«Οι δυνάμεις ασφαλείας διέπραξαν κάποιες καταχρηστικές πρακτικές» αναφέρει η έκθεση, τονίζοντας πως «σε σημαντικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπήρχαν αξιόπιστες αναφορές για σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση κρατουμένων στη φυλακή και μεταναστών και αιτούντων άσυλο από τις αρχές επιβολής του νόμου». Επίσης γίνεται λόγος σε «περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και στα Μέσα Ενημέρωσης συμπεριλαμβανομένης της επιβολής ή της απειλής επιβολής της ποινικής νομοθεσίας περί συκοφαντίας και δυσφήμισης», αλλά και για «αναγκαστικές επαναπροωθήσεις με χρήση βίας από τις κυβερνητικές Αρχές κατά μεταναστών και αιτούντων άσυλο».
Κάνει επίσης λόγο για «κακομεταχείριση και κακοποίηση από πλευράς αστυνομίας κατά μελών φυλετικών και εθνοτικών μειονοτήτων, μεταναστών χωρίς έγγραφα, αιτούντων άσυλο, διαδηλωτών και Ρομά. Κατά τη διάρκεια του έτους, πολλά Μέσα Ενημέρωσης και ΜΚΟ εξέφρασαν ανησυχίες για περιπτώσεις στις οποίες αστυνομικοί ή συνοριοφύλακες φέρεται να χρησιμοποίησαν βίαιες και επικίνδυνες τακτικές για να εμποδίσουν μετανάστες και αιτούντες άσυλο να εισέλθουν στη χώρα. Σύμφωνα με αυτές τις αναφορές, ορισμένοι μετανάστες και αιτούντες άσυλο ισχυρίστηκαν ότι οι αρχές τους ξυλοκόπησαν και τους πήραν ρούχα, χρήματα και κινητά τηλέφωνα και τους άφησαν αποκλεισμένους στο Αιγαίο ή σε βραχονησίδες στη συνοριακή περιοχή του Έβρου για μέρες χωρίς πρόσβαση σε τροφή, νερό ή ιατρική παρέμβαση».
Συμπληρώνει ακόμα πως «η κυβέρνηση δεν εφάρμοσε με συνέπεια τον νόμο που σχετίζεται με το άσυλο. Υπήρξαν αναφορές ότι οι αρχές απώθησαν ή συνέλαβαν αιτούντες άσυλο που προσπαθούσαν να εισέλθουν στη χώρα, συχνά κακοποιώντας τους σωματικά ή στερώντας τους φαγητό και νερό», προσθέτοντας πως «υπήρξαν αναφορές για σωματική κακοποίηση και βία από μέλη της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος σε βάρος μεταναστών και αιτούντων άσυλο κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων απώθησης. Στις 6 Ιουνίου, ο Ειδικός Εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των Μεταναστών Φελίπε Γκονζάλες Μοράλες χαρακτήρισε τις “απωθήσεις” στην Ελλάδα μια “ντε φάκτο γενική πολιτική”».
Αναφέρεται ενδεικτικά στη δολοφονία του 16χρονου Ρομά, Κώστα Φραγκούλη, τον οποίο «ένας αστυνομικός πυροβόλησε στο κεφάλι, αφού φέρεται να έφυγε από ένα βενζινάδικο όπου δεν πλήρωσε για βενζίνη 19 ευρώ (20 $). Σύμφωνα με την αστυνομία που καταδίωξε τον έφηβο, ο Φραγκούλης έκανε επικίνδυνους ελιγμούς με το όχημά του και προσπάθησε να εμβολίσει τις μοτοσυκλέτες των καταδιώξεων. Ο Φραγκούλης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και πέθανε μια εβδομάδα αργότερα. Η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη»
Σχετικά με τις συνθήκες στις φυλακές αναφέρει πως «στις 2 Σεπτεμβρίου, η Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (CPT) δημοσίευσε έκθεση για την επίσκεψή της στη χώρα τον Νοέμβριο του 2021. Η έκθεση υπογράμμισε την πιθανή απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση που προέκυψε από κρατούμενους “αφημένους να τρέμουν σε υπερπλήρες και εντελώς ακατάλληλες συνθήκες”. Οι ελλείψεις στις φυλακές και στα κέντρα κράτησης περιελάμβαναν συνωστισμό, ανεπαρκείς εγκαταστάσεις υγιεινής και πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και ανεπαρκή παροχή βασικών προμηθειών, όπως υλικά καθαρισμού, μαχαιροπίρουνα και πιάτα. Οι κυβερνητικές στατιστικές που εκδόθηκαν τον Σεπτέμβριο έδειξαν ότι ο πληθυσμός των φυλακών υπερέβαινε την ικανότητα κράτησης».
