Τον προβληματικό τρόπο με τον οποίο λειτουργούν εδώ και αρκετό καιρό τα συστρατευμένα με την κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης «ανακαλύπτει» σήμερα ακόμα και ένας βουλευτής της, και μάλιστα ένα από τα ιστορικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, με θητεία υπουργού σε γαλάζιες κυβερνήσεις και με έργο που φτάνει μέχρι και τη συνταγματική αναθεώρηση.

Ο λόγος για τον Κώστα Τζαβάρα, που προ ημερών ανακοίνωσε πως δεν θα κατεβεί στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, διαμαρτυρόμενος για την απόφαση της κυβέρνησης να καταργήσει τα πανεπιστημιακά τμήματα σε Πύργο και Αμαλιάδα. «Και λέω εγώ τώρα, με τί λογική μία τέτοια διαδικασία αλλαγής του status των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων δεν ολοκληρώνεται κανονικά, αλλά με παρεμβάσεις διάφορων παραγόντων έχουμε ως αποτέλεσμα αυτή την απόφαση, η οποία είναι διαβλητή από άποψη διαφάνειας» ανέφερε, μεταξύ άλλων, την περασμένη εβδομάδα ο Κ. Τζαβάρας, μιλώντας στο ρ/σ «Στο Κόκκινο».

Υπερασπίζομαι ότι το πτυχίο που παίρνει κάποιος από ένα Πανεπιστήμιο, θα πρέπει να έχει και ανάλογο μορφωτικό αποτύπωμα. Τι να το κάνω ένα πτυχίο από το Χάρβαρντ με κοινωνικές ή οικονομικές σπουδές, όταν το αντίστοιχο μορφωτικό επίπεδο είναι μηδέν» ανέφερε ακόμα, αρκούντως αιχμηρά προς τα κυβερνητικά στελέχη.

Την συνέχεια, αλλά και την υποδοχή που του επιφύλαξαν φιλοκυβερνητικές πένες και μέσα ενημέρωσης περιέγραψε ο ίδιος, με ένα μακροσκελές άρθρο του στην εφημερίδα «Δημοκρατία», δείχνοντας συγκεκριμένους αρθρογράφους της «Καθημερινής» και των «Νέων», και κατηγορώντας τους πως «επιχειρούν να με διαβάλουν ως αναξιόπιστο και ανεπαρκή πολιτικό, εμφανίζοντάς με ως αμετανόητο τοπικιστή και αθεράπευτο λαϊκιστή».

«Δυστυχώς, κανένας από τους “διώκτες” μου δεν μπήκε στον κόπο να ασχοληθεί με το περιεχόμενο και τη βασιμότητα των αντιρρήσεών μου και να τις αντικρούσει με λογικά και πραγματικά επιχειρήματα. Ενεργώντας όλοι από κοινού και εκ συμφώνου επιτέθηκαν εναντίον μου ως εάν να είχαν λάβει το πρόσταγμα από έναν αόρατο αφέ(ν)τη: “φάτε τον!”. Όλοι ελαύνονται από την επιθυμία του προσωπικού μου στιγματισμού και πολιτικού μου διασυρμού, χωρίς να κατανοώ για ποιο λόγο» αναφέρει ο εν ενεργεία βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, σε πόνημα με τίτλο «Χαμαίζηλοι ή εθελόδουλοι», και σε παρένθεση «Η διά του Τύπου ηθική παρενόχληση. Η περίπτωση του Σ. Κασιμάτη».

«Δεν αξίζει να ασχοληθώ με τις συκοφαντίες που εξέμεσε εναντίον μου ο κ. Χίος. Όσοι γνωρίζουν την ποιότητα της δικηγορίας που έχω ασκήσει επί σαράντα συναπτά έτη αντιλαμβάνονται το γιατί» αναφέρει σε άλλο σημείο ο βουλευτής, καταλήγοντας ωστόσο στον Στ. Κασιμάτη, «σε αυτή την εξαιρετική περίπτωση καλλιεπούς κονδυλοφόρου, οφείλω να απευθυνθώ προσωπικά, μιας και επανειλημμένως έχει αναφερθεί στην ταπεινότητά μου, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει ποτέ λάβει απάντηση. Συνειδητά είχα επιλέξει να τον αγνοώ. Σήμερα όμως θα του απαντήσω κατά πρόσωπο και όπως του αξίζει», απευθυνόμενος πλέον στον αρθρογράφο σε προσωπικό τόνο.

«Οι “παραδόσεις” που καθημερινά εκτελείς από το διανοητικό και γλωσσικό σου παντοπωλείο (μπακάλικο), είτε με προσωπική σου πρωτοβουλία, είτε κατόπιν παραγγελίας άλλων, δεν με αγγίζουν γιατί μας χωρίζει ηθική, πνευματική και πολιτική άβυσσος» αναφέρει ακολούθως ο Κ. Τζαβάρας, χαρακτηρίζοντάς τον ως «κατ’ εξοχήν δημοσιογράφο που επιδίδεται συστηματικά σε πράξης “ηθικής παρενόχλησης”», πως είναι «δεξιοτέχνης μάστορας στη χρήση τεχνικών προσωπικής αποσταθεροποίησης των “θυμάτων” σου (υπονοούμενα, πικρόχολοι υπαινιγμοί, ψέματα, ταπεινώσεις)», «να μειώνεις τους άλλους προκειμένου να αποκτήσεις ισχυρή αυτοεκτίμηση, κατ’ επέκταση, εξουσία, γιατί διψάς για θαυμασμό και επιδοκιμασία», αλλά και πως στα κείμενά του εκδηλώνει «μία προσωποληπτική και σαρκοβόρα διάθεση απέναντι σε όποιον αναφέρεσαι».

«Επειδή δεν έχω άλλα αποθέματα ανωτερότητας για να εξακολουθώ να μεταμφιέζω την αηδία μου σε κοσμιότητα (αστική ευγένεια, όπως λένε κάποιοι), σταματώ εδώ. Και, όπως έλεγε κάποτε πάλι ο Γ. Σεφέρης, επιστρέφω στη σιωπή μου και παρακαλώ να μην αναγκαστώ να μιλήσω για αυτά τα θέματα ξανά» καταλήγει ο βουλευτής.

Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο του Κ. Τζαβάρα:

Χαμαίζηλοι ή εθελόδουλοι; (Η δια του τύπου τελούμενη ηθική παρενόχληση. Η περίπτωση του κ. Σ. Κασιμάτη)

«Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες» έγραφε κάποτε ο Γ. Σεφέρης. Παραδόξως όμως στη σημερινή Ελλάδα δεν βουλιάζουν – όπως θα έπρεπε – αλλά επιπλέουν και μεσουρανούν όσοι δημοσίως κακοποιούν συστηματικά και αστόχαστα τα συμβολικά μεγέθη, που στηρίζουν ως ακρογωνιαίοι λίθοι την ύπαρξη και λειτουργία κάθε νεωτερικής κοινωνίας: την ελευθερία του λόγου, την ανεκτικότητα, τον σεβασμό και την ευθύνη για τον άλλον άνθρωπο.

Ειδικά στο χώρο του Τύπου έχει καταστεί καθημερινό άθλημα από μια μερίδα δημοσιογράφων η προσωπική προσβολή και η ηθική εξόντωση όσων διαφωνούν και ασκούν κριτική στις κατεστημένες αντιλήψεις που κυριαρχούν στα διάφορα πεδία της κοινωνικής ζωής. Αντί να εγγυώνται και να διασφαλίζουν μέσω του θεσμικού τους ρόλου την αντικειμενική και επί ίσοις όροις μετάδοση και προβολή όλων των απόψεων στη δημόσια σφαίρα, με τον προσήκοντα σεβασμό στην ανθρώπινη αξία (άρθρο 15 Συντάγματος), εντούτοις, είτε γιατί έχουν χαμηλή εκτίμηση στο λειτούργημά τους, είτε γιατί είναι υπάλληλοι συμφερόντων, συμβάλλουν ώστε η πολιτική σκηνή του τόπου να έχει μετατραπεί σε μια ταραχώδη και απέραντη αρένα.

