της Τζένης Τσιροπούλου και του Θάνου Καμήλαλη
Οι αδερφές Μιραμπάλ ήταν ηγετικές φυσιογνωμίες του «κινήματος της 14ης Ιούνιου», που αγωνίστηκε για την ανατροπή του δικτάτορα Τρουχίγιο και τα δικαιώματα των γυναικών. Ο Τρουχίγιο, τύραννος στον Άγιο Δομίνικο από το 1930, κυνήγησε άγρια τις «Πεταλούδες» και την οικογένειά τους, διατάσσοντας τη δολοφονία τους κατά τη διάρκεια τού επισκεπτηρίου στις φυλακές όπου κρατούνταν οι άντρες τους. Η δολοφονία των τριών από τις τέσσερις αδερφές Μιραμπάλ προκάλεσε τη διεθνή κατακραυγή ενάντια στο καθεστώς του Τρουχίγιο, οδηγώντας τελικά στη δολοφονία του, λίγους μήνες αργότερα, από ανώτατους αξιωματικούς του στρατού. Ο αγώνας των «Πεταλούδων» αναγνωρίστηκε από την παγκόσμια κοινότητα στις 25 Νοεμβρίου του 1999, ανακηρύσσοντας τες σύμβολα της μάχης για τα δικαιώματα των γυναικών και την ελευθερία.
Η Πάτρια, η Μαρία και η Αντωνία. Οι τρεις δολοφονημένες αδερφές Μιραμπάλ.
Μια παγκόσμια μάστιγα ανάλογη του καρκίνου και των τροχαίων
Σύμφωνα με τη Διακήρυξη του ΟΗΕ για την Εξάλειψη της Βίας Κατά των Γυναικών του 1993, ως «βία κατά των γυναικών» νοείται οποιαδήποτε ενέργεια βίας εξαιτίας του φύλου, η οποία καταλήγει, ή είναι πιθανόν να καταλήξει, σε σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βλάβη ή πόνο στις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των απειλών για τέτοιες ενέργειες, του εξαναγκασμού, ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας είτε αυτό συμβαίνει στη δημόσια είτε στην ιδιωτική ζωή.
Τα στοιχεία οργανισμών όπως ο ΟΗΕ, μιλούν από μόνα τους και παρουσιάζουν μια παγκόσμια μάστιγα, ανάλογη του καρκίνου και των τροχαίων ατυχημάτων. Μολονότι συχνά η βία κατά των γυναικών συνδέεται με χώρες εκτός του δυτικού κόσμου, τα στοιχεία για την Ευρώπη και για χώρες όπως οι ΗΠΑ, δείχνουν το μέγεθος του προβλήματος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με σχετικές μελέτες:
- Η πιο συχνή μορφή βίας προέρχεται από τον ερωτικό σύντροφο. Μία στις τρεις γυναίκες κάποια στιγμή στη ζωή της θα κακοποιηθεί από το σύντροφό της.
- Οι μισές από τις γυναίκες θύματα ανθρωποκτονίας έχουν δολοφονηθεί από (νυν ή πρώην) σύζυγο ή σύντροφο. Για τους άνδρες, το ποσοστό αυτό βρίσκεται στο 8%.
- Μία στις πέντε γυναίκες κάποια στιγμή στη ζωή της θα πέσει θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού.
- Οι γυναίκες 15-44 ετών κινδυνεύουν περισσότερο από βιασμό ή ενδοοικογενειακή βία παρά από καρκίνο, τροχαία ατυχήματα, πόλεμο ή ελονοσία.
- Περίπου 120 εκατ. γυναίκες, λίγο παραπάνω από το 10% του γυναικείου πληθυσμού παγκοσμίως, έχει υπάρξει θύμα βιασμού ή έχει δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση.
- Στην Ευρώπη, το 33% των γυναικών έχει υπάρξει θύμα βίας σε κάποια στιγμή της ζωή του μετά την ηλικία των 15 ετών. Μια στις δεκά επίσης, έχει δεχτεί κάποια μορφή παρενόχλησης μέσω του διαδικτύου, με τον κίνδυνο να είναι μεγαλύτερος για τις γυναίκες μεταξύ 18 και 29 ετών. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρίας (ΕΙΕ), που δημοσιεύθηκαν το 2016, μέσα σε έναν χρόνο 16.700.000 γυναίκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπέστησαν σωματική βία ή σεξουαλική κακοποίηση.
5.000 βιασμοί τον χρόνο στην Ελλάδα – 150 φτάνουν στα δικαστήρια
Όσον αφορά την Ελλάδα, η πανευρωπαϊκή έρευνα που διενεργήθηκε το 2014, έδειξε ότι το 25% των γυναικών έχουν υπάρξει θύματα σωματικής, σεξουαλικής ή ψυχολογικής βίας μετά την ηλικία των 15 ετών, ενώ η έκθεση της ΕΙΕ ανεβάζει το ποσοστό στο 28%. Από το 2011, η Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων (Γ.Γ.Ι.Φ.) λειτουργεί την 24ωρη Γραμμή SOS 15900, όπου θύματα αλλά και τρίτα πρόσωπα μπορούν να απευθυνθούν για να αναφέρουν περιστατικά βίας. Η Γραμμή SOS δέχτηκε το περασμένο έτος συνολικά 4.266 καταγγελίες για έμφυλη βία, εκ των οποίων οι 3.034 κλήσεις προέρχονταν από τις ίδιες τις κακοποιημένες γυναίκες, ενώ οι 1.232 κλήσεις, από τρίτα πρόσωπα που ανησυχούσαν βλέποντας τα σημάδια πάνω στο σώμα της γυναίκας. Το 80% των κλήσεων αφορούσε κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας, συνήθως από τον σύζυγο, όπως σημειώνει η Γ.Γ.Ι.Φ.
Η Γραμμής SOS, μία από τις δεκάδες δομές που λειτουργούν στην Ελλάδα και βοηθούν θύματα έμφυλης βίας, παρέχει πρωτίστως ψυχολογική στήριξη, δίνοντας επίσης τη δυνατότητα και τις απαραίτητες πληροφορίες στο θύμα για να διερευνήσει τις επιλογές του. «Προσπαθούμε να δώσουμε δύναμη στη γυναίκα», τονίζει η Εύη Λεζγή, ψυχολόγος στη Γραμμή SOS. «Αν χρειαστεί την παραπέμπουμε είτε σε κάποιον ξενώνα που λειτουργεί μέσα στο δίκτυο μας, είτε στη νομική μας υποστήριξη».
Τα στοιχεία όμως της Γ.Γ.Ι.Φ. παρουσιάζουν μόνο ένα μικρό μέρος του προβλήματος, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, παγκοσμίως λιγότερο από το 40% των θυμάτων θα αναζητήσει κάποιας μορφής βοήθεια, ενώ λιγότερο από το 10% θα καταγγείλει τη βία στην αστυνομία. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τους ιατροδικαστές, τα περιστατικά βιασμών υπολογίζονται στη χώρα μας σε 5.000 ετησίως, ωστόσο μόνο 150 από αυτά φτάνουν στο δικαστήριο. Αυτό, όπως σημειώνει η ΕΙΕ, είναι αποτέλεσμα της έλλειψης ιατροδικαστικών δομών, αφού «οι μισοί τουλάχιστον νομοί της χώρας μας δε διαθέτουν ούτε έναν ιατροδικαστή». Οι παράγοντες που αποτρέπουν τις γυναίκες από την αναζήτηση βοήθειας είναι εύλογοι: Φόβος και ντροπή.
Βία χωρίς κοινωνική τάξη
«Οι γυναίκες που μας καλούν φοβούνται. Επικρατεί διστακτικότητα, όσον αφορά τον εάν τελικά θα γίνει καταγγελία ή όχι. Τα θύματα γνωρίζουν ότι εάν υπάρξει καταγγελία στην αστυνομία θα γίνουν κάποιες ενέργειες, θα περάσει ο θύτης αυτόφωρο, θα οριστεί κάποιο δικαστήριο, ωστόσο ο θύτης θα επιστρέψει στο σπίτι, επομένως ανησυχούν για το τι θα συμβεί στο μεσοδιάστημα. Εμείς δε γνωρίζουμε τι ποσοστό από τις γυναίκες προχωράει τελικά στην καταγγελία» σημειώνει η Εύη Λεζγή.
Αντίθετα με ό,τι μπορεί να φαντάζονται πολλοί, η έμφυλη βία δεν έχει ούτε κοινωνική τάξη ούτε μορφωτικό επίπεδο. «Υπάρχει μία παρανόηση, νομίζει ο κόσμος ότι η βία συνδέεται με το μορφωτικό επίπεδο ή με τη χαμηλή κοινωνική κατάσταση. Αυτό δεν ισχύει» μου λέει η ψυχολόγος.
