Σύμφωνα με το έγγραφο, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει υιοθετήσει πλήθος μεταρρυθμίσεων στον τομέα της δικαιοσύνης «στο πλαίσιο των τριών μνημονίων», όπως αλλαγές στην οργάνωση των δικαστηρίων, μέτρα για τη βελτίωση της διαχείρισης, παρεμβάσεις για τη χρήση εργαλείων τεχνολογίας πληροφοριών και εναλλακτικούς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών, η Κομισιόν στέκεται ιδιαίτερα στο ότι η εκτέλεση δείχνει «μικτά αποτελέσματα και το σύστημα δικαιοσύνης συνεχίζει να αντιμετωπίζει προκλήσεις όσον αφορά την ποιότητα και την αποτελεσματικότητά του». Μάλιστα, στο έγγραφο αναφέρεται και η ανάγκη περαιτέρω προόδου στη ψηφιοποίηση του δικαστικού συστήματος.

Στο ίδιο μήκος κύματος, στον τομέα της διαφθοράς «η Ελλάδα ξεκίνησε ένα ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων κατά της διαφθοράς τα τελευταία χρόνια και συνεχίζει να εφαρμόζει ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο καταπολέμησης της διαφθοράς. Έχουν καταβληθεί προσπάθειες για τον εξορθολογισμό του θεσμικού πλαισίου και τη βελτίωση του συντονισμού διαφόρων οργανισμών και φορέων που είναι επιφορτισμένοι με την καταπολέμηση της διαφθοράς». Ωστόσο, και πάλι σύμφωνα με την Κομισιόν το ζήτημα επικεντρώνεται στην εφαρμογή του νομικού πλαισίου η οποία «παρουσιάζει κάποια κενά».

Ως παράδειγμα αναφέρεται η αναθεώρηση της ποινικής νομοθεσίας τον Ιούνιο του 2019 η οποία «έθεσε ορισμένες ανησυχίες, ιδίως όσον αφορά την ποινικοποίηση της δωροδοκίας». Ενώ οι μεταγενέστερες αναθεωρήσεις αποκατέστησαν αυτήν την κατάσταση, οι τρέχουσες υποθέσεις παραμένουν επηρεασμένες. Τα λόμπυ στην Ελλάδα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό μη ρυθμισμένο, όπως και το πλαίσιο προστασίας των whistleblowers το οποίο δεν είναι πλήρες.

Σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης στην Ελλάδα, «το Σύνταγμα προβλέπει την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος πρόσβασης σε δημόσιες πληροφορίες. Υπάρχουν δομές για τη διασφάλιση της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης και των δικαιωμάτων του Τύπου» αν και «υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της διαφάνειας της ιδιοκτησίας των μέσων».

«Οι βασικές ανησυχίες αφορούν ανεπαρκείς μηχανισμούς για τη διασφάλιση του σεβασμού των επαγγελματικών προτύπων στην πρακτική της δημοσιογραφίας και των επισφαλών συνθηκών εργασίας για τους δημοσιογράφους που προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση», αναφέρεται. Επιπροσθέτως, η έκθεση κάνει ειδική αναφορά στο ΕΣΡ για το ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένες εγγυήσεις για να αποφευχθεί η αυθαίρετη λήψη αποφάσεων εκ μέρους του κράτους, ενώ προβλήματα καταγράφονται και για τους πόρους του ΕΣΡ οι οποίοι δεν επαρκούν για την παρακολούθηση των ελληνικών μέσων και ιδιαίτερα όταν γίνεται λόγος για μέσα που βρίσκονται στην επαρχία.

Η έκθεση βέβαια χαρακτηρίζει δίκαια τα κριτήρια που τηρήθηκαν για την κατανομή των έμμεσων κρατικών επιδοτήσεων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως οι μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται στον τουλάχιστον αμφιλεγόμενο τρόπο με τον οποίο μοιράστηκαν τα χρήματα από τη Λίστα Πέτσα, και τα δώρα στους καναλάρχες από την κυβέρνηση. Αναφορά γίνεται μόνο για το καθεστώς αδιαφάνειας που υπάρχει σχετικά με τα διαφημιστηκά πακέτα σε μερικά έντυπα μέσα ενημέρωσης καθώς δεν δημοσιεύονται τα ποσά.

Η «Λίστα Πέτσα» καταγγέλλεται σε διεθνές επίπεδο για αδιαφάνεια και μεροληψία

Επιπλέον, το σύστημα ελέγχων και ισοζυγίων στην Ελλάδα «αντιμετώπισε ορισμένες προκλήσεις στην πράξη. Συγκεκριμένα, η διαδικασία θέσπισης νόμων υφίσταται σημαντική πίεση τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω των συνεπειών της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης. Οι αρχές της βελτίωσης της νομοθεσίας δεν τηρήθηκαν πλήρως, αλλά η πρόσφατη περιεκτική νομοθεσία σε αυτόν τον τομέα στοχεύει στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων και εφαρμόζεται σταδιακά».

Τέλος, η Κομισίον ναι μεν παραδέχεται ότι τα θεμελιώδη και συνταγματικά δικαιώματα «προστατεύονται μέσω των δικαστηρίων και των ανεξάρτητων αρχών» αλλά τονίζει πως «στην Ελλάδα δεν υπάρχει συγκεκριμένο πλαίσιο για την κοινωνία των πολιτών, και υπάρχουν οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της μετανάστευσης, οι οποίες έχουν εκφράσει ανησυχίες ότι ο χώρος των πολιτών για να λειτουργήσουν επί τόπου έχει μειωθεί».