του Θάνου Καμήλαλη
Η απόφαση του ΕΔΔΑ δημοσιεύτηκε το πρωί της Πέμπτης και καταδικάζει την Ελλάδα σε συνολικές αποζημιώσεις ύψους 330.000 ευρώ στους ενάγοντες, μεταξύ των οποίων είναι και συγγενείς των θυμάτων. Το ελληνικό κρατος διατηρεί το δικαιωμα να προσφύγει στην Ολομέλεια του ΕΔΔΑ ενάντια στην απόφαση.
Η καταδίκη βασίζεται σε τρία σημεία, καθώς το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκαν:
– το Άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα
α) με ελλιπείς διαδικασίες μετά το ναυάγιο, καθώς δεν έγινε λεπτομερής και αποτελεσματική διερεύνηση των συνθηκών υπό τις οποίες βυθίστηκε το σκάφος
β) με μη συμμόρφωση στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το συγκεκριμένο άρθρο, καθώς οι αρμόδιες Αρχές δεν παρείχαν στους επιζήσαντες και τους συγγενείς τους το επίπεδο προστασίας που επιβαλλόταν
– το Άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης) για 12 από τους ενάγοντες που ήταν μεταξύ των επιβαινόντων στο αλιευτικό και μετά την διάσωση και αποβίβασή τους στο Φαρμακονήσι υποβλήθηκαν σε σωματικό έλεγχο
Η Ελένη Σπαθανά, μέλος της Ομάδας Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών, εκ των εκπροσώπων των 16 προσφύγων ενώπιον του Δικαστηρίου, σχολίασε στο TPP την απόφαση:
«Είναι μία εμβληματική απόφαση γιατί είναι μία εμβληματική υπόθεση. Και είναι μία εμβληματική υπόθεση γιατί είχαμε μία ευρύτατη δημοσιοποίηση ενός πολύνεκρου ναυαγίου, το οποίο προκλήθηκε, όπως δέχθηκε και το ΕΔΔΑ, λόγω σοβαρών παραλείψεων του Λιμενικού και μη τήρησης των κανόνων έρευνας και διάσωσης» τόνισε.
«Δεν διερευνήθηκαν οι σοβαρές καταγγελίες για απόπειρα επαναπροώθησης»
Μολονότι το ΕΔΔΑ δεν καταδικάζει την Ελλάδα για επιχείρηση παράνομης επαναπροώθησης, αυτό που απεφάνθη είναι ότι η ελληνικές αρχές παρέλειψαν να διερευνήσουν ενδελεχώς τις συνθήκες του ναυαγίου.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των διασωθέντων, το ναυάγιο έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια δύο διαδοχικών ρυμουλκήσεων του πλοιαρίου τους, από σκάφος του λιμενικού, προς την Τουρκία, με ένα σκοινί 10 μέτρων και με μεγάλη ταχύτητα. Κατά τη διάρκεια των ρυμουλκήσεων νερά εισέρρεαν εντός του σκάφους με αποτέλεσμα την ανατροπή και βύθισή του. Το σκάφος είχε μείνει ακυβέρνητο (λόγω βλάβης στη μηχανή) σε πολύ μικρή απόσταση (100 περίπου μέτρα) από το ελληνικό νησί. Τόσο πριν την επιχείρηση όσο και κατά τη διάρκεια αυτής, οι διασωθέντες ζητούσαν βοήθεια από τους λιμενικούς δείχνοντάς τους μάλιστα 2 από τα παιδιά, που επέβαιναν στο σκάφος.
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές «σε καμία περίπτωση το πλωτό σκάφος του Λιμενικού Σώματος δεν διενεργούσε ρυμούλκηση προς τις τουρκικές ακτές, αντίθετα, το σκάφος με τους επιβαίνοντες αλλοδαπούς ρυμουλκείτο προς το Φαρμακονήσι.
