Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, δηλαδή ο καπιταλισμός της διαρκούς κρίσης για τους πολλούς και της συσσώρευσης πλούτου για τους ολοένα λιγότερους, έχει ένα κομβικό χαρακτηριστικό -ανάμεσα σε άλλα: τρέφεται από τις αποτυχίες του. Κάθε πολιτική που αποτυγχάνει ως προς τους διακηρυγμένους στόχους του για τους πολλούς, μετατρέπεται σε σημείο περαιτέρω εγκλωβισμού των θυμάτων της ίδιας αυτής πολιτικής.
Όχι τυχαία, η ίδια τακτική μεταφέρεται και στη διεθνή πολιτική των κρατών που ελέγχονται από τις νεοφιλελεύθερες ελίτ. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των ΗΠΑ και του πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας. Η τακτική αυτή έχει δύο διαστάσεις: μία υλική, δεδομένου ότι κάθε ήττα αποτελεί πλήγμα για τα λαϊκά στρώματα, οπότε αυτά καλούνται να τοποθετηθούν σε ένα επιδεινούμενο περιβάλλον, με ακόμα πιο «δεμένα» τα χέρια τους και μια συναισθηματική, υπό την έννοια της επίτασης του αισθήματος αδυναμίας. Έχουμε έτσι μια ομηρία των πολλών στην ήττα.
Αυτό συμβαίνει και με τις σχέσεις της πατρίδας μας με την Τουρκία. Απολύτως ελεγχόμενη πια από τη νεοφιλελεύθερη και παρασιτική ολιγαρχία της αφενός και από την πρεσβεία των ΗΠΑ –κυρίως– αφετέρου- με την τελευταία ανά περίπτωση επικουρούμενη από την πρεσβεία του Ισραήλ και της Γερμανίας– με έναν πνευματικό και μιντιακό κόσμο παπαγάλων, η Ελλάδα ηττάται διαρκώς, παρακμάζει και δορυφοριοποιείται αλλά ταυτοχρόνως εθίζεται στην ήττα που ενδύεται έναν ιδιότυπο, δήθεν κοσμοπολιτικό, ραγιαδισμό.
Από τα μέσα της δεκαετίας της ‘90, η ολιγαρχία της Ελλάδας θεώρησε πρώτον ότι θα γίνει ο τραπεζίτης των Βαλκανίων, δεύτερον ότι θα εξευμενίσει την Τουρκία δια της ΕΕ και ότι τρίτον ως το απόλυτα πιστό «παιδί» της Ουάσινγκτον θα πετύχαινε κάποια οφέλη από τα ψίχουλα που θα έριχνε από το τραπέζι της η –όπως αποδείχτηκε– βραχύβια, «pax Americana».
Η πρώτη επιδίωξη διαψεύστηκε μετά το άσχημο «ξύπνημα» από το «πάρτι», λόγω της κρίσης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που διανύουμε. Ως προς τη δεύτερη επιδίωξη και πάλι η οικονομική κρίση, όπως και η ανάδειξη του ρόλου της ΝΑ Ασίας και άλλων περιοχών του κόσμου σε ανερχόμενες δυνάμεις παγκοσμίως, κατέστησαν την ΕΕ λιγότερο ικανά πιεστική και απαραίτητη για την Τουρκία, με αποτέλεσμα η τελευταία να μην εξευμενίζεται εύκολα και με υποσχέσεις- άνευ αντικρίσματος- περί ένταξης.
Τέλος, η διαχρονική πολιτική των ΗΠΑ, η οποία έχει μεγαλύτερη ανάγκη την Τουρκία, και επιπλέον η «σχετικοποίηση» της ισχύος τους κατέδειξαν ότι οι ΗΠΑ ούτε θέλουν, ούτε μπορούν να συγκρουστούν με την Τουρκία για χάρη της Ελλάδας- συνθήκη διαχρονικά γνωστή, άλλωστε. Έχουμε λοιπόν τριπλή αποσύνθεση της πολιτικής της Ελλάδας προς την Τουρκία.
Η διάψευση ξεκίνησε στην πραγματικότητα από πολύ νωρίς, δηλαδή από την κρίση των Ιμίων, όταν η παρέμβαση των ΗΠΑ, ως αντάλλαγμα για τον μη- πόλεμο επέβαλε στην Ελλάδα το γκριζάρισμα του Αιγαίου. Μετά από αυτό, η ελληνική ολιγαρχία αντί να σχεδιάσει μια πολιτική για μια πιο αυτοδύναμη Ελλάδα- έστω αμυντικά- ρίχτηκε ακόμα πιο ολόθερμα στις αγκάλες της πατρωνίας και του παρασιτισμού.
Έκτοτε, όσο οι τουρκικές διεκδικήσεις ξεδιπλώνονται η ελληνική διεθνής πολιτική επενδύει ολοένα περισσότερο στις αποτυχίες της. Κάπως έτσι η Ελλάδα έκανε τις εξής ταυτόχρονες, καταστροφικές επιλογές για τη χώρα- αν και επικερδέστατες για τον εγχώριο παρασιτισμό: απαξίωση της εγχώριας αμυντικής παραγωγής και διευρυνόμενη ανισομετρία με εκείνη της Τουρκίας, απόλυτη πρόσδεση στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ, χωρίς κανένα αντάλλαγμα μάλιστα, αποθέωση μιας διπλωματίας των ανούσιων ανακοινώσεων, δημοσιονομισμός που στερεί την εσωτερική δυναμική της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, εγκλωβισμός σε μια παγωμένη διπλωματικά πολιτική και διακύμανση μεταξύ υπέρ- δραματοποίησης και ραγιαδισμού.
Η επένδυση στις αποτυχίες της ελληνικής διεθνούς πολιτικής συνοδεύεται από μια συνακόλουθη αδυναμία κατανόησης των εξελίξεων που ώθησαν την Τουρκία να ξεδιπλώσει τον αναθεωρητισμό της, με ιδιαίτερη ένταση στη συγκεκριμένη συγκυρία. Η αναθεωρητική τουρκική πολιτική έχει ρίζες ταυτόχρονα, στην ιστορική συγκρότηση του τουρκικού κράτους και στην απώλεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που συντηρεί αυτοκρατορικές μνήμες και άρα συναφείς επιδιώξεις λόγω της ιστορικό- κοινωνικής εγγύτητας, στον ατελή εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, στην καταπιεσμένη, πολύ- εθνοτική σύνθεσή της η οποία «καλύπτεται» με απόπειρες υπέρβασης δια της εθνικιστικής συγκρότησης- είτε με κοσμικό είτε με ισλαμικό πρόσημο– στη δυναμική των καπιταλιστικών ελίτ και δη των προερχομένων από την Ανατολία, που διεκδικούν ένα διευρυμένο περιφερειακό ρόλο, σε συνδυασμό με συνθήκες που προκύπτουν από την ευρύτερη ιστορική συγκυρία: αλλαγή του χάρτη στη Μ. Ανατολή, ασυμμετρία ισχύος ή αίσθηση περί αυτής ως προς τις γειτονικές χώρες, ανασφάλεια ως προς ΗΠΑ αλλά και Ρωσία, «άνοιγμα» του μεγάλου παιχνιδιού των ενεργειακών πόρων στη ΝΑ Μεσόγειο. Επομένως πρόκειται για ένα δομικό και πολύ-παραγοντικό αναθεωρητισμό, ο οποίος διέρχεται φάσεις ύφεσης και όξυνσης βάσει της μεταβαλλόμενης συγκυρίας.
Η παρούσα συγκυρία αποτελεί περίοδο ελεγχόμενης όξυνσης με εκδίπλωση σχεδόν όλων των πλευρών του τουρκικού αναθεωρητισμού, προς διάφορες χώρες- Συρία, Ιράκ, Λιβύη, Ελλάδα, εν δυνάμει Αίγυπτο, Κύπρο. Τούτο, πρώτον διότι η Τουρκία πιστεύει πως μπορεί να εκμεταλλεύεται τις αντιθέσεις των παγκοσμίων δυνάμεων και δεύτερον διότι νιώθει αρκούντως ισχυρή. Φαίνεται ότι η Τουρκία δεν επιδιώκει μια γενικευμένη σύρραξη αλλά την επιβολή τετελεσμένων, μέσα από διαδοχικά διπλωματικά και στρατιωτικά- ίσως– επεισόδια.
