Του Γιώργου Παυλόπουλου

Η κρίση στα ΜΜΕ κορυφώνεται. Έχοντας δημιουργήσει μια φούσκα μέσα στη φούσκα, οι επιχειρηματίες – στην πλειοψηφία τους, εξέχοντα στελέχη του ελληνικού κεφαλαίου, με δραστηριότητες και σε άλλους τομείς – πνίγουν στο αίμα τους εργαζόμενους, σε μια προσπάθεια είτε να διασφαλίσουν ότι θα είναι παρόντες και κυρίαρχοι την επόμενη μέρα είτε, τουλάχιστον, να σώσουν το τομάρι τους.

Σήμερα, κάθε μαγαζί ζει το δικό του δράμα και έχει να διηγηθεί τη δική του πονεμένη ιστορία. Έχει τα δικά του θύματα σε αυτόν τον πόλεμο – όπου, μάλιστα, η μία πλευρά (δηλαδή, η ΕΣΗΕΑ και τα περισσότερα άλλα σωματεία, πλην φωτεινών εξαιρέσεων) δεν έχει ρίξει ούτε μια ντουφεκιά στο ψαχνό, με ευθύνη των ξεπουλημένων στρατηγών της.

Ωστόσο, χωρίς να υποτιμάται καμία περίπτωση και χωρίς καμία διάθεση «επιλογής» ανάμεσα στους συναδέλφους μας, είναι γεγονός ότι τα όσα συμβαίνουν στην Ελευθεροτυπία και τον Alter – και λόγω μεγέθους, καθώς πρόκειται για δύο «φάμπρικες» με πληθώρα δραστηριοτήτων, στις οποίες εργάζονται αθροιστικά πάνω από 1.500 άνθρωποι – μπορούν να συμπυκνώσουν τις εξελίξεις στον θαυμαστό κόσμο των ΜΜΕ: την άγρια επίθεση κατά των εργαζομένων, το ξεκαθάρισμα λογαριασμών στις τάξεις των αφεντικών, την άμεση σύνδεση του παραγόμενου «προϊόντος» (της ενημέρωσης) και των συνθηκών εργασίας – ταυτόχρονα, όμως, και τη μεγάλη ευκαιρία που ανοίγεται σήμερα μπροστά στους δημοσιογράφους, τους τεχνικούς, τους διοικητικούς και τους υπόλοιπους συναδέλφους στα ΜΜΕ.

Όσον αφορά στην επίθεση, τα πράγματα είναι μάλλον προφανή. Η εργοδοσία των δύο μέσων επέλεξε την πιο βίαιη μορφή επίθεσης, κηρύσσοντας στάση πληρωμών απέναντι (σύμφωνα δε με πληροφορίες, στη μία τουλάχιστον περίπτωση μόνο απέναντι σε αυτούς…), με στόχο να τους εξωθήσει προς την έξοδο όσο το δυνατόν περισσότερους εργαζόμενους.

Στο δεύτερο επίπεδο, επίσης δεν χωρούν πολλές αμφιβολίες. Οι βαρόνοι των μίντια γνωρίζουν ότι από αυτή την κρίση θα υπάρξουν θύματα και στις τάξεις τους και δεν μπορούν να επιβιώσουν όλοι, καθώς η «πίτα» έχει συρρικνωθεί δραματικά. Έτσι, συνάπτουν τις δικές τους επιμέρους συμμαχίες και πιέζουν προς κάθε κατεύθυνση ώστε να φύγουν από τη μέση οι θεωρούμενοι ως αδύναμοι κρίκοι και οι ανεπιθύμητοι της παρέας – ανάμεσα στους οποίους είναι, προφανώς, η Ελευθεροτυπία, ο Alter, καθώς και άλλα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της κρατικής ραδιοτηλεόρασης, η οποία υποβαθμίζεται περαιτέρω.

Τέλος, αναφορικά με την ενημέρωση και τις συνθήκες εργασίας, καθώς και τη σχέση ανάμεσά τους, έχουμε στα χέρια μας αρκετά νέα δεδομένα. Ένα από αυτά έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα δύο αυτά μέσα εμφανίζονταν στην αγορά ως «προπύργια» του αντιμνημονιακού αγώνα, ασκώντας σκληρή κριτική στην πολιτική της κυβέρνησης και της τρόικα. Κατά συνέπεια, τίθενται δύο ερωτήματα: Αφενός, πόσο μπορεί κανείς να πιστέψει στις καλές προθέσεις των εργοδοτών τους, όταν στην πράξη είναι οι ίδιοι που εφαρμόζουν το χειρότερο μνημόνιο σε βάρος των εργαζομένων; Και αφετέρου, μήπως το μπλοκ εξουσίας έχει αποφασίσει ότι, στις δύσκολες εποχές που έρχονται, δεν επιτρέπεται να υπάρχουν τέτοιου είδους φωνές στην «πιάτσα» των ΜΜΕ;

Μέσα σε όλα αυτά αναδύεται, όμως, όπως αναφέρθηκε εξαρχής, και μια μεγάλη πρόκληση. Μπορούν σήμερα οι εργαζόμενοι να θέσουν το θέμα της αυτοδιαχείρισης των μέσων, να τα διεκδικήσουν οι ίδιοι χωρίς μεσάζοντες, διευθυντές και αφεντικά και να απευθυνθούν στην πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας με ένα σύγχρονο, ελκυστικό και πάνω από όλα φιλικό προς αυτήν τρόπο; Χωρίς υπόγειες συναλλαγές και ξέπλυμα χρήματος ή «συμβολαίων», απελευθερωμένοι από την υποχρέωση της νομιμοφροσύνης απέναντι στο σύστημα, τα αφεντικά τους και τις διαφημιστικές εταιρίες; Βάζοντας μπροστά τις ανησυχίες, τα προβλήματα και τις διεκδικήσεις του κόσμου της εργασίας και όχι των καταπιεστών της;

Οι εργαζόμενοι στην Ελευθεροτυπία και το Alter, που έχουν ούτως ή άλλως τον καθοριστικό λόγο, κάνουν ήδη τα πρώτα τους βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Όμως, το ζήτημα των ΜΜΕ είναι υπόθεση όλης της κοινωνίας και ειδικά του αγωνιζόμενου κομματιού της. Αυτό είναι έτοιμο να αναλάβει έμπρακτα δράση – πέρα από την (αναγκαία) έκφραση αλληλεγγύης;