Μέσα σε λίγους μήνες από το τραγικό ναυάγιο, που είχε προκαλέσει και ειδική συνεδρίαση της Βουλής, ο φάκελος για τις πιθανές ευθύνες του Λιμενικού πέρασε στο αρχείο. Μετά από την «ανακριτική διαδικασία», ο Εισαγγελέας του Ναυτοδικείου Πειραιά αρχειοθέτησε την υπόθεση, με την απόφασή του να επικυρώνεται άμεσα και από τον Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Τον Ιούλιο του 2014, ο φάκελος για το τι συνέβη πραγματικά εκείνο το βράδυ στο Φαρμακονήσι, είχε κλείσει για την ελληνική Δικαιοσύνη
«Στην απόφαση γινεται λόγος για τις παραλείψεις της Ελλάδας στη διερεύνηση της υπόθεσης, δηλαδή και στο γεγονός ότι παρέλειψαν οι αρχές να διερευνήσουν τις καταγγελίες για επαναπροώθηση. Οπότε, δεν μπορεί το δικαστήριο, με βάση το προϊόν της έρευνας, να κρίνει επί της ουσίας για το αν υπήρξε ή όχι επαναπροώθηση. Ωστόσο, επισημαίνει το γεγονός και καταδικάζει την Ελλάδα, για τη μη διερεύνηση των σοβαρών καταγγελιών για επαναπροώθηση» εξηγεί η Ελένη Σπαθανά.
«Δεν τηρήθηκε κανένας κανόνας έρευνας και διάσωσης με βάση το Διεθνές Δίκαιο»
Το δεύτερο σημείο τη καταδίκης της χώρας, έρχεται «για το γεγονός ότι, οι ελληνικές αρχές παρέλειψαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους για την έρευνα και τη διάσωση. Παρέλειψαν δηλαδή να προστατεύσουν το δικαίωμα στη ζωή».
Όπως συνεχίζει η εκ των εκπροσώπων των προσφύγων στο ΕΔΔΑ: «Το εμβληματικό της απόφασης, προκύπτει ότι δεν τηρήθηκε κανένας κανόνας έρευνας και διάσωσης με βάση το Διεθνές Δίκαιο, αντίθετα, ακολουθήθηκε μία επιχείρηση αποτροπής και “προστασίας συνόρων”. Για παράδειγμα, το Επιχειρησιακό Κέντρο Έρευνας και Διάσωσης ενημερώθηκε μετά τη βύθιση του σκάφους και όχι με τον εντοπισμό του. Δια των παρελείψεων λοιπόν, εμείς εκτιμούμε ότι επρόκειτο για επιχείρηση επαναπροώθησης, ακριβώς γιατί δεν ενεργοποιήθηκε το πλαίσιο το οποίο οφείλετο να ενεργοποιηθεί σε μία κανονική διαδικασία έρευνας και διάσωσης. Αυτό που κανονικά ενεργοποιείται αυτόματα όταν έχουμε περίπτωση πλοιαρίου σε κίνδυνο».
Όπως αναφέρει το κείμενο της απόφασης, οι ελληνικές αρχές δεν κατάφεραν να εξηγήσουν το πώς σκόπευαν να μεταφέρουν το πλοιάριο προς το Φαρμακονήσι. Το ΕΔΔΑ σημειώνει ότι εστάλη ένα ταχύπλοο PLS 136, με τέσσερα άτομα πλήρωμα, χωρίς των απαραίτητο εξοπλισμό διάσωσης. Οι άνδρες του Λιμενικού που βρίσκονταν στο ταχύπλοο δεν ζήτησαν επιπλέον βοήθεια, παρά το γεγονός ότι το πλοιάριοβρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση, με 27 άτομα μέσα. Το Επιχειρησιακό Κέντρο Έρευνας και Διάσωσης δεν ενημερώθηκε για τον αρχικό εντοπισμό και την επιχείρηση μέχρι τις 2.13 τα ξημερώματα. Το αλιευτικό ήταν ήδη μισοβυθισμένο και βυθίστηκε πλήρως μόλις 3 λεπτά αργότερα, στις 2.16. Έκκληση σε παραπλέοντα σκάφη να βοηθήσουν εστάλη πρώτη φορά στις 2.25. Ελικόπτερο ζητήθηκε στις 2.29 και έφτασε στο σημείο στις 3.52. Αίτημα για εμπλοκή επιπλέον σκαφών ζητήθηκε στις 2.45 και το πρώτο έφτασε στις 3.32.
