Στον απόηχο του προεδρικού διατάγματος του Ντόναλντ Τραμπ την προηγούμενη εβδομάδα, που σταμάτησε τον χωρισμό των μεταναστών από τα παιδιά τους στα σύνορα των Η.Π.Α με το Μεξικό, αλληλέγγυοι και ευαισθητοποιημένοι πολίτες περνούσαν από τη νηφάλια αποφασιστικότητα στην οργή, καθώς δούλευαν για να βοηθήσουν στην επανένωση των οικογενειών των μεταναστών.
της Debbie Nathan στο The Intercept
Η νηφάλια αποφασιστικότητα ήταν προφανής στο Ελ Πάσο την Κυριακή, τέσσερις μέρες αφ’ ότου εκδόθηκε το προεδρικό διάταγμα. Το απόγευμα της Κυριακής, οι αξιωματούχοι της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων (Immigration and Customs Enforcement, ICE) άφησαν ελεύθερη μία από τις πρώτες ομάδες γονέων των οποίων οι ποινικές διώξεις αποσύρθηκαν. Με δημοσιογράφους παρόντες, αφέθηκαν σε ένα κέντρο για να ξεκινήσουν να ψάχνουν για τα παιδιά τους που τους τα είχαν πάρει.
Η άφιξη 32 ενηλίκων ακολουθήθηκε από μια συνέντευξη Τύπου στο Ευαγγελικό Σπίτι Casa Vides, ένα παλιό ίδρυμα δεκαετιών για μετανάστες στο κέντρο του Ελ Πάσο. Ο διευθυντής Ρούμπεν Γκαρσία και ο νομικός συντονιστής Τέιλορ Λεβί προειδοποίησαν για το τι περιμένει την ομάδα.
Ο Γκαρσία είπε ότι πριν από λίγες μέρες, όταν η Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων (Customs and Border Protection, CBP) επικοινώνησε μαζί τους για να πει ότι οι γονείς θα έμεναν στο καταφύγιο, ρώτησε αν τα παιδιά θα έμεναν και αυτά. Το CBP είπε πως δεν θα γινόταν αυτό. Και όταν ο Γκαρσία ρώτησε τι είδους βοήθεια θα παρεχόταν από την κυβέρνηση για να ξαναβρούν τους γιους και τις κόρες τους, πληροφορήθηκε ότι «η μόνη παροχή που θα έχουν θα είναι ο αριθμός 1-800». Ο Γκαρσία αναφερόταν σε έναν τηλεφωνικό αριθμό που δόθηκε σε κρατούμενους και γονείς, ο οποίος υποτίθεται ότι παρέχει πληροφορίες για την τοποθεσία των παιδιών.
Αλλά ο Γκαρσία είπε ότι ο αριθμός δεν δουλεύει. «Να είστε βέβαιοι ότι όταν αυτοί οι γονείς φτάσουν εδώ και φέρουμε 30 κινητά τηλέφωνα, δεν θα μπορούν να μιλήσουν με κανέναν για να τους δώσει πληροφορίες για να βρουν τα παιδιά τους». Το συμπέρασμα του Γκαρσία βασίζεται σε συζητήσεις του με δικηγόρους, κοινωνικούς λειτουργούς, γονείς, και μία άλλη οικογένεια που είχε καλέσει τον αριθμό ψάχνοντας για τα παιδιά της. Ο Λέβι είπε ότι οι καλούντες παραμένουν σε αναμονή για μιάμιση ώρα και οι χειριστές λένε συνήθως, «δεν μπορώ να σας δώσω πληροφορίες». Λένε επίσης ότι ο χρόνος αναμονής είναι πέντε μέρες για να εντοπίσουν παιδιά -συμπεριλαμβανομένων ακόμη και μωρών και βρεφών.
Ο Γκαρσία επισήμανε ότι οι ποινικές διώξεις για παράνομη είσοδο αποσύρονταν μόνο για μετανάστες που δεν είχαν δικαστεί ή καταδικαστεί όταν ο Τραμπ εξέδωσε το διάταγμα. Χιλιάδες άλλοι συνελήφθησαν πριν από αυτό, και δήλωσαν ένοχοι αφού τους είχαν πάρει τους γιους και τις κόρες τους. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται ακόμα υπό κράτηση λόγω της παραμονής εισόδου στη χώρα ή έχουν ήδη απελαθεί. Ο Γκαρσία είπε ότι ακόμα και για τους γονείς που έχουν αφεθεί ελεύθεροι και παραμένουν στις ΗΠΑ, δεν πιστεύει ότι η κυβέρνηση έχει ένα έτοιμο, ρεαλιστικό σχέδιο επανένωσης.