Πώς μπορεί να σταθεί η Ελλάδα απέναντι σε αυτήν την κατάσταση; Η ερώτηση που πρέπει να προηγείται είναι ποια Ελλάδα. Η Ελλάδα της παρασιτικής ολιγαρχίας, της πλειοψηφίας των κοινοβουλευτικών κομμάτων που ομονοούν στα «μεγάλα», της ξένης πατρωνίας και της παγωμένης διπλωματίας δεν μπορεί να κάνει πολλά πέραν του να αποδεχτεί τελικά τα νέα τετελεσμένα, με ή χωρίς μεσολάβηση στρατιωτικού επεισοδίου.
Μια άλλη Ελλάδα όμως, μια Ελλάδα του λαού της μπορεί να κάνει πολλά. Πρώτον, πρέπει να εφαρμόσει λύσεις απολύτως υπαρκτές και εφικτές, σχετικά χαμηλού κόστους και υψηλής τεχνολογικής και στρατιωτικής επίδρασης, για την αμυντική της επάρκεια, προκειμένου ο ¨Έβρος, το Αιγαίο και η Κύπρος να θωρακιστούν απέναντι στις όποιες επιθετικές κινήσεις. Η αποκατάσταση της συμμετρίας της ισχύος δε συνιστά εθνικιστική πολιτική αλλά πολιτική αποτροπής και άρα προϋπόθεση ειρηνικής συνύπαρξης.
Δεύτερον, η Ελλάδα πρέπει να αναπροσανατολίσει τις συμμαχίες της, κοιτώντας και πέραν της Δύσης. Συρία, Ιράκ, Ιράν, Παλαιστίνη, μέρος της Λιβύης και Χεζμπολάχ αλλά και σύσφιξη σχέσεων με Ρωσία και με Κίνα σε βάση όχι επαιτείας και ευκαιριακή αλλά με στρατηγική μακρόπνοη, αφενός θα καταστήσουν τη χώρα μας μη δεδομένη για τις ΗΠΑ, απρόβλεπτη και αφετέρου θα οικοδομήσουν σταδιακά ένα κύκλο ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν υπάρχει λόγος να εγκαταλείψουμε τη συμμαχία με την Αίγυπτο αλλά υπάρχουν πολλοί λόγοι να αποστασιοποιηθούμε από το Ισραήλ που όχι μόνο δυσφημεί αλλά και απομονώνει την Ελλάδα.
Τρίτον, η Ελλάδα μπορεί να προτείνει στην Τουρκία ανακήρυξη και οριοθέτηση ΑΟΖ, με δέσμευση προσφυγής στη διεθνή δικαιοσύνη. Η προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη είναι η λογική επιλογή για τις δύο χώρες, παρότι υπονομεύεται από διαρκώς επεκτεινόμενες τουρκικές διεκδικήσεις. Η Ελλάδα ωστόσο οφείλει και να την προτάσσει και να την επιδιώκει για λόγους ουσίας αλλά και επικοινωνίας.
Τέταρτον, πρέπει να εγκαταλείψουμε τα πρωτογενή πλεονάσματα –όπως και εν γένει το συνδυασμό δημοσιονομισμού και νεοφιλελευθερισμού– αλλά και να συρρικνώσουμε- το λιγότερο– τη συνεισφορά μας στο ΝΑΤΟ, επικαλούμενοι την έκτακτη ανάγκη και τα ζητήματα ασφάλειας του κράτους εξαιτίας της τουρκικής επιθετικότητας. Μέρος των ποσών αυτών πρέπει να κατευθυνθεί εν γένει στην ανάπτυξη της οικονομίας και ειδικότερα στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία.
Αυτή όμως η τελευταία επιλογή όπως και όλες οι παραπάνω προϋποθέτουν σχεδόν επαναστατική αλλαγή μοντέλου στην Ελλάδα και ανατροπή του συστήματος εξουσίας. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν υπάρχει καμία μαγική, στρατιωτική ή διπλωματική λύση, ούτε κάποια συμμαχία σε βάσεις «φιλελληνισμού». Η ασφάλεια του λαού χτίζεται από τα μέσα προς τα έξω.
Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι η αμυντική δυνατότητα καθ’ εαυτή, κατά βάση. Η αμυντική τεχνολογία γίνεται ολοένα φθηνότερη και πιο εύκολα προσβάσιμη. Αυτό που λείπει είναι το σχέδιο και η βούληση για μια άλλη Ελλάδα. Το ερώτημα ποια πολιτική μπορεί να διασφαλίσει την ειρήνη προϋποθέτει την απάντηση στο ερώτημα, ποιά Ελλάδα.