Η πιο χαρακτηριστική μορφή εκδήλωσης της συμπεριφοράς αυτής στο εκάστοτε «θύμα» που επιλέγεται από τους ίδιους ή παραγγέλλεται από άλλους, είναι πλέον γνωστή ως «ηθική παρενόχληση» ή «διαστροφική βία» (Marie-France Hirigoyen, Ηθική παρενόχληση). Πρόκειται για μια προσπάθεια προσωπικής αποσταθεροποίησης και ψυχικής, ηθικής, πολιτικής ή επαγγελματικής εξόντωσης που γίνεται με λόγια, με υπονοούμενα, με ψέματα, με πικρόχολους υπαινιγμούς, με ταπεινωτικά σχόλια, με κακόβουλες φήμες κ.α., χωρίς τη χρήση φυσικής βίας.

Τις τελευταίες ημέρες, με παρόμοιες προθέσεις, έχουν συστρατευθεί (αν δεν έχουν επιστρατευτεί) εναντίον μου μια σειρά διαπρεπείς δημοσιογράφοι, που κυρίως εργάζονται στις εφημερίδες «Καθημερινή» και «Τα Νέα» και επιχειρούν να με διαβάλλουν ως αναξιόπιστο και ανεπαρκή πολιτικό, εμφανίζοντάς με ως αμετανόητο τοπικιστή και αθεράπευτο λαϊκιστή. Μου προσάπτουν ότι ανεπίτρεπτα τόλμησα να διαφωνήσω με τις παράλογες, αδιαφανείς και αντικανονικές διαδικασίες μέσω των οποίων το Πανεπιστήμιο Πατρών (μόνο εκ των 23 της χώρας) ακαίρως αποφάσισε την αναδιάρθρωση των Πανεπιστημιακών Τμημάτων που λειτουργούν εκτός της πόλης των Πατρών. Η απόφαση αυτή, που αρχικά αφορούσε 6 Τμήματα (Αχαΐας, Αιτωλοακαρνανίας και Ηλείας), κατέληξε, μετά από παρεμβάσεις πολιτικών παραγόντων, να αφορά μόνο το Τμήμα Μουσειολογίας του Πύργου και το Τμήμα Γεωπονίας της Αμαλιάδας, που λειτουργούν από εικοσαετίας ως ΤΕΙ. Το μεν πρώτο με αντικείμενο πολιτισμικές επιστήμες λόγω της περιοχής της Αρχαίας Ολυμπίας, το δε δεύτερο με αντικείμενο τη γεωπονία λόγω της εγγύτητας με τον ηλειακό κάμπο, τον μεγαλύτερο αρδευόμενο κάμπο της χώρας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η διασπορά 430 Τμημάτων των 23 Πανεπιστημίων της χώρας σε 55 πόλεις (δηλαδή σε όλους τους νομούς) έχει καταστεί προ πολλού ιστορική πραγματικότητα, γιατί η Πολιτεία επέλεξε επί πενήντα χρόνια το δημοκρατικό μοντέλο εξακτίνωσης των Πανεπιστημίων (ώστε να συνδέεται η επιστήμη με την ανοιχτή κοινωνία) και όχι το μοντέλο των περιμαντρωμένων Πανεπιστημίων-ολοκληρωτικών θεσμών (βλ. σχετικά Ervin Goffman).