Η υπόθεσή του αυτή σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στο γεγονός ότι το σχέδιο χωρισμού παιδιών από τους γονείς τους ποτέ δε λειτούργησε ομαλά. Το ξέρει αυτό από την εμπειρία. Ακόμα και κατά το αποκορύφωμα της «μηδενικής ανοχής», περί τα τέλη Μάη, αρχές Ιούνη, η CBP δεν είχε ακόμα εγκαταλείψει εντελώς την πρότερη πρακτική απελευθέρωσης υπό παρακολούθηση, μητέρων, πατεράδων και παιδιών, που πέρασαν παράνομα τα σύνορα, γνωστή ως «συλλαμβάνω και αφήνω». Ακόμα και μετά την έλευση της «μηδενικής ανοχής», ο Γκαρσία είδε δεκάδες από τις οικογένειες που είχαν «συλληφθεί και αφεθεί», καθώς η CBP ερχόταν συστηματικά σε επαφή μαζί του για να του πει ότι η υπηρεσία θα του έστελνε δεκάδες τέτοιους ανθρώπους σε εβδομαδιαία βάση.
Έμαθα τυχαία την μετά-τη-μηδενική-ανοχή πρακτική του «συλλαμβάνω και αφήνω» στις αρχές Ιουνίου, όταν συνάντησα στο κέντρο του Ελ Πάσο μια γυναίκα με δύο μικρά παιδιά και έναν πατέρα. Μίλησα μαζί τους γιατί η γυναίκα είχε μια συσκευή εντοπισμού GPS στον αστράγαλό της. Όταν τη ρώτησα τον λόγο, μου είπε ότι την προηγούμενη μέρα, αυτή και τον άντρα της τους έπιασαν και τους δύο καθώς περνούσαν παράνομα τα σύνορα των ΗΠΑ, αλλά δεν είχαν διωχθεί ποινικά ούτε είχαν χωριστεί από τα παιδιά τους. Αργότερα το έλεγξα με τον Γκαρσία, o ποιος επιβεβαίωσε ότι αυτό το γκρουπ το είχαν αφήσει σε ένα από τα κέντρα διαμονής του. Ανέφερε ότι η κυβέρνηση φαίνεται να μην έχει ένα συνεπές σχέδιο ή κάποια πρακτική για την εφαρμογή της «μηδενικής ανοχής». Η οργάνωσή του βίωνε τα αποτελέσματα της θορυβώδους κυβερνητικής διαφήμισης που συνδυαζόταν με ένα αθόρυβο χάος, ένα χάος που ο Τραμπ δεν ανέφερε ποτέ.
Στη συνέντευξη Τύπου ο Γκαρσία μίλησε για το δίκτυο καταλυμάτων του και το σχέδιό του να προσφέρουν υπηρεσίες για γρήγορη επανένωση των οικογενειών, καθώς και για δωρεάν παροχή νομικών υπηρεσιών, έτσι ώστε οι μετανάστες να μπορούν να κάνουν ένσταση στις προσπάθειες της κυβέρνησης να τους διώξει από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια πηγή που ο Γκαρσία και το επιτελείο θα χρησιμοποιήσουν είναι το Innovation Law Lab, μια εθνική βάση δεδομένων που συνδέει εθελοντές δικηγόρους με μετανάστες που χρειάζονται αντιπροσώπευση. Ο Γκαρσία και ο Λέβι δεν το ανέφεραν αυτό, αλλά η RAICES, μια μη κυβερνητική οργάνωση με έδρα το Σαν Αντόνιο που παρέχει νομική βοήθεια σε μετανάστες, τον Ιούνιο μάζεψε 20 εκατομμύρια δολάρια μετά από πρόσκληση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τώρα οργανώνει εθελοντές έτσι ώστε αυτοί να ολοκληρώσουν την υποδοχή για τις οικογένειες που έχουν χωριστεί. Άλλες μη κερδοσκοπικές οργανώσεις κάνουν παρόμοια δουλειά.
Η συνέντευξη Τύπου τελείωσε με μια νότα συγκρατημένης αισιοδοξίας καθώς οι δημοσιογράφοι ήταν προετοιμασμένοι για την άφιξη ενός λεωφορείου της υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων που μετέφερε μετανάστες που μόλις είχαν ελευθερωθεί.
Συμπλοκή στο «σκυλόσπιτο»
Η εκδήλωση στο Ελ Πάσο ήταν ήρεμη. Αλλά την προηγούμενη μέρα, το Σάββατο, ξέσπασε φρενίτιδα 600 μίλια νοτιοανατολικά, στο Μακ Άλλεν, του Τέξας. Η οργάνωση μιας διαμαρτυρίας εκεί είχε ξεκινήσει τέσσερις μέρες νωρίτερα, μία μόλις μέρα πριν ο Τραμπ εκδώσει το προεδρικό διάταγμα. Ο θυμός και ο τρόμος για τον χωρισμό των οικογενειών ήταν αυτά που κινητοποιούσαν την οργάνωση, η οποία ξεκίνησε στις αρχές της εβδομάδας, όταν ο κόσμος δεν γνώριζε ακόμα ότι η απόφαση για τον χωρισμό των οικογειών σε λίγο θα ανακαλούνταν.
Ο Σύνδεσμος των Ενωμένων Λατινοαμερικάνων Πολιτών (League of United Latin American Citizens, LULAC) ήταν η κύρια οργανωτική ομάδα. Είναι μια σημαντική οργάνωση για τα πολιτικά δικαιώματα των Μεξικανών των ΗΠΑ που ιδρύθηκε στο Τέξας στα 1920. Τα μέλη της, πολλοί από τους οποίους είναι μεσήλικες ή και μεγαλύτεροι, ωθήθηκαν πολύ πέρα από τα συναισθηματικά τους όρια τις τελευταίες εβδομάδες από τις αδιάκοπες ειδήσεις που έδειχναν παιδιά μεταναστών, στην πλειοψηφία τους λατινοαμερικανικής καταγωγής, φυλακισμένα και να κλαίνε. Έτσι, πολύ σύντομα, ο LULAC ξεκίνησε να νοικιάζει λεωφορεία και να ζητάει από τα μέλη του σε όλη την πολιτεία να μετακινηθούν την Παρασκευή το βράδυ στο Νότιο Τέξας. Το γκρουπ ενώθηκε με την Faith Forward Dallas, μια θρησκευτική ομάδα κυρίως Χριστιανών, Εβραίων και Μουσουλμάνων που κάνουν από κοινού ακτιβισμό κοινωνικών δικαιωμάτων.
Συνολικά, περίπου 500 άνθρωποι κατέβηκαν στο φυλάκιο της Συνοριοφυλακής το Σάββατο. Το σχέδιό τους ήταν να σταθούν έξω από τις εγκαταστάσεις του Τελωνείου και Ελέγχου Συνόρων στο Μακ Άλλεν, με το παρατσούκλι «σκυλόσπιτο» στα Ισπανικά, και να φωνάξουν στα παιδιά μέσα «Los vemos! Los queremos!», «Σας βλέπουμε! Σας αγαπάμε!».
Οι διαδηλωτές κατέληξαν να κάνουν ακριβώς αυτό – αλλά σε πολύ πιο ανεξέλεγκτες συνθήκες από αυτές που φαντάζονταν.
«Δεν πρόκειται για ανθρώπους που συνήθως κάνουν τέτοια πράγματα», δήλωσε η Άλια Σάλεμ, μέλος της Faith Forward, για την LULAC, την οποία αποκαλεί «μια καθώς πρέπει οργάνωση, που δεν φτάνει ποτέ στην πρώτη γραμμή». Πράγματι, η LULAC είπε στα μέλη της ότι η διαδήλωσή τους πρέπει να είναι «ειρηνική» και «πολιτισμένη» και να φορούν ρούχα με τα χρώματα της αμερικανικής σημαίας. (Στη Σάλεμ προκάλεσε απέχθεια η συγκεκριμένη οδηγία, αλλά μία από τις φίλες της, η οποία, όπως και αυτή, είναι μουσουλμάνα, συμμορφώθηκε με αυτήν και φόρεσε ένα κόκκινο-λευκό-και μπλε χιτζάμπ).
