φάκτο άκυρο, επιχείρημα της αντιπολίτευσης είναι η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, την οποία θεωρεί “περσινά ξυνά σταφύλια” ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού καθώς οι, πολυετείς και επίμονες, ελπίδες ένταξης στην ΕΕ έχουν αποδειχθεί φρούδες.

Τα διαδικαστικά

Η συμμετοχή στις εκλογές αναμένεται ιδιαίτερα αυξημένη, μεγαλύτερη και από το, υψηλό, 86% των προηγούμενων εκλογών. Δικαίωμα ψήφου έχουν πάνω από 60 εκατομμύρια πολίτες εντός Τουρκίας και 3,5 εκατομμύρια στη διασπορά.

Εκ των εν Τουρκία, πέντε εκατομμύρια ανήκουν στη “γενιά Ερντογάν”, δεν έχουν γνωρίσει άλλο ηγέτη στη χώρα και ψηφίζουν για πρώτη φορά. Για πρώτη φορά ψηφιζουν και 100.000 ενήλικες σύριοι που έλαβαν τουρκική υπηκοότητα. Στα πέντε εκατομμύρια της νεολαίας ελπίζει ο Κιλισντάρογλου, επιμένοντας να τους απευθύνεται, ζητώντας την ψήφο τους ώστε η χώρα να εκδημοκρατιστεί, να ξεφύγει από την απολυταρχική διακυβέρνηση του Ερντογάν.

Αν δεν συγκεντρώσει κανείς υποψήφιος το 50%+1, ο δεύτερος γύρος έχει οριστεί για την 28η Μαϊου.

Ο τουρκικός λαός ψηφίζει και για βουλευτές, και εκεί αναμένεται να λάβει τις περισσότερες ψήφους, και τις περισσότερες από τις 600 έδρες, το κόμμα του σημερινού προέδρου, αφού ένα 45% σε αυτόν και τα συμμαχικά του κόμματα αρκεί για τον έλεγχο της βουλής. Εφιάλτη για τον Ερντογάν αποτελεί το (μικρών πιθανοτήτων) σενάριο να έχει κι εκείνος κι ο συνασπισμός υπό τον Κιλινσταρογλου περίπου ίδιο αριθμό εδρών,  με το φιλοκουρδικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα να γίνεται ο ρυθμιστής. Στις προηγούμενες εκλογές το κόμμα αυτό είχε 11,7% και 67 έδρες, και, παρά τη βάρβαρη καταστολή κάθε κουρδικής φωνής, αναμένεται να συντηρήσει ή και να αυξήσει τη δύναμή του, ειδικά ανατολικές επαρχίες. Σε περίπτωση, όμως, που οι προεδρικές εκλογές πάνε σε δεύτερο γύρο, ένα ισχυρό φιλο-κουρδικό κόμμα στη βουλή θα γίνει όπλο τρομοκράτησης ή και συσπείρωσης των ψηφοφόρων από τον Ερντογάν ώστε να εξασφαλίσει την εκλογή του.

Στις εκλογές μετέχουν 26 κόμματα, άνω των μισών όμως έχουν οργανωθεί συνεργατικά. Έξι ανήκουν στο συνασπισμό που στηρίζει τον Ερντογάν κι ακόμη έξι στο συνασπισμό που στηρίζει τον Κιλινστάρογλου.

Μια τρίτη εξάδα, αυτή τη φορά αριστερών σχημάτων και κομμάτων, κατεβαίνει υπό την ηγεσία του φιλοκουρδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κομματος.

Το όριο για την είσοδο στη βουλή είναι 7%, σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο που ψηφίστηκε πέρισυ και το μείωσε κατά 3%.

Ο 69χρονος Ερντογάν κυβερνά ως πρόεδρος από το 2014 ως σήμερα, και πριν είχε κυβερνήσει ως πρωθυπουργός από το 2003 ως το 2014. Οι διευρυμένες προεδρικές εξουσίες ισχύουν από το 2018, μετά την αλλαγή του πολιτεύματος με το δημοψήφισμα του 2017. Αν και δεν επιτρέπονται άνω των δύο πενταετών προεδρικών θητειών, η μειωμένη προηγούμενη θητεία του, δίνει στον Ερντογάν το δικαίωμα να ξανακατέβει, για τελευταία φορά. Πριν το 2014 τον – μειωμένων εξουσιών – πρόεδρο εξέλεγε το κοινοβούλιο.