Δυστυχώς, κανένας από τους «διώκτες» μου δεν μπήκε στον κόπο να ασχοληθεί με το περιεχόμενο και τη βασιμότητα των αντιρρήσεών μου και να τις αντικρούσει με λογικά και πραγματικά επιχειρήματα. Ενεργώντας όλοι από κοινού και εκ συμφώνου επιτέθηκαν εναντίον μου ως εάν να είχαν λάβει το πρόσταγμα από έναν αόρατο αφέ(ν)τη: «φάτε τον!». Όλοι ελαύνονται από την επιθυμία του προσωπικού μου στιγματισμού και πολιτικού μου διασυρμού, χωρίς να κατανοώ για ποιο λόγο.

Σε όλους αυτούς απευθύνω και μέσα από τις γραμμές αυτές τα εξής ερωτήματα:

Η σύνταξη του ακαδημαϊκού χάρτη είναι ορθολογικό να γίνεται προτού διαμορφωθεί το τοπίο που αυτός θα αποτυπώσει; Δηλαδή πριν από τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ, με βάση τα οποία η εφαρμογή της ελάχιστης βάσης εισαγωγής θα καθορίσει ποια πανεπιστημιακά τμήματα είναι βιώσιμα και ποια πρέπει να κλείσουν, μεταρρύθμιση με την οποία είμαι απολύτως σύμφωνος;
Εάν παρ’ όλα αυτά το Υπουργείο Παιδείας έχει αποφασίσει να ξεκαθαρίσει πριν από τις προσεχείς εισαγωγικές εξετάσεις το τοπίο, δεν είναι ορθολογικό να στηριχθεί στα αποτελέσματα των εισαγωγικώς εξετάσεων του 2020, με βάση τα οποία σε 186 Πανεπιστημιακά Τμήματα των 23 Πανεπιστημίων της χώρας (ήτοι στο 43% επί του συνόλου), εισήχθησαν φοιτητές με βαθμό μικρότερο του 10;
Γιατί δεν επιλέγεται ως ενιαίο και γενικής εφαρμογής κριτήριο για τον εξορθολογισμό του ακαδημαϊκού χάρτη η διαγραφή από το «μηχανογραφικό δελτίο» όχι μόνο δύο αλλά όλων των 186 Τμημάτων, εφόσον ο πραγματικός σκοπός του εκσυγχρονισμού της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι το κλείσιμο των πανεπιστημιακών τμημάτων που δέχονται φοιτητές με βάση κάτω του 10 που προφανώς δεν διαθέτουν τα ακαδημαϊκά εχέγγυα για να παρακολουθήσουν και να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους;
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι το κλείσιμο της Μουσειολογίας του Πύργου προηγούνται άλλα 87 Τμήματα που έχουν δεχθεί φοιτητές με χαμηλότερη βάση από αυτό.

Δεν αποτελεί άνιση μεταχείριση και για αυτό μεγίστη αδικία μια τόσο κραυγαλέα επιλεκτική διαγραφή από τον ακαδημαϊκό χάρτη της χώρας του νομού Ηλείας, χωρίς να «πειραχτεί» κανένα από τα Τμήματα που λειτουργούν σε όλους τους άλλους νομούς της χώρας;
Άραγε είναι «τοπικιστής» και «λαϊκιστής» όποιος υποστηρίζει ως αυτονόητη υποχρέωση της Πολιτείας τη διατήρηση ενός Πανεπιστημιακού Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας ή πολιτισμού στην περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας, αυτής της παρθενικής μήτρας ενός οικουμενικού πολιτισμού «που δεν άλλαξε, δε μολεύτηκε και δε θα πεθάνει ποτέ» (Τάκης Δόξας); Και είναι άραγε προοδευτικός κοσμοπολίτης όποιος ιδρύει Σχολή Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Αγρίνιο;

Η κορύφωση όμως του παραλογισμού που εκδηλώθηκε σε σχέση με το ζήτημα αυτό σημειώνεται με την προχθεσινή απόφαση της Συγκλήτου του «προοδευτικού» Πανεπιστημίου Πατρών, με την οποία απαιτεί από την Κυβέρνηση να λάβει μέτρα για την ενίσχυση τής ζήτησης δύο Τμημάτων που λειτουργούν στην Πάτρα, της Γεωλογίας και της Επιστήμης Αντοχής των Υλικών, που το 2020 δέχθηκαν φοιτητές με βάση το 6 και δεν έχουν ακόμα κλείσει. Αναγνωρίζει δηλαδή το «προοδευτικό» αυτό Πανεπιστήμιο ότι η Πολιτεία και όχι το Πανεπιστήμιο, έχει την αρμοδιότητα να παίρνει μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης των υπό κατάργηση Τμημάτων, ώστε αυτά να καταστούν βιώσιμα. Γιατί άραγε αυτό να μην ισχύσει και για τα Τμήματα του νόμου Ηλείας;

Το πρόβλημα δεν αφορά πόσα σουβλάκια θα πουληθούν στις τοπικές αγορές, όπως διατυμπανίζουν οι «διώκτες» μου, αλλά ποιος επιτέλους και πώς θα βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, που ήδη έχουν αρχίσει να καίγονται.

Είμαι όμως υποχρεωμένος, παρ’ όλο που δε θα ήθελα να κάνω ονομαστική αναφορά στους προσωπικούς «διώκτες» μου, να ξεχωρίσω την περίπτωση δύο εξ αυτών, που υπερέβησαν σε κακόβουλα και ταπεινωτικά σχόλια εναντίον μου κάθε όριο ανοχής και να ασχοληθώ ειδικότερα με την περίπτωση του ενός. Πρόκειται για τους δύο επιφανείς στεφάνους της δημοσιογραφίας: τον κ. Στέφανο Χίο και τον κ. Στέφανο Κασιμάτη. Και οι δύο ρίχνοντας βρώμικα βέλη στην ηθική, πολιτική και επαγγελματική μου υπόσταση … «με μάτια κλειστά τραγουδούν αγκαλιά: Εθνική Ελλάδας γειά σου».

Δεν αξίζει να ασχοληθώ με τις συκοφαντίες που εξέμεσε εναντίον μου ο κ. Χίος. Όσοι γνωρίζουν την ποιότητα της δικηγορίας που έχω ασκήσει επί σαράντα συναπτά έτη αντιλαμβάνονται το γιατί.

Στον Στέφανο όμως τον Κασιμάτη, σε αυτή την εξαιρετική περίπτωση καλλιεπούς κονδυλοφόρου, οφείλω να απευθυνθώ προσωπικά, μιας και επανειλημμένως έχει αναφερθεί στην ταπεινότητά μου, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει ποτέ λάβει απάντηση. Συνειδητά είχα επιλέξει να τον αγνοώ. Σήμερα όμως θα του απαντήσω κατά πρόσωπο και όπως του αξίζει.

Άκου κυρ Στέφανε,

Οι «παραδόσεις» που καθημερινά εκτελείς από το διανοητικό και γλωσσικό σου παντοπωλείο (μπακάλικο), είτε με προσωπική σου πρωτοβουλία, είτε κατόπιν παραγγελίας άλλων, δεν με αγγίζουν γιατί μας χωρίζει ηθική, πνευματική και πολιτική άβυσσος:

Πρώτον γιατί είσαι ο κατ’ εξοχήν δημοσιογράφος που επιδίδεται συστηματικά σε πράξεις «ηθικής παρενόχλησης». Είσαι δεξιοτέχνης μάστορας στη χρήση τεχνικών προσωπικής αποσταθεροποίησης των «θυμάτων» σου (υπονοούμενα, πικρόχολοι υπαινιγμοί, ψέματα, ταπεινώσεις). Όπως προδίδουν τα κείμενά σου, ελαύνεσαι καθημερινά από την επιθυμία

να μειώνεις τους άλλους, προκειμένου να αποκτήσεις ισχυρή αυτοεκτίμηση, κατ’ επέκταση, εξουσία, γιατί διψάς για θαυμασμό και επιδοκιμασία (βλ. Marie-France, οπ.π., σελ 14).