Στο Μακ Άλλεν, οι υποστηρικτές της LULAC ξεκίνησαν τη διαμαρτυρία επαναλαμβάνοντας με μια φωνή Los vemos, los queremos, μαζί με μερικά συνθήματα πολύ κοινά στις λατινικές διαμαρτυρίες: «La gente unida jamás sera vencida» και άλλα από τις ημέρες του ακτιβιστή Σεζάρ Τσάβες. Η εκδήλωσή τους ηχούσε και έμοιαζε όπως κάθε άλλη διαμαρτυρία στο Νότιο Τέξας: δυνατή αλλά κάπως μηχανική και πολύ προσεκτική ώστε να μην προκληθεί η οργή των αρχών και ληφθεί κατασταλτική δράση. Υπάρχουν πολλές τέτοιες αρχές, για να το διακινδυνεύσουν: Περιπολία συνόρων, στρατός, βοηθοί του σερίφη, αστυφύλακες, δημοτική αστυνομία. Και πάρα πολλοί που δεν είναι πολίτες, σε μια περιοχή όπου ακόμη και ένας κάτοχος πράσινης κάρτας μπορεί να απελαθεί εξαιτίας μιας σύγκρουσης με τον νόμο. Για να μην αναφερθούν οι άνθρωποι χωρίς χαρτιά – όπου στην περιοχή του Μακ Άλλεν, 1 στους 8 μακροχρόνιους, στοργικούς γονείς, καλούς φοιτητές, εργατικούς κατοίκους έχει αυτό το προφίλ.
Έτσι, ήταν συγκλονιστικό και συνταρακτικό, όταν ξεκίνησε το λεωφορείο.
Ο υπεύθυνος του LULAC στο Ντάλλας, Δομίνκο Γκαρσία, δήλωσε ότι ήταν ο πρώτος που το είδε. Ήταν μακρύ, γυαλιστερό και άσπρο, με σκοτεινά παράθυρα. Ακόμα κι έτσι, καθώς ο Γκαρσία το περιεργαζόταν, είδε «όλα αυτά τα μικρά χέρια να [τον] χαιρετούν».
«Υπάρχουν παιδιά στο λεωφορείο!» φώναξε στους διαδηλωτές.
«Ήταν σαν τη βαρύτητα», είπε η Σάλεμ. «Μας τράβηξε!» Σαν ένα μεγάλο κύμα, οι διαδηλωτές – συμπεριλαμβανομένου ενός μουσουλμάνου ιμάμη, χριστιανών, ανδρών με εβραϊκά σκουφάκια, καθώς και μεγαλύτερων κυριών της LULAC με κραγιόν και κασκόλ – όρμησαν στο λεωφορείο.
«Τότε χάσαμε τον έλεγχο», είπε η Σάλεμ. «Οι άνθρωποι άρχισαν να ουρλιάζουν, να κλαίνε, να σπρώχνουν με δύναμη το λεωφορείο σαν να μην τους ένοιαζε αν τους πατούσε». Τη Σάλεμ δεν την ένοιαζε πια το θέμα της σημαίας: «Εκείνη τη στιγμή δεν είχε σημασία τι φορούσαμε ή η πολιτική μας ιδεολογία – αυτά ήταν τα μωρά μας!»
«Ελευθερώστε τα μωρά!» ούρλιαζαν οι διαδηλωτές ξανά και ξανά. Κάποιοι στέκονταν μπροστά στο λεωφορείο. Άλλοι κάθονταν κάτω. Τα παιδιά που φαίνονταν μέσα στο λεωφορείο κουνούσαν τα χέρια τους, και άλλοι πίεζαν τα χέρια τους στο σκοτεινό τζάμι. Μια διαδηλώτρια, σχημάτιζε καρδιές στην σκόνη των παραθύρων. Μια άλλη έστελνε φιλιά στον αέρα για τα παιδιά. Μία μεσήλικη γυναίκα θρηνούσε στα ισπανικά για τα παιδάκια. Ένα σύνθημα ακουγόταν όλο και πιο δυνατά ως απάντηση στο μπουφάν της Μελάνια Τραμπ: «Νοιαζόμαστε! Νοιαζόμαστε! Νοιαζόμαστε!».
Ένα αστυνομικό ή συνοριακό ελικόπτερο εμφανίστηκε στον ουρανό, μαζί με δεκάδες στρατιώτες στο έδαφος, αστυνομικούς και δεκάδες συνοριοφύλακες. Διέταξαν τους διαδηλωτές να αφήσουν το λεωφορείο να περάσει και αυτοί δεν το έκαναν. Όλοι καταλάβαιναν ότι αυτή η ευγενική, κόκκινη-άσπρη και γαλάζια συγκέντρωση είχε μετατραπεί σε μια αυθόρμητη πράξη ανυπακοής.
Μια λευκή γυναίκα στεκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με έναν αστυνομικό κλαίγοντας και ικετεύοντας. «Απλά πες μου ότι σε νοιάζει! Πες μου ότι σε νοιάζει!». Η θερμοκρασία ήταν στους 32 βαθμούς και η ατμόσφαιρα στο Νότιο Τέξας ήταν αποπνικτική. «Ντροπή σας! Ντροπή σας!» φώναζαν οι διαδηλωτές στους συνοριοφύλακες με τις πράσινες στολές.
Μια αντιπροσωπεία του Κογκρέσου αποτελούμενη από 25 Δημοκρατικούς είχε περιηγηθεί στην περιοχή νωρίτερα, περιβαλλόμενη από τηλεοπτικούς δημοσιογράφους και τις κάμερες τους. Τώρα, έκπληκτος, ο Τύπος γύρισε τον εξοπλισμό του προς τους διαδηλωτές. Παρά, ή ίσως λόγω, αυτής της προσοχής, ο Γαρσία, ο υπεύθυνος του LULAC στο Ντάλλας, ανησύχησε ότι οι διαδηλωτές κινδύνευαν. Πήγε προς στους αξιωματικούς της αστυνομίας και είπε: «Πρέπει να αποκλιμακώσετε την κατάσταση». Το λεωφορείο τότε πήγε προς τα πίσω, επιστρέφοντας στο κτίριο από το οποίο είχε έρθει. Η διαμαρτυρία κατέληξε στα βραδινά εθνικά και διεθνή δελτία ειδήσεων.
Τα κανάλια δεν το ανέφεραν, αλλά, όσον αφορά τις διαμαρτυρίες, ποτέ, τίποτα τόσο αυθόρμητο και έντονο δεν είχε συμβεί στο Νότιο Τέξας όσο μπορεί να θυμηθεί κανείς.
Το Γραφείο Τύπου των τελωνείων και της συνοριοφυλακής δεν ανταποκρίθηκε κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου στο ερώτημα που στείλαμε με e-mail από το Intercept ως προς το ποιος ήταν στο λεωφορείο και πού κατευθυνόταν. Ωστόσο ένας εκπρόσωπος του CBP δήλωσε στην Dallas Morning News ότι η υπηρεσία μετέφερε «οικογένειες» από το κέντρο μεταγωγών στο Μακ Άλλεν στο ICE για έλεγχο (οι διαδηλωτές είδαν και κάποιους ενήλικες στο λεωφορείο μαζί με τα παιδιά). Και ένα κέντρο στο Μακ Άλλεν αυτό το Σαββατοκύριακο υποδέχθηκε δύο ενήλικους μετανάστες για τους οποίους οι ποινικές κατηγορίες αποσύρθηκαν αμέσως μετά το προεδρικό διάταγμα του Τραμπ και οι οποίοι έφτασαν στο κέντρο με τα παιδιά τους.
Είναι αδύνατο να πει κανείς πόσος χρόνος θα χρειαστεί μέχρι τα 2.000 παιδιά που χωρίστηκαν από τους γονείς τους να επανενωθούν με τις οικογένειές τους. Για τους γονείς που αγωνιούν, όσος χρόνος και να χρειαστεί είναι πάρα πολύς. Και για τους διαδηλωτές που ήρθαν στο νότιο Τέξας αυτό το Σαββατοκύριακο, ο χρόνος μπορεί να μην έχει σημασία. Θεωρούν ότι η πολιτική της μηδενικής ανοχής τούς θίγει βαθύτατα. Στο Μακ Άλλεν κάθονταν, φιλούσαν και χαιρετούσαν και μιλούσαν από την καρδιά τους με έναν τρόπο που πολύ σπάνια τον βλέπουμε στα σύνορα «γιατί υπάρχει αυτός ο φόβος», είπε η Μαρλέν Γκουερέρο Τσάβες, μία ακτιβίστρια της περιοχής. Δεν είναι πολίτες, δεν έχουν χαρτιά, δεν έχουν κάποιο καθεστώς. Είναι πολύ σημαντικό που έρχονται, είπε η Γκερέρο Τσάβες για αυτούς που έρχονται από μακριά, γιατί πάρα πολλοί από τους τοπικούς διοργανωτές δεν είναι σε θέση να το κάνουν αυτό.
Κατά τις διαδηλώσεις με το LULAX και το Faith Forward Dallas, η Τσάβεζ πήρε μία ιδέα από το τι μπορεί να γίνει για τους ντόπιους όταν συνεργάζονται με επισκέπτες. Ελπίζω ότι θα μπορέσουμε να λάβουμε κάποια βοήθεια, είπε, από οργανώσεις από μακριά που διοργανώνουν δράσεις πολιτικής ανυπακοής. Είναι ήδη σε επαφή μαζί τους.
Η μετάφραση έγινε από μέλη της πλατφόρμας των 1101.