«Ορισμένοι μετανάστες και αιτούντες άσυλο που κρατούνται από μέλη της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος ισχυρίστηκαν ότι οι συνθήκες σωματικής κακοποίησης ή κράτησης θα μπορούσαν να θεωρηθούν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και τιμωρία» προσθέτει.
Για την αστυνομική βία γράφει πως «ο Συνήγορος του Πολίτη, μέσω του Εθνικού Προληπτικού Μηχανισμού Διερεύνησης Αυθαίρετων Περιστατικών, έλαβε 288 καταγγελίες το 2021, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούσαν την αστυνομία και σχετίζονταν με την προσβολή της ανθρώπινης ακεραιότητας, της υγείας ή της προσωπικής ελευθερίας. Περισσότερες από τις μισές καταγγελίες ανέφεραν καταχρηστική συμπεριφορά που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια συλλήψεων, κρατήσεων και άλλων αστυνομικών επιχειρήσεων. Σε πολλές περιπτώσεις τα θύματα της αστυνομικής κακοποίησης ήταν ανήλικοι, νέοι, αλλοδαποί, μετανάστες ή αιτούντες άσυλο. Ορισμένες καταγγελίες ανέφεραν βίαιες απωθήσεις μεταναστών και αιτούντων άσυλο από την Ελληνική Αστυνομία ή το Λιμενικό Σώμα στα θαλάσσια και χερσαία σύνορα. Ο Συνήγορος του Πολίτη ανέφερε βελτιώσεις στην προθυμία των αρχών επιβολής του νόμου να συνεργαστούν, συμπεριλαμβανομένης της έναρξης πειθαρχικών ερευνών για τη συμπεριφορά της αστυνομίας και της ανταλλαγής ιατροδικαστικών εκθέσεων και βίντεο για την αξιολόγηση τους».
«Στις 6 Μαρτίου, οι ΜΚΟ Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και Oxfam εξέδωσαν κοινή έκθεση σχετικά με τις συνθήκες στο νεοσύστατο κλειστό κέντρο ελεγχόμενης πρόσβασης για αιτούντες άσυλο που εκκρεμούν στη Σάμο. Η έκθεση ανέφερε ότι ένας στους πέντε διαμένοντες είχε τεθεί σε “de facto” κράτηση για δύο μήνες, παρά τη δικαστική απόφαση του Δεκεμβρίου του 2021 που έκρινε την πρακτική αυτή παράνομη. Η κοινή έκθεση αναφέρει ότι μάρτυρες ανέφεραν ότι η διοίκηση του κέντρου χρησιμοποιούσε “τακτικές εκδίκησης”, όπως πρωινές επιδρομές, ανεξήγητες μεταφορές στο αστυνομικό τμήμα και προφορικές ειδοποιήσεις έξωσης σε κατοίκους που άσκησαν έφεση για αρνητική απόφαση ασύλου. Η έκθεση σημείωσε επίσης «υπέρμετρη χρήση της ασφάλειας», όπως η συνεχής παρακολούθηση όλων των ενοίκων με κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης» προσθέτει.
Τι αναφέρει το Στέτ Ντιπάρτμεντ για τις παρακολουθήσεις και την ελευθερία της έκφρασης στην Ελλάδα
«Το σύνταγμα και ο νόμος απαγορεύουν τέτοιες ενέργειες, αλλά υπήρξαν αναφορές περιπτώσεων στις οποίες η κυβέρνηση δεν σεβάστηκε αυτές τις απαγορεύσεις» αναφέρει για τις παρακολουθήσεις του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Νίκου Ανδρουλάκη και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, καταγράφοντας πως «στις 11 Απριλίου, τα ΜΜΕ ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση χρησιμοποίησε κατασκοπευτικό λογισμικό Predator από τις 21 Ιουλίου έως τις 24 Σεπτεμβρίου 2021 για να παρακολουθεί τον ερευνητή δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη. Επίσης, στις 26 Ιουλίου, ο Νίκος Ανδρουλάκης, αρχηγός του κεντροαριστερού κόμματος ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, υπέβαλε καταγγελία στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ισχυριζόμενος ότι είχε βρει στο κινητό του τηλέφωνο κατασκοπευτικό λογισμικό Predator».
«Σύμφωνα με δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης, η καταγγελία του προκάλεσε συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών στη Βουλή, κατά την οποία ο επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών παραδέχθηκε ότι ο Κουκάκης και ο Ανδρουλάκης είχαν παρακολουθηθεί. Αρνήθηκε ότι είχε χρησιμοποιηθεί το λογισμικό Predator και υποστήριξε ότι η παρακολούθηση είχε διεξαχθεί νόμιμα με την κατάλληλη δικαστική άδεια. Η κυβέρνηση αρνήθηκε δημοσίως ότι αγόρασε ή χρησιμοποίησε το λογισμικό κατασκοπευτικής παρακολούθησης Predator. Στις 5 Αυγούστου, ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έκανε δεκτές τις παραιτήσεις του προσωπάρχη του και του επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Στις 19 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση ψήφισε νομοθεσία που απαιτεί κάθε κυβερνητική παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των πολιτών να έχει προεγκριθεί τόσο από εισαγγελέα όσο και από εισαγγελέα εφετών. Στις 9 Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση ψήφισε νομοθεσία που προβλέπει ελάχιστη ποινή φυλάκισης δύο ετών για τη χρήση, πώληση ή διανομή κατασκοπευτικού λογισμικού» συμπληρώνει.
Γίνεται επίσης αναφορά στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία «εξέφρασε ανησυχίες για τη μη διαφανή κατανομή της κρατικής διαφήμισης στα μέσα ενημέρωσης, καθώς και για πιθανή πολιτική επιρροή στον διορισμό μελών του διοικητικού συμβουλίου των μέσων ενημέρωσης δημόσιας υπηρεσίας. Στις 21 Σεπτεμβρίου, η ΜΚΟ Govwatch ανέφερε παρόμοια ευρήματα, υπογραμμίζοντας τους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης που προκύπτουν από τον νέο νόμο για τις “ψευδείς ειδήσεις” και την έλλειψη διαφάνειας στη χρηματοδότηση των μέσων ενημέρωσης».
«Παράλληλα, σε έκθεση της 13ης Ιουλίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέφρασε την ανησυχία της για τους δημοσιογράφους που αντιμετωπίζουν απειλές και επιθέσεις» συμπληρώνει, προσθέτοντας πως «στις 24 Οκτωβρίου, ο ερευνητής δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου ισχυρίστηκε ότι αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών τον παρακολουθούσαν και συνέλεξαν τα δεδομένα του κινητού του τηλεφώνου από τον Μάιο έως τον Αύγουστο, δήθεν λόγω της έρευνάς του για ένα σκάνδαλο υποκλοπών. Τρεις άλλοι δημοσιογράφοι προέβησαν σε παρόμοιους ισχυρισμούς στην Επιτροπή Προστασίας των Δημοσιογράφων: Ο Θοδωρής Χονδρογιάννος, ο Θανάσης Κουκάκης και η Ελίζα Τριανταφύλλου».
Γίνεται επίσης λόγος για καταγγελίες εκ μέρους ΜΚΟ για «δυσάρεστες για την κυβέρνηση ειδήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρισμών για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», οι οποίες, «δεν αναφέρονται από πολλά μέσα ενημέρωσης, εμποδίζοντας την πρόσβαση του κοινού στην πληροφόρηση και την τεκμηριωμένη συμμετοχή στην πληροφόρηση»
Σε σχέση με τις ελευθερίες του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι σημειώνει πως «αν και η κυβέρνηση γενικά σεβάστηκε αυτά τα δικαιώματα, υπήρχαν ορισμένοι περιορισμοί», αναφέροντας συγκεκριμένα πως «η αστυνομία δεν επέτρεψε πορείες διαμαρτυρίας τουλάχιστον δύο φορές. Στις 14 Μαΐου, η αστυνομία αρνήθηκε να επιτρέψει σε μια ομάδα Παλαιστινίων να διαδηλώσουν στην Ισραηλινή Πρεσβεία, παρόλο που η ομάδα είχε λάβει την κατάλληλη εξουσιοδότηση. Στις 22 Ιουλίου, η αστυνομία στη συνοικία Εξάρχεια της Αθήνας απέτρεψε φεμινιστικές ομάδες από το να πραγματοποιήσουν μια απροειδοποίητη πορεία για να διαμαρτυρηθούν για απόπειρα βιασμού».