«Τους έγδυσαν και κάποιους τους χτύπησαν»
Το τρίτο σημείο της καταδίκης της χώρας, έχει να κάνει με την εξευτελιστική μεταχείριση των ναυαγών, μετά την αποβίβασή τους στο Φαρμακονήσι. «Έχουμε και την καταδίκη για εξευτελιστική μεταχείριση, όσων είχαν διασωθεί και αφού είχαν διασωθεί. Οι πρόσφυγες αυτοί δέχθηκαν μία εξευτελιστική μεταχείριση. Η απάνθρωπη αυτή μεταχείριση ήταν ότι μετά την αποβίβασή τους στο Φαρμακονήσι, τους έγδυσαν, κάποιους τους χτύπησαν και εν γένει τους μεταχειρίστηκαν με τρόπου που ταπεινώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια» εξηγεί η δικηγόρος και τονίζει πως:
«Το ξεγύμνωμα, η βίαιη συμπεριφορά, που έκρινε ως αληθή το Δικαστήριο, είναι μεταξύ αυτών που οι ναυαγοί κατήγγειλαν από την πρώτη στιγμή, μαζί με την προσπάθεια επαναπροώθησης, όταν ήρθαν σε επαφή με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ»
Στην απόφαση του ΕΔΔΑ αναφέρεται πως:
«Oι επιζώντες του βυθισμένου σκάφους οδηγήθκαν σε υπαίθριο γήπεδο μπάσκετ και δέχθηκαν διαταγή να γδυθούν. Υποβλήθηκαν σε σωματική έρευνα μπροστά στα μάτια των άλλων επιζώντων και μιας ομάδας στρατιωτών. Τους ζητήθηκε να σκύψουν μπροστά και να γυρίσουν.
Η Κυβέρνηση δεν εξήγησε γιατί ήταν απαραίτητο το ξεγύμνωμα για σωματική έρευνα, ώστε να διασφαλιστεί η ασφάλεια. Ούτε υποστήριξε ότι υπήρχαν λόγοι δημόσιας ασφάλειας που απαιτούσαν αυτήν την έρευνα. Επιπλέον, δεν ανέφεραν ότι υπήρχε υποψία ότι οι ενάγοντες ήταν οπλισμένοι, ή αποτελούσαν κίνδυνο για την ασφάλεια των δυνάμεων ασφαλείας
Αντίθετα, φτάνοντας στο Φαρμακονήσι οι ενάγοντες είχαν εξαντληθεί, συγκλονισμένοι από τα γεγονότα και ανησυχούσαν για την τύχη των συγγενών τους. Όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η έρευνα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες αναγκάστηκαν να γδυθούν την ίδια στιγμή και στο ίδιο μέρος, μπροστά σε τουλάχιστον 13 άλλα άτομα. Έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι ενάγοντες ήταν σε εξαιρετικά ευάλωτη κατάσταση: Μόλις είχαν δραπετεύσει από ένα σκάφος που βυθιζόταν και κάποιοι από αυτούς είχαν χάσει τους συγγενείς τους. Αυτοί βρίσκονταν αναμφίβολα σε μια κατάσταση ακραίου στρες και είχαν ήδη βιώσει συναισθήματα έντονου πόνου και θλίψης.»
Σε κοινή τους ανακοίνωση, οι οργανώσεις, Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, Ομάδα Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών Υποστήριξη προσφύγων στο Αιγαίο (RSA) /PRO ASYL καλούν σε συνέντευξη Τύπου για την απόφαση, τη Δευτέρα 11-7-2022 και ώρα 11.30, στην αίθουσα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Ακαδημίας 60). Η εκδήλωση θα μεταδοθεί από το TPP.
H ανακοίνωση του ΕΔΔΑ: