«Η δημοσιογραφία συνεχίζει να είναι ένα επισφαλές και επικίνδυνο επάγγελμα στην Ελλάδα» διαπιστώνει η Κομισιόν, παρά το γεγονός πως μόλις σήμερα ο πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής συνέδεσε τα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας με τα 50 χρόνια της Νέας Δημοκρατίας και όρισε την Δημοκρατία ως την «απόλυτη ελευθερία της έκφρασης».

Η Κομισιόν αναφέρει ότι έχουν «ληφθεί ορισμένα μέτρα», όπως «στην προώθηση της διαδικασίας υιοθέτησης μη νομοθετικών διασφαλίσεων και την έναρξη της νομοθετικής διαδικασίας σε σχέση με την προστασία των δημοσιογράφων, βασιζόμενη στις δραστηριότητες που ξεκίνησε η Task Force, ιδίως όσον αφορά τις καταχρηστικές αγωγές εναντίον των δημοσιογράφων και της ασφάλειάς τους, στη λογική του Μνημονίου Κατανόησης και λαμβάνοντας υπόψη τα ευρωπαϊκά πρότυπα για την προστασία των δημοσιογράφων». Ωστόσο, σημειώνει πως η «ασφάλεια των δημοσιογράφων παραμένει ζήτημα».

«Οι δημοσιογραφικές ενώσεις ανέφεραν απειλές, λεκτική και σωματική επίθεση κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων και συγκεκριμένα ζητήματα κατά την αναφορά της μετανάστευσης» σημειώνει η έκθεση και τονίζει πως «η Πλατφόρμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προώθηση της προστασίας της δημοσιογραφίας και της ασφάλειας των δημοσιογράφων κατέγραψε επτά ειδοποιήσεις σχετικά με επιθέσεις κατά της σωματικής ασφάλειας δημοσιογράφων, λεκτικές προσβολές, αυθαίρετη κράτηση, παρενόχληση και εκφοβισμό, μεταξύ άλλων από πολιτικούς, παρά τη μείωση των περιστατικών σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο αναφοράς».

«Το Media Plouralism and Freedom (MPM 2024) θεωρεί ότι “η δημοσιογραφία συνεχίζει να είναι ένα επισφαλές και επικίνδυνο επάγγελμα στην Ελλάδα” και τονίζει την “επικράτηση των SLAPPs που συνιστά υπαρξιακή απειλή για την ερευνητική δημοσιογραφία στη χώρα”» συμπληρώνει σχετικά.

«Η υπόθεση κατασκοπευτικού υλικού βρίσκεται υπό δικαστική έρευνα που διεξάγεται από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αν και οι ενώσεις δημοσιογράφων επικρίνουν την πρόοδο που σημειώθηκε» σημειώνει για την έρευνα σχετικά με το παράνομο κατασκοπευτικό λογισμικό Predator.

Στα θετικά, η έκθεση σημειώνει ότι η χώρα «εφάρμοσε πλήρως τη σύσταση για την αντιμετώπιση της ανάγκης εμπλοκής του δικαστικού σώματος στον διορισμό Προέδρου και Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, λαμβάνοντας υπόψη τα ευρωπαϊκά πρότυπα για τους διορισμούς δικαστών».

Ακολουθούν οι παρακάτω συστάσεις της Κομισιόν προς την ελληνική κυβέρνηση:

Πρώτον, να συνεχιστούν οι προσπάθειες για τη δημιουργία μιας σταθερής και αξιόπιστης βάσης με σειρά εγκλήσεων και τελεσίδικων αποφάσεων σε υποθέσεις διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένων υποθέσεων διακεκριμένης διαφθοράς κακουργηματικού βαθμού.

Δεύτερον, να σημειωθεί περαιτέρω πρόοδος με τη διαδικασία θέσπισης νομοθετικών και μη νομοθετικών διασφαλίσεων για τη βελτίωση της προστασίας των δημοσιογράφων, ιδίως όσον αφορά τις καταχρηστικές αγωγές κατά δημοσιογράφων και την ασφάλειά τους, σύμφωνα με το εγκριθέν Μνημόνιο Συνεννόησης και λαμβάνοντας υπόψη τα ευρωπαϊκά πρότυπα για την προστασία των δημοσιογράφων.

Τρίτον, να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και έγκαιρης διαβούλευσης στην πράξη με τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με σχέδια νομοθεσίας, μεταξύ άλλων με την τήρηση του θεσμοθετημένου χρονοδιαγράμματος για τη δημόσια διαβούλευση.

Τέταρτον, να ενισχυθούν οι προσπάθειες για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομικού πλαισίου για το σύστημα εγγραφής των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και αξιολόγηση της ανάγκης τροποποίησής του, προχωρώντας παράλληλα σε ένα δομημένο διάλογο με τις Οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών.