Αξίζει να σημειωθεί πως στην ανακοίνωσή του, μεταξύ άλλων, το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες στέκεται και στο γεγονός πως τα προσφυγόπουλα που απομακρύνονται από το σχολικό περιβάλλον, παρότι είχαν ήδη ξεκινήσει να φοιτούν σε σχολεία της περιοχής, βιώνουν μία ιδιαίτερη τραυματική εμπειρία.

Όπως τονίζει το Συμβούλιο, το ζήτημα των προσφύγων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με αστυνομικές επιχειρήσεις, με προσανατολισμό πάντα τον σεβασμό στα συναισθήματά τους και την ομαλή ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία.

Διαβάστε ολόκληρη την ανακοίνωση:

Ανησυχία για τις αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις εκκένωσης καταλήψεων και την τύχη των προσφύγων

Το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες παρακολουθεί με μεγάλη ανησυχία τις διαδοχικές επιχειρήσεις εκκένωσης καταλήψεων όπου μέχρι πρότινος στεγάζονταν πρόσφυγες και μετανάστες.
Η ανησυχία μας, συγκεκριμένα, πηγάζει από τους παρακάτω λόγους:

Πρώτον, ο τρόπος με τον οποίο διεξάγονται οι επιχειρήσεις. Αστυνομικές δυνάμεις, χαράματα, αιφνιδιαστικά, «εκκενώνουν» καταλήψεις, ενώ αιτούντες άσυλο-πρόσφυγες (ανάμεσά τους παιδιά και έγκυες γυναίκες) φορτώνονται σε κλούβες και οδηγούνται στη Διεύθυνση Αλλοδαπών. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν υποστεί σοβαρές κακουχίες και τραύματα στις χώρες από τις οποίες διέφυγαν, επιβάλλει σε ένα κράτος δικαίου να τους αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία.

Δεύτερον, το πρόβλημα της έλλειψης χώρου για στέγαση των προσφύγων που επιτείνεται από αυτές τις επιχειρήσεις. Τη στιγμή που στα ελληνικά νησιά, συνωστίζονται σε απαράδεκτες συνθήκες πρόσφυγες, ενώ δεν επαρκούν οι διαθέσιμοι χώροι φιλοξενίας στην ενδοχώρα, το ελληνικό Κράτος σπεύδει να εκκενώσει χώρους. Οι ως άνω χώροι, την εποχή της κρίσης του 2016, μέσα από το κύμα αλληλεγγύης που αναπτύχθηκε και την αδυναμία του Κράτους να ανταποκριθεί στις ανάγκες, πρόσφεραν μια προσωρινή αλλά αναγκαία τότε λύση. Το γεγονός ότι η ως άνω λύση δεν ήταν η ενδεδειγμένη και ενίοτε προσέβαλε και δικαιώματα τρίτων, θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με σχεδιασμό, με σκοπό τη δημιουργία καταλληλότερων χώρων για τη στέγαση των προσφύγων για να αποφευχθούν συνθήκες αστεγίας.

Τρίτον, και εξαιρετικά σημαντικό, προξενεί ανησυχία η τύχη των προσφύγων μετά την «εκκένωση» των καταλήψεων. Σημειωτέον ότι δεν υπάρχει επίσημη ενημέρωση από πλευράς της πολιτείας, ενώ μια σειρά δημοσιευμάτων και πληροφοριών δεν μας επιτρέπουν να εφησυχάσουμε. Για παράδειγμα, η διαμονή σε σκηνές χωρίς την κατάλληλη υποστήριξη και πλαισίωση (Κόρινθος) ή σε σκηνές σε camp-δομές φιλοξενίας εκτός αστικού ιστού συνιστούν σοβαρά, διαχρονικά προβλήματα.

Τέλος, η βίαιη απομάκρυνση από το σχολικό περιβάλλον, όσων από τα προσφυγόπουλα είχαν ήδη ξεκινήσει να πηγαίνουν σε σχολεία της περιοχής, αποτελεί μια βίαιη διακοπή της πορείας ένταξής τους και μια ιδιαίτερη τραυματική για αυτά εμπειρία. Είναι, δε, παρήγορη η στάση Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων της περιοχής που στάθηκαν με ιδιαίτερη συμπάθεια απέναντι στο ζήτημα.

Το ζήτημα των προσφύγων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με αστυνομικές επιχειρήσεις. Χρειάζεται μελέτη και σχεδιασμό, συζήτηση με όλους τους εμπλεκόμενους και νηφαλιότητα, ώστε με ευαισθησία και σεβασμό των δικαιωμάτων τους να γίνουν ουσιαστικά βήματα και να βρεθούν βιώσιμες λύσεις για τη στέγαση και, συνολικότερα, την ομαλή ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία.