του Γιώργου Πλειού
Καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών 

Επίσης είναι ίσως η πρώτη φορά που ειπώθηκαν πολλές ανακρίβειες, φτάνοντας ορισμένες φορές κάποιοι μέχρι του σημείου αμφισβήτησης της διάκρισης των θεσμών, που ισχύει στις ανοιχτές κοινωνίες. 
 
Πριν απ’ όλα να υπομνήσουμε ότι το επίδικο ζήτημα αφορά πρωτίστως και κυρίως την ΕΣΗΕΑ. Οι υπόλοιποι είμαστε παρατηρητές που ίσως θα είναι πιο χρήσιμο αν ασχοληθούμε με τις αιτίες και τις διαδικασίες που έφτασε η ΕΣΗΕΑ μέχρι αυτή την απόφαση ή και με τις συνέπειές τους εκτός ΕΣΗΕΑ, αν δηλαδή ασχοληθούμε με την κοινωνιολογία αυτών των κυρώσεων – αλλά πάλι ο καθένας με την ειδικότητά του. Η απόφαση για τις πειθαρχικές κυρώσεις (διαγραφή και επίπληξη)  είναι μια απόφαση  που αφορά τα μέλη της ΕΣΗΕΑ, τα οποία συμμετέχουν εθελοντικά στην επαγγελματική αυτή ένωση, όπως συμβαίνει σε όλα τα σωματεία.  Ως εκ τούτου, όλοι εμείς οι υπόλοιποι μπορούμε να έχουμε άποψη (άλλωστε όλοι και όλα κρίνονται στις δημοκρατίες) αλλά δεν μπορούμε να θέλουμε να επιβληθεί η άποψή μας, και μάλιστα εξωτερικά, στο εσωτερικό μιας οικειοθελούς επαγγελματικής ένωσης. 
 
Από αυτό απορρέει πως οι δημοσιογράφοι στους οποίους επεβλήθησαν πειθαρχικές κυρώσεις δεν έχασαν τη δουλειά τους, δεν απώλεσαν το δικαίωμα να δημοσιεύουν τις απόψεις τους. Δεν παραβιάστηκε κατ’ ελάχιστον το άρθρο 14 του Συντάγματος που αναφέρεται στην ελευθερία του Τύπου – άλλωστε αν αυτό είχε συμβεί θα υπήρχε ανάλογη προσφυγή των θιγομένων στη δικαιοσύνη.  Ότι οι τιμωρηθέντες από το σωματείο τους δημοσιογράφοι δεν φιμώθηκαν,  αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι συνεχίζουν να εργάζονται, συνεχίζουν να δημοσιεύουν, και μάλιστα τις ίδιες απόψεις για τις οποίες τους επεβλήθησαν πειθαρχικές κυρώσεις, και μάλιστα στα ίδια μέσα.
 
Αυτό όμως δείχνει και το μέγεθος της υπερβολής, αν όχι της πονηρίας, πολλών εξ όσων  μιλάνε για φίμωση.  Στους δημοσιογράφους που διαγράφτηκαν σαφώς δεν απαγορεύτηκε δικαίωμα να λένε/γράφουν την άποψή τους, δεν τους  επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο ή στέρηση της προσωπικής τους ελευθερίας, δεν απολύθηκαν. Οι δημοσιογράφοι που διαγράφηκαν από την ΕΣΗΕΑ έχουν το δικαίωμα να λένε τις απόψεις τους, και συνεχίζουν να τις λένε, αλλά όχι ως μέλη της ΕΣΗΕΑ.  Ως μέλη της Ένωσης πρέπει να τηρούν το καταστατικό και τα άλλα δεσμευτικά για τα μέλη της κείμενα, όπως συμβαίνει σε όλα τα συλλογικά όργανα.  Πως γίνεται όμως κάποιοι (μιλώ κυρίως για τους εκτός δημοσιογραφικού σωματείου) να θέλουν οι εν λόγω δημοσιογράφοι να είναι μέλη της ΕΣΗΕΑ αλλά να μην τηρούν το καταστατικό της; Θα το δέχονταν για το δικό τους σωματείο, για το δικό τους κόμμα ή άλλη εθελοντική ένωση;  Μάλιστα πρόκειται για κανόνες  τους οποίους οι θιγόμενοι δημοσιογράφοι αποδέχθηκαν οικειοθελώς (συμπεριλαμβανομένου και του κανόνα της διαγραφής τους για τη μη τήρηση του κώδικα δεοντολογίας),  όπως τους αποδέχθηκαν και  για άλλους, που  όταν κάποτε είχαν διαγραφεί, τότε το δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα. Παρόμοιες καταστάσεις δεν παρατηρούνται μόνο στα σωματεία αλλά και στα κόμματα κ.ά. φορείς συλλογικής δράσης. Και όπως τα μέλη των κομμάτων έχουν τον λόγο σε αντίστοιχες περιπτώσεις, το ίδιο ισχύει και με τις επαγγελματικές ενώσεις. Αν διαφωνεί κάποιος με το καταστατικό ή το αλλάζει ή φεύγει, μένοντας εκτός συλλογικής δράσης (ιδιαίτερα αφού η άσκηση επαγγέλματος δεν απορρέει από την ιδιότητα του μέλους της επαγγελματικής ένωσης)  ή φτιάχνει – συμμετέχει σε νέο φορέα. Όμως σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο δεν είναι φίμωση. Το να χαρακτηρίζεται από κάποιους, ιδιαίτερα εκτός σωματείου, η διαγραφή ως φίμωση είναι ή εκδήλωση αφέλειας ή λέγεται εκ του πονηρού.  Κανείς δεν μπορεί να μιλάει για φίμωση αν θέλει να τον παίρνουν στα σοβαρά.
 
Το να χαρακτηρίζει ένας πολίτης ή έστω ένας δημοσιογράφος τις πειθαρχικές αυτές κυρώσεις ως φίμωση, αν και υπερβολικό, αν και ανακριβές, είναι κατανοητό, λαμβανομένων των χαρακτηριστικών της δημοσιογραφίας και των ΜΜΕ στην Ελλάδα και ιδιαίτερα τη μεγάλη τους εξάρτηση από το κράτος και την πολιτική εξουσία.  Όμως με τίποτα δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο αποδεκτό όταν λέγεται από ανώτερα πολιτικά στελέχη, ειδικά από αρχηγούς πολιτικών κομμάτων. Διότι τα πολιτικά αυτά στελέχη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν την πραγματικότητα, συνεπώς ο εκ μέρους τους χαρακτηρισμός των πειθαρχικών κυρώσεων μιας επαγγελματικής ένωσης ως φίμωση είναι εκ του πονηρού. Αποσκοπεί δε να διατηρηθούν απρόσκοπτα οι αιτίες που οδήγησαν στις κυρώσεις, αναγνωρίζοντας έτσι το ίδιο συμφέρον, αν όχι την ίδια  συμμετοχή στη απρόσκοπτη λειτουργία αυτών των αιτιών. Επιπλέον δε, παρόμοιος χαρακτηρισμός εκ μέρους των πολιτικών στελεχών λειτουργεί ως παρακαταθήκη για (μελλοντικές) πολιτικές παρεμβάσεις στον (δημοσιογραφικό) συνδικαλισμό, ο οποίος επίσης ζει τη δική του κρίση.
 
Ας έλθουμε όμως στην ουσία της υπόθεσης. Αυτή, μεταξύ άλλων, έχει κατά τη γνώμη μου τρεις σημαντικές όψεις:  πρώτον, τους τυπικούς λόγους (παραβίαση καταστατικού)  που οδήγησαν στις κυρώσεις, δεύτερον  τους βαθύτερους κοινωνικούς (την ευρύτερη στάση απέναντι στη δημοσιογραφία), και τέλος, τρίτον,  τους πολιτικούς.  Σε ότι αφορά τους τυπικούς λόγους, θα πρέπει θα δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία που αποδεικνύουν ποια άρθρα, και πόσο, παραβιάστηκαν από τους τιμωρηθέντες δημοσιογράφους. Αυτό δεν αναιρεί την αυτονομία της ΕΣΗΕΑ που προανέφερα.  Αφορά τους πάντες, κυρίως τα σημερινά και μελλοντικά μέλη της ΕΣΗΕΑ, αλλά και επειδή το θέμα έλαβε μεγάλη  έκταση στη δημοσιότητα, με τη συνοδεία έντονων αντιπαραθέσεων.  
 
Σε ότι αφορά τους βαθύτερους κοινωνικούς λόγους της απόφασης,  φαίνεται ότι η επισωρευμένη επί σειρά ετών δυσαρέσκεια του κοινού προς τα ΜΜΕ (γεγονός που αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα των μετρήσεων του Ευρωβαρόμετρου),  σε συνδυασμό με την έκταση και την ένταση της μεροληπτικής στάσης των κυρίαρχων ΜΜΕ κατά την περίοδο πριν το δημοψήφισμα, πιθανόν ώθησε στη λήψη της επίδικης απόφασης.  Εδώ να σημειώσουμε ότι η ΕΣΗΕΑ φαίνεται πως σήκωσε και το βάρος της αδράνειας άλλων οργάνων της πολιτείας, ιδιαίτερα  για την περίπτωση διεξαγωγής «προεκλογικού» αγώνα από κάποια ΜΜΕ,  κατά το Σάββατο πριν το δημοψήφισμα. Σε καμία όμως περίπτωση το κύρος της δημοσιογραφίας δεν το πλήγωσαν μόνο οι τιμωρηθέντες με διαγραφή ή επίπληξη δημοσιογράφοι και μόνο στην περίοδο του δημοψηφίσματος. Η κρίση στη δημοσιογραφία και τα ΜΜΕ είναι πολύ βαθύτερη και ευρύτερη,  και χρειάζεται πιο συστηματική αντιμετώπιση.
 