«Όταν τους λέμε ότι είναι θύματα βίας, σοκάρονται»
«Η ψυχολογική βία είναι πολύ σοβαρότερη. Κάποιες φορές μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολο να την ξεπεράσεις σε σχέση με τη σωματική. Στη σωματική βία, υπάρχει συνήθως ένα τραύμα που κάποια στιγμή θα επουλωθεί. Η ψυχολογική βία δρα πολύ πιο υπόγεια στο άτομο που θα την υποστεί. Μειώνει την αυτοεκτίμηση, προκαλεί υποτίμηση της προσωπικότητας του θύματος και σχέση εξάρτησης», υποστηρίζει η Εύη Λεζγή.
Πρόκειται, μάλιστα, για μία μορφή βίας που σταδιακά γίνεται τρόπος ζωής, συνηθισμένη και δεδομένη για τα θύματα. «Φανταστείτε ότι στη γραμμή καλούν πολλές γυναίκες που θέλουν απλώς να ρωτήσουν αν υφίστανται βία. Και όταν εμείς τους απαντάμε ότι είναι κατ'εξακολούθηση θύματα βίας, σοκάρονται. Γιατί κάπου, με τα χρόνια, το θεωρούν φυσιολογικό, πιστεύουν ότι έτσι είναι».
Η ψυχολογική βία αποτελεί συχνά το πρώιμο στάδιο της κακοποίησης. Μπορεί να είναι, δηλαδή, ο οιωνός της σωματικής επίθεσης ή της σεξουαλικής παρενόχλησης. «Κανείς δε σηκώνει το χέρι του έτσι ξαφνικά να χτυπήσει κάποιον. Όταν υπάρχει σωματική βία, για μας είναι προϋπόθεση ότι έχει υπάρξει ψυχολογική βία. Απλώς, δεν είναι πάντα βέβαιο ότι η ψυχολογική βία θα εξελιχθεί και σε σωματική. Αλλά είναι πολύ πιθανόν» μου λέει η κ. Λεζγή.
Δεν περνάει πολλή ώρα, και μία συνάδελφος της, 300 περίπου χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, γίνεται τα μάτια μας για να αντικρίσουμε τη βία στην ελληνική επαρχία.
«Ερχόντουσαν ξημέρωμα στην πόρτα μας κακοποιημένες γυναίκες και τις βάζαμε να κοιμηθούν στο γραφείο μας»
Τα αναφιλητά της έμφυλης και της ενδοοικογενειακής βίας βουβαίνονται σε μαξιλάρια, πίσω από κλειδαμπαρωμένες πόρτες και σφαλισμένα παντζούρια. Μετά έρχεται εκείνο το δάχτυλο, ακουμπά τα χείλη και ηχεί ένα παρατεταμένο «σσσσσς». Και αν αυτό συμβαίνει εκτεταμένα στο κλεινόν άστυ, ποιο είναι το σκηνικό στην ελληνική επαρχία των κλειστών κοινωνιών και των κοινών μυστικών;
«Οι υποθέσεις κακοποίησης γυναικών περνάνε στα πολύ ψιλά γράμματα του τοπικού Τύπου, ενώ τα υψηλά ποσοστά ανεργίας της περιοχής έχουν οξύνει, μεταξύ άλλων, τη βία κατά των γυναικών. Αν κι εμείς εδώ, έχουμε την κουλτούρα της μαγκιάς, οπότε η κρίση δεν ήρθε να αλλάξει και πολλά» είναι τα πρώτα λόγια της Νατάσας Μακρυδήμα για να μου συστήσει την κατάσταση στην επαρχία.
Βρίσκεται στο Αγρίνιο, στον Ξενώνα Φιλοξενίας Κακοποιημένων Γυναικών και γυναικών που υφίστανται διακρίσεις -άστεγες, μετανάστριες, Ρομά, ανάπηρες, κ.ά.- όπου εργάζεται από το 2014 ως σύμβουλος ψυχικής υγείας.
Ο ξενώνας τους άνοιξε μόλις τρία χρόνια πριν και είναι ο πρώτος ξενώνας σε όλη την Αιτωλοακαρνανία, τον μεγαλύτερο σε έκταση νομό της Ελλάδας με 211.000 κατοίκους.
Η Νατάσα Μακρυδήμα θυμάται πριν να ανοίξει ο ξενώνας, να της χτυπάνε την πόρτα το ξημέρωμα κακοποιημένες μαμάδες με τα παιδιά τους που έρχονταν κατευθείαν από την αστυνομία. Δεν είχε πού να τις βάλει και τις έβαζε όπως-όπως να κοιμηθούν στο γραφείο της στο συμβουλευτικό κέντρο που υπήρχε τότε στο Αγρίνιο. Την επόμενη μέρα έπρεπε να ψάξει για ξενώνα φιλοξενίας στην Αθήνα για να ταξιδέψει η γυναίκα με το παιδί της με δικά τους έξοδα για την πρωτεύουσα. «Κάναμε έρανο οι υπάλληλοι μεταξύ μας για να βγάλουν τα εισιτήρια» λέει. «Αυτά συνέβαιναν 15 χρόνια πριν. Δε φαντάζεστε τι έχουμε δει. Υπήρχε πολύς φόβος, φόβος και τρόμος. Αν πήγαιναν στην αστυνομία και μετά γύρναγαν σπίτι τους, φοβόντουσαν ότι θα τις σκοτώσει ο άντρας τους».
Παρά την κρισιμότητα τής ύπαρξής του, ο ξενώνας άργησε μερικές δεκαετίες να ανοίξει. «Γιατί; Γιατί πάντα περιμένουμε τα λεφτά από ευρωπαϊκά προγράμματα-φούσκες. Σταματάνε τα ΕΣΠΑ και σταματάνε όλα. Τέτοια έργα δεν ελκύουν ψηφοφόρους αφού δεν έχουν θέαμα και φωτογραφήσεις. Συγγνώμη που μιλάω πικρόχολα. Είναι γιατί τα έχω ζήσει από μέσα» μου λέει η σύμβουλος ψυχικής υγείας.
«Είμαι 62 χρονών και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου τρώω ξύλο»
Από τον φετινό Μάρτιο μέχρι σήμερα ο ξενώνας έχει δεχτεί 83 αιτήματα. Φιλοξενήθηκαν σε αυτούς τους σχεδόν εννέα μήνες 23 γυναίκες και 21 παιδιά. «Οι γυναίκες που έρχονται σε εμάς είναι 28-40 χρονών και το 99% είναι άνεργες. Οι περισσότερες δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους και έχουν παντρευτεί σε πολύ μικρή ηλικία. Το κυριότερο αίτημα που έχουν από εμάς είναι η ασφάλεια. Πρώτα απ' όλα αποζητούν το να νιώσουν ασφαλείς και μετά έρχεται η σίτιση και η στέγαση. Έπειτα έρχεται η ανάγκη για νομική ενημέρωση και η εύρεση εργασίας» μου λέει η κ. Μακρυδήμα.
Λίγο νωρίτερα από το δικό μας τηλεφώνημα, είχε δεχτεί ένα άλλο που τη συγκλόνισε παρά τη μακρόχρονη εμπειρία της: «Σήμερα μόλις μίλησα με μια γυναίκα που έκανε αίτημα να έρθει και θα τη δούμε την επόμενη βδομάδα. Μια γυναίκα 62 χρονών που μου είπε επί λέξει και με συγκλόνισε: “Είμαι 62 χρονών και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου τρώω ξύλο. Από τον πατέρα μου, μετά από τον άντρα μου και τώρα από τα παιδιά μου”».
Ο ξενώνας είναι διώροφος. Στον πρώτο όροφο βρίσκεται ο παιδότοπος και το σαλόνι όπου οι γυναίκες μαζεύονται να πιουν το τσάι τους ή τον καφέ τους και να δουν τηλεόραση. Εκεί υποδέχονται όλες μαζί και τα νέα μέλη. Στον επάνω όροφο υπάρχουν δέκα δίκλινα δωμάτια για γυναίκες και παιδιά, και η κουζίνα όπου οι γυναίκες μαγειρεύουν. «Είμαστε σαν οικογενειακό ξενοδοχείο» λέει με χαρά η σύμβουλος ψυχικής υγείας. «Το πιο σημαντικό μεταξύ μας είναι να υπάρχει εμπιστοσύνη. Οι γυναίκες που έρχονται κουβαλάνε τα άσχημα βιώματά τους, τις ιστορίες τους και στην αρχή είναι επιφυλακτικές. Μετά τις βλέπουμε να ζουν σαν οικογένεια εδώ και έπειτα να αλληλοστηρίζονται και στην πραγματική ζωή εκτός του ξενώνα. Έχουμε γυναίκες που έφυγαν και συγκατοίκησαν μαζί με τα παιδιά τους».
Αυτή τη στιγμή ζουν στον ξενώνα τρεις γυναίκες και δύο αγόρια. «Το μικρό μας πάει δημοτικό και ο μεγάλος γυμνάσιο. Τώρα περιμένουμε και την πρώτη γυναίκα πρόσφυγα από την Αιθιοπία» μου λέει η κ. Μακρυδήμα.
Όταν την ρωτάω αν ο ξενώνας βρίσκεται κάπου απόμερα και απόρρητα, όπως είθισται να συμβαίνει για λόγους προστασίας των γυναικών που προσπαθούν να κρυφτούν από τους θύτες τους, η σύμβουλος ψυχικής υγείας με εκπλήσσει: «Όχι, η αλήθεια είναι ότι βρισκόμαστε στην καρδιά της πόλης, κοντά στην πιο κεντρική πλατεία του Αγρινίου. Εδώ θα πω ένα “ευτυχώς” και ένα “δυστυχώς”. Το καλό είναι ότι οι αποστάσεις με τους φορείς είναι πολύ βολικές: η γυναίκα δεν κινδυνεύει, για παράδειγμα, αν θέλει να πάει στο νοσοκομείο, στον ΟΑΕΔ ή στην εισαγγελία. Είμαστε μέσα στα φώτα του κόσμου. Επίσης εδώ δεν έχουμε καθόλου καλές συγκοινωνίες και οι γυναίκες δεν έχουν χρήματα για να κάνουν πολλές μετακινήσεις. Το κακό είναι, όμως, ότι δεν μπορούμε εύκολα να κρατήσουμε το απόρρητο, γιατί όντως θα έπρεπε να είναι απόρρητο το πού βρίσκεται ο ξενώνας για λόγους ασφαλείας. Ευτυχώς, μέχρι στιγμής δεν είχαμε ποτέ προβλήματα».
«Αν πίνει και κάνα ποτηράκι παραπάνω, άσ' τον και τράβα κοιμήσου. Έχουμε πολύ “γαμάω και δέρνω” εδώ»
Η βία είναι περισσότερο λεκτική ή και σωματική; ρωτάω την κ. Μακρυδήμα. «Είναι συχνά και σωματική καθώς η περιοχή μας “ενδείκνυται”. Έχουμε πολύ αντριλίκι. Η αθέατη βία είναι, όμως, η πιο επικίνδυνη γιατί δεν τη βλέπεις και πιθανότατα δε θα στην αποκαλύψει ποτέ κανείς. Το σώμα αντέχει. Πολλές γυναίκες μού έχουν πει: “Το ξύλο το άντεξα. Αυτό που δεν αντέχω είναι να μου γδέρνει την ψυχή μου καθημερινά”. Ο συνδυασμός και των δύο είναι θάνατος. Η βία προέρχεται κυρίως από τον άντρα τους και εδώ στην επαρχία, έχουμε και εξής φαινόμενο: πολλές αλλοδαπές γυναίκες έρχονταν, νυμφεύονταν ντόπιους και βίωναν τη βία από τους Έλληνες. Εδώ έχουμε το σύνδρομο -συγγνώμη που θα το πω πολύ λαϊκά- του “γαμάω και δέρνω”. Ναι, και τα παιδιά τους τα χτυπάνε. Αλλά το μάτωμα του παιδιού γίνεται περισσότερο επειδή είναι θεατής αυτών των τραυματικών εμπειριών. Πολλές φορές δε θα νιώσει τόσο τον πόνο του χτυπήματος όσο την ενοχή και το “μα γιατί βιώνω εγώ αυτό το πράγμα;” Έτσι μου τα περιγράφουν οι γυναίκες, αλλά έτσι το βίωσα κι εγώ η ίδια ως άνθρωπος που μεγάλωσε σε αυτή την επαρχία. Είναι ο άντρας που θα είναι όλη μέρα έξω από το σπίτι, ο άντρας-κυνηγός, ο μάγκας που δε σηκώνει κουβέντα στο σπαθί του και που δεν επιτρέπει να έχει τον πρώτο λόγο η γυναίκα. Και χρειάζεται να κυλήσει πολύ νερό για να αλλάξουν αυτά, αν και τα νέα παιδιά είναι διαφορετικά. Προσωπικά, εναποθέτω τις ελπίδες μου στη νέα γενιά και την ανθρωπιστική, κυρίως, παιδεία. Την παιδεία που δεν είναι απλώς μια ωραία έκθεση τρίτης λυκείου, αλλά την παιδεία που διακατέχει όλη μας τη ζωή. Γι αυτό κι εμείς προσπαθούμε να πηγαίνουμε σε σχολεία και να συζητάμε με τους μαθητές».
Όσο μου μιλάει η κ. Μακρυδήμα είναι σαν να περνάει μπροστά από τα μάτια μου το πιο αποκρουστικό σενάριο ελληνικής ταινίας. Όλοι οι κακοί και τα στερεότυπα είναι εκεί:
«Παλιότερα οι γυναίκες δεν είχαν και πού να μιλήσουν. Θα μιλούσαν στη γειτόνισσα, η οποία δε θέλει πάντα το καλό σου, αλλά και να το θέλει, πώς να διαχειριστεί αυτή την κατάσταση; Και κάποιες γυναίκες μιλούσαν στην αστυνομία -ένα άλλο μεγάλο θέμα. Έχω πολύ άσχημες εμπειρίες μέσα από τα βιώματα των γυναικών. Πήγαιναν στην αστυνομία και τους έλεγαν, “Έλα μωρέ τώρα, κι αν τρως και μια-δυο σφαλιάρες, μην του αντιμιλάς. Κι αν πίνει και κάνα ποτηράκι παραπάνω, άσ' τον και τράβα κοιμήσου. Άντρας είναι, θα πει και καμιά κουβέντα.” Στην αστυνομία έβρισκες πάλι τον άντρα, τη φαλλοκρατική κουλτούρα. Είχαμε και πολλές αυτοκτονίες γυναικών στην περιοχή μας, γυναίκες που δεν άντεξαν άλλο. Η κατάποση φυτοφαρμάκων ήταν πια κάτι συνηθισμένο, ειδικά στις αγροτικές πόλεις. Αλλά δε θα άκουγες ποτέ ότι το έκανε εξαιτίας της κακοποίησης. Πάντα θα έλεγαν, “είχε ψυχολογικά προβλήματα η γυναίκα”. Ξαφνικά όλοι ήμασταν ψυχωτικοί.
»Σήμερα, ευτυχώς και οι αστυνομικοί έχουν βελτιωθεί. Βλέπω μέχρι και ανθρώπους που έχουν σπουδάσει κοινωνιολογία να είναι στην αστυνομία και να συμπεριφέρονται πολύ καλύτερα, αλλά και πάλι, δεν ισχύει για όλους αυτό. Το σημαντικό, αυτό που αλλάζει σιγά-σιγά, είναι ότι τώρα οι γυναίκες αρχίζουν να μιλάνε για αυτό που τους συμβαίνει».
Η ζωή μετά τον ξενώνα
Στη δομή φιλοξενίας το όριο παραμονής για τις γυναίκες είναι βάσει του καταστατικού 3 μήνες, αλλά δε μένουν ποτέ τόσο. «Συνήθως θα μείνουν 6-7 μήνες. Τα παιδιά παίρνουν μεταγραφή σε σχολεία κοντά στον ξενώνα, οπότε δε θα βγάλουμε τη γυναίκα στους 3 μήνες γιατί και για το παιδί δεν είναι καλό να αλλάζει συνέχεια περιβάλλον. Τα παιδιά τα παρακολουθεί παιδοψυχολόγος εδώ» μου λέει η σύμβουλος ψυχικής υγείας.
Πώς συνεχίζουν τη ζωή τους μετά τον ξενώνα, ρωτάω την κ. Μακρυδήμα. Τι επιλογές κάνουν οι γυναίκες για εκείνες και τα παιδιά τους μετά από την εμπειρία τους σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον;
«Μετά τον ξενώνα, το 90% των δικών μας περιπτώσεων βρήκε δουλειά. Προσπαθούμε κι εμείς να τους κάνουμε μια διασύνδεση με τον ΟΑΕΔ ή τοπικούς φορείς και δικούς μας γνωστούς, τους βγάζουμε κάρτα ανεργίας και τους ενημερώνουμε για τα δικαιώματά τους, γιατί οι γυναίκες δε γνωρίζουν τίποτα για αυτα και δεν ξέρουν πώς να επιβιώσουν στην κοινωνία μόνες. Έχουν μάθει να είναι κλεισμένες στο σπίτι, να μην κάνουν τίποτα και συχνά έχουν καταθλιπτικά σύνδρομα. Όλα αυτά παλεύουμε να υπερνικήσουμε. Τους παρέχεται και νομική ενημέρωση σχετικά με τη διαδικασία για το διαζύγιο, αλλά και ενημέρωση για τα κοινωνικά επιδόματα εφόσον είναι μόνες με παιδί. Είχαμε περιπτώσεις που γυναίκες δικαιούνταν επιδόματα αλλά δεν έφταναν ποτέ στα χέρια τους γιατί τα είχε καταχραστεί ο σύζυγος» μου εξηγεί.
Μπορεί να αποκατασταθεί η συναισθηματική τους ηρεμία και να δεχτούν νέους συντρόφους; Φτιάχνουν νέα οικογένεια; «Κάποιες ζήτησαν διαζύγιο από τον θύτη τους, ενώ είχαμε και δύο γυναίκες που επέστρεψαν στον άντρα τους γιατί πίστεψαν ότι θα αλλάξει. Μάλιστα, η μία από τις δύο ξανακακοποιήθηκε και επέστρεψε για δεύτερη φορά στον ξενώνα. Μία γυναίκα έμεινε έγκυος, θεωρώντας λανθασμένα ότι αυτό θα έκανε τον σύντροφό της να μην της ασκεί βία και ότι η ζωή τους θα αλλάξει -αυτό είναι μια μεγάλη παγίδα δυστυχώς. Οι περισσότερες δεν κάνουν νέα οικογένεια και επειδή έχουν ήδη παιδιά, ο κόσμος τους περιστρέφεται γύρω από τις ίδιες και τα παιδιά τους. Εμείς τους λέμε πάντα να παίρνουν τον χρόνο τους. Κάποιες βρήκαν δουλειά, πάτησαν γερά στα πόδια τους, ένιωσαν γυναίκες και άνθρωποι με αξιοπρέπεια και μετά βρήκαν και νέο σύντροφο».
Όσο για την «αγία» ελληνική οικογένεια, συχνά θα κλείσει το στόμα της κόρης της και θα της πει «μείνε μαζί του», θέλοντας να αποφύγει τα κουτσομπολιά και το κοινωνικό στίγμα. «Συμβαίνει όμως το εξής. Αν η κόρη τελικά φύγει από το σπίτι και έρθει σε εμάς, τότε σίγουρα ο γαμπρός θα πάρει τηλέφωνο εν εξάλλω την πεθερά και αυτή από φόβο για μια τιμωρητική συμπεριφορά του γαμπρού, θα στηρίξει πια το να μείνει η κόρη της στον ξενώνα» λέει η κ. Μακρυδήμα βάσει του τι βιώνει καθημερινά.
Στο να αρχίσουν να σπάνε ένας-ένας οι κρίκοι αυτού του φαύλου κύκλου βίας, φόβου και συνενοχής βοήθησε -κι ας άργησε κι αυτός πολύ- και ο νόμος για την ενδοοικογενειακή βία (του 2006), «γιατί τώρα πια ο θύτης πάει αυτόφωρο και δεν τελειώνει η ιστορία με μία απλή παρατήρηση».
Προς το τέλος της συνομιλίας μας, η σύμβουλος ψυχικής υγείας, μου υπενθυμίζει τη δύναμη τής μικρής οθόνης που παραμένει πάντα αναμμένη στα σπίτια της επαρχίας: «Εδώ, η ενημέρωση έρχεται ακόμα, σχεδόν αποκλειστικά, από την τηλεόραση. Όταν ο δημοσιογράφος παρουσιάζει σαν ήρωα έναν θύτη, τότε εδώ δε θα στηρίξουν ποτέ μια γυναίκα που τρώει ξύλο. Όταν τα ΜΜΕ όμως καταγγέλλουν αυτή τη βία, να ξέρετε ότι κι ο κόσμος εδώ γίνεται πιο υποστηρικτικός προς τις κακοποιημένες γυναίκες».