Δεύτερον γιατί σε όλα σου τα κείμενα εκδηλώνεις μια προσωποληπτική και σαρκοβόρα διάθεση απέναντι σε όποιον αναφέρεσαι. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι η προσωποληψία (είτε με αρνητικό είτε με θετικό πρόσημο) αποτελεί το ψυχικό υπόβαθρο κάθε φασισμού. Πολλώ δε μάλλον ενός ρατσισμού που επ’ εσχάτων αρχίζει να απειλεί με νεομουσολινική γόμωση τη χώρα. Κακώς λοιπόν, και αυθαίρετα με ενέταξες στο #metoo με την κ. Φώφη Γεννηματά και τον κ. Αλέξη Τσίπρα. Κανονικά και επάξια όφειλες να με εντάξεις στο #metoo που εγκαινίασες με τον Γιώργο Κατρούγκαλο.

Τον πολιτικό που σε μια κρίσιμη για την υγεία του στιγμή δέχθηκε από εσένα την πιο άθλια, την πιο χυδαία και την πιο απάνθρωπη ηθική παρενόχληση. Μόνο για την πράξη σου αυτή θα έπρεπε να έχεις αποσυρθεί από τη δημόσια σφαίρα και να παραμένεις κρυμμένος στα βάθη εκείνα του εαυτού σου, από όπου κάθε μέρα ξεκινάνε οι ορμές του θανάτου, που σε έχουν καταδικάσει, μέσα από το γράψιμο, να συναντάς αυτό που σου λείπει στην υπόλοιπη ζωή σου (Ζ. Λακάν: Ο άνθρωπος είναι ό,τι του λείπει). Είναι βέβαιο ότι στην προσεχή επίθεσή σου εναντίον μου θα απαιτήσεις να με ρίξουν στον Καιάδα γιατί όπως ίσως σε έχουν ενημερώσει έχω πρόβλημα μειωμένης όρασης (κάτι τέτοιο έχει ήδη υπαινιχθεί για εμένα ο συνάδελφός σου, κ. Θεοδωρόπουλος, στην «Καθημερινή» που με συνδέει με τη «σπηλιά του Κύκλωπα»).

Τρίτον γιατί ακόμα και από το πεπρωμένο που ορίζουν για τους ανθρώπους τα ονόματά τους, εμείς οι δύο είμαστε καταδικασμένοι να μην έχουμε ποτέ ειλικρινή επικοινωνία και συνάφεια. Εσύ ως Κασίμ-ατης, είσαι καταδικασμένος να «ξύνεσαι» αιωνίως αυτοκαταστροφικά (τουρκικό kassima=φαγούρα, κνησμός + Άτη). Εκτός και αν βέβαια προτιμάς τη δεύτερη εκδοχή που υποστηρίζουν κάποιοι για την προέλευση του ονόματός σου («κάττυμα»), που είναι η μοίρα του «δέρματος για σόλες», εκδοχή που εγώ τουλάχιστον δεν αποδέχομαι για εσένα. Απεναντίας το Τζαβάρας στα αρβανίτικα σημαίνει «θεριό, παλικάρι». Να γιατί δεν πρόκειται να καμφθώ από οποιαδήποτε κακοήθη, υποβολιμαία και ταπεινωτική επίθεση για τις απόψεις και τη γνώμη μου. Να γιατί δεν θέλησα μέχρι σήμερα να αναζητήσω την προστασία κάποιου από τους «ολιγάρχες» της οικονομικής ή πολιτικής ζωής, με τους οποίους ενδεχομένως εσύ να συναγελάζεσαι.

