Στον απόηχο των ελληνικών εκλογών, η Ευρώπη πρέπει «επειγόντως να επαναπροσδιορίσει το ιστορικό έργο της ενότητας αντί να το αφήσει στα χέρια των αυξανόμενα άτακτη κατάστασης», σύμφωνα με άρθρο που υπογράφει ο Μοχάμεντ Ελ-Εριάν, Διευθύνων Σύμβουλος του επενδυτικού κολοσσού PIMCO, και δημοσιεύεται σήμερα στους Financial Times
Οι ελληνικές εκλογές, εκτιμά ο κ. Εριάν, έδωσαν τρία σημαντικά μηνύματα στην «πολιτική ελίτ της χώρας», την απόρριψη των παραδοσιακών κομμάτων, την μετακίνηση σε μικρά κόμματα «που επιθυμούν να αποσυνθέσουν το παρελθόν αλλά δεν έχουν συνεκτικά σχέδια για το μέλλον», και «τη δυσαρέσκεια με οικονομικές πολιτικές που πονάνε αλλά δεν λειτουργούν». Κατόπιν αυτών, δεν αποτελεί έκπληξη ότι υπάρχουν δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης.
Η πολιτική παράλυση που απορρέει από αυτό το τέλμα «θέτει σε μία πολύ δύσκολη θέση τους εταίρους της Ελλάδας στην ευρωζώνη», συνεχίζει ο κ. Εριάν, καθώς «χωρίς μία γρήγορη και ευφάνταστη απάντηση κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν μία κατάσταση σίγουρης απώλειας.
»Χάνουν εκταμιεύοντας περισσότερα χρήματα, βλέποντάς τα να εξατμίζονται χωρίς σταθερά οφέλη για τους Έλληνες πολίτες και τους Ευρωπαίους ομολόγους τους, ή χάνουν [αν] δεν εκταμιεύσουν, οπότε θα επιταχύνουν την ολίσθηση της Ελλάδας στο χάος, με απρόβλεπτες συνέπειες για την Ευρώπη και την παγκόσμια οικονομία».
Ίσως λοιπόν «είναι ώρα η ευρωζώνη να στραφεί μακριά από μία προσέγγιση που προσφέρει μικρές προοπτικές ανάπτυξης, θέσεων εργασίας και χρηματικής σταθερότητας. Αυτό περιλαμβάνει έναν πολύ δύσκολο αλλά απαραίτητο επαναπροσδιορισμό της ευρωζώνης, και έναν πονηρό συνδυασμό μηχανισμών που εξόδου και υποστήριξης για χώρες που δεν είναι [έτοιμες] για την νέα πραγματικότητα».
Υπό αυτές τις συνθήκες η ευρωζώνη πρέπει να «εξελιχθεί σε μία μικρότερη» ένωση, που θα περιλαμβάνει μία «στενότερη οικονομική και πολιτική ένωση ανάμεσα στους τέσσερις μεγάλους (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία)» και άλλα μέλη με παραπλήσιες συνθήκες.
Μία τέτοια εξέλιξη απαιτεί πολλές ρυθμίσεις, ενώ πρέπει να συνοδεύεται από μία «ράμπα» που θα βοηθά τις εξερχόμενες χώρες να έχουν πρόσβαση σε «κεφάλαια σταθεροποίησης και τεχνική βοήθεια προκειμένου να εδραιώσουν μία «αξιόπιστη νομισματική πολιτική».
Όλα αυτά τα μεγαλόπνοα σχέδια δεν είναι εγγυημένο πως θα επιτύχουν, αλλά αυτό που είναι προφανές είναι «ότι η παρούσα προσέγγιση αποτυγχάνει άσχημα». Πηγή αυτής της αποτυχίας είναι το γεγονός ότι «η μοίρα της ευρωζώνης μετακινείται από τους πολιτικούς και [πηγαίνει] απ’ ευθείας στα χέρια του πληθυσμού, μέρος του οποίου είναι θυμωμένο και απογοητευμένο».
«Κοιτώντας πέρα από την Ελλάδα, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν ακόμα την ικανότητα – μάλλον την υποχρέωση – να κατευθύνουν τη συμμετοχή των πολιτών σε έναν επαναπροσδιορισμό του σημαντικού Ευρωπαϊκού σχεδίου. Θα είναι ακριβό και αρχικά άτακτο.
»Αλλά η εναλλακτική της διάλυσης είναι πολύ χειρότερη για όλους. Καλύτερα να βιαστούν εάν θέλουν να παραμείνουν ενεργοί παρά παθητικοί [σε αυτό το έργο].