Όμως πέραν αυτών υπάρχουν και οι πολιτικοί λόγοι που οδήγησαν στη λήψη των πειθαρχικών κυρώσεων που επέβαλε η ΕΗΣΕΑ. Ας σκεφθούμε:  αφού οι κυρώσεις δεν αφαιρούν το δικαίωμα και τη δυνατότητα των δημοσιογράφων να εργάζονται και να δημοσιογραφούν με τον τρόπο για τον οποίο τους επεβλήθησαν οι κυρώσεις, τότε για ποιο πράγμα διαμαρτύρονται, οι ίδιοι αλλά κυρίως οι άλλοι (πολιτικοί, ιδιοκτήτες και στελέχη ΜΜΕ κ.ά.);   Μα ακριβώς για να μπορούν να ασκούν οι δημοσιογράφοι,  τη δημοσιογραφία πέρα και πάνω από τις δεσμεύσεις που θέτει η επαγγελματική ένωση, πέρα και πάνω από την εκτίμηση του κοινού, πέρα και πάνω και από τις αξιολογήσεις των ειδικών, δηλαδή όπως θέλουν οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ και οι πολιτικοί τους συνεταίροι εντός και εκτός της χώρας – το επιχείρημα ότι τα ΜΜΕ αξιολογούνται από το κοινό θα έστεκε αν τα εν λόγω ΜΜΕ ήταν ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία βιώσιμες επιχειρήσεις, που δεν είναι. 
 
Όμως εδώ έρχεται το επόμενο ερώτημα. Πως διεκδικούν τότε όλοι αυτοί να ασκούν χωρίς καμία κριτική μια δημοσιογραφία της οποίας το πολιτικό ισοδύναμο καταδικάστηκε στο δημοψήφισμα με  συντριπτική διαφορά; Καταδικάστηκε. ‘Έχασε όμως; Ναι, για λίγο και από την κοινωνία. Γιατί τον επόμενο μήνα, τον Αύγουστο, η ηττημένη στο δημοψήφισμα πολιτική και δημοσιογραφία επέστρεψαν ως νικητές, χάρη στην επικράτηση των προστατών των βαρόνων των ΜΜΕ στο εσωτερικό, αλλά κυρίως στο εξωτερικό. Τα ηττηθέντα στο δημοψήφισμα ΜΜΕ, τελικώς όχι μόνο επικράτησαν πολιτικά, αλλά επιπλέον μετετράπησαν σε επιστάτη της τήρησης των όρων που υπέγραψε η κυβέρνηση. Με άλλα λόγια τα ΜΜΕ και η δημοσιογραφία της μνημονιακής προπαγάνδας κουνάνε  σήμερα το δάκτυλο απέναντι σε όποιον τους εγκαλεί για την παραβίαση της δεοντολογίας όχι γιατί έχουν δίκιο ή γιατί φιμώνονται, αλλά επειδή είναι ισχυροί, επειδή με την συνδρομή των «θεσμών»,  επικράτησαν πολιτικά. Ίσως μάλιστα ορισμένοι δεν θα έβλεπαν με άσχημο μάτι κάποια εκδίκηση για την ιδεολογική τους ήττα τον Ιούλιο του 2015. Φυσικά το αν για λόγους τακτικής έπρεπε ή δεν έπρεπε να επιβληθούν από την ΕΣΗΕΑ αυτές οι κυρώσεις και μάλιστα μετά από πολύ καιρό, και χωρίς να δοθεί το σκεπτικό τους στη δημοσιότητα ή να γίνει κάτι διαφορετικό, είναι ένα άλλο ερώτημα.
 
 Η μάχη λοιπόν για τις πειθαρχικές κυρώσεις που επέβαλε η ΕΣΗΕΑ δεν είναι μάχη για την επιβολή ή την αποτροπή της φίμωσης στη δημοσιογραφία των κυρίαρχων ΜΜΕ. Είναι για συνεχιστεί απρόσκοπτα  η πραγματική φίμωση (με ενέργειες του κράτους ή των ιδιοκτητών των ΜΜΕ) σε όσους τότε και σήμερα είχαν άλλη θεώρηση των πραγμάτων από αυτή που είχε και έχει η κυρίαρχη μνημονιακή πολιτική και  δημοσιογραφία. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο πως εκ των διαπρύσιων επικριτών της συγκεκριμένης απόφασης  της ΕΣΗΕΑ  είναι οι ιδιοκτήτες των κυρίαρχων ηλεκτρονικών και έντυπων ΜΜΕ. 
 
Ωστόσο,  η κριτική που απευθύνεται από κάποιες πλευρές στην ΕΣΗΕΑ δεν έχει να κάνει μόνο με αυτές καθαυτές τις κυρώσεις για την επίδειξη μεροληψίας εκ μέρους ορισμένων μελών της, αλλά και με το γεγονός ότι δεν υπήρξε παρόμοια αντίδρασή της Ένωσης σε παρόμοιες περιπτώσεις κάποιων άλλων μελών της.  Με άλλα λόγια, ίσως η επιβολή κυρώσεων για μεροληψία χρησιμοποιείται η ίδια μεροληπτικά. Το σύνολο των πτυχών που αφορούν τις διαγραφές μαρτυρά ότι όχι μόνο η δημοσιογραφία βρίσκεται σε κρίση, αλλά και η θεσμικά κατοχυρωμένη συνδικαλιστική της έκφραση.