Είναι βέβαιο, ότι αν είχα την εύνοια κάποιου εξ αυτών και θα με σεβόσουν και θα με επαινούσες καθημερινά.

Τέταρτον γιατί με υποχρεώνεις να αναφερθώ στη σχέση που συνδέει αυτόν που υπογράφει με ψευδώνυμο με την ευθύνη. Ευθύνη σημαίνει να δρα κάποιος και να υπογράφει με το αληθινό του όνομα. Η διατήρηση – έστω και παράλληλα με το αληθινό όνομα – του ψευδώνυμου «Πανδώρα» προφανώς επιβεβαιώνει αυτά που ο Ζακ Ντερριντά έχει γράψει για τις περιπτώσεις ψευδωνυμίας, μετωνυμίας κλπ: κάποιος γράφει «πιο αποτελεσματικά, πιο αυθεντικά, με το μυστικό όνομα με το οποίο καλεί τον εαυτό του, με αυτό που δίνει στον εαυτό του […]» παρά με το αληθινό του όνομα. Να γιατί διαλέγεις να κρύβεσαι πίσω από ψευδώνυμα. Έχεις μια προβληματική σχέση με την ευθύνη σου απέναντι στα «θύματά» σου.

Πέμπτον γιατί ως προς την έννοια της θυσίας-παραίτησης, που μου προσάπτεις ειρωνικά, αξίζει να αντιληφθείς – αν υπάρχει το σχετικό περιθώριο εντός σου – ότι δεν αποτελεί για εμένα «μια στιγμή τρέλας που σκίζει την κυκλική ενότητα του διαλεκτικού χρόνου» (J. Caputo), αλλά μία συνειδητή απόφαση παραίτησης από ένα δικαίωμα του οποίου έχω αποκλειστικά την εξουσία διάθεσης. Η ορθότητα μάλιστα της απόφασή μου αυτής καθημερινά ενισχύεται όταν με οδύνη διαπιστώνω πόσο μεγάλη είναι η επιρροή που ασκούν στην πολιτική ζωή του τόπου άνθρωποι με τα δικά σου χαρακτηριστικά.

Τέλος, αξίζει να ξαναδιαβάσεις το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» του Κ. Π. Καβάφη. Όχι τόσο για να αλλάξεις γνώμη ως προς τον τρόπο που πιστεύεις ότι τελειώνει η πολιτική μου πορεία (αυτό μου είναι εντελώς αδιάφορο) αλλά μήπως και κατανοήσεις (πράγμα που θα σε ωφελήσει) ότι σε αυτό το ποίημα δεν είναι ο Αντώνιος που εγκαταλείπει την Αλεξάνδρεια συνοδευόμενος από ένα θίασο σατύρων και τσιρκολάνων, όπως υποστηρίζεις, αλλά αντίθετα είναι ο θεός Διόνυσος που εγκαταλείπει τον Αντώνιο. Ο θίασος που «σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτα» περνάει από τους δρόμους της Αλεξάνδρειας και εξέρχεται από την πύλη την κατέναντι των στρατευμάτων του Οκταβιανού, είναι «σημείον» (σημάδι) αυτής της εγκατάλειψης, για αυτό και ο Καβάφης τον θίασο αυτό τον χαρακτηρίζει «αόρατο» και «μυστικό» (βλ. σχετικά Πλούταρχο, Βίος του Αντωνίου, απ’ όπου και η φράση «απολείπειν ο Θεός Αντώνιον»).

Επειδή δεν έχω άλλα αποθέματα ανωτερότητας για να εξακολουθώ να μεταμφιέζω την αηδία μου σε κοσμιότητα (αστική ευγένεια, όπως λένε κάποιοι), σταματώ εδώ. Και, όπως έλεγε κάποτε πάλι ο Γ. Σεφέρης, επιστρέφω στη σιωπή μου και παρακαλώ να μην αναγκαστώ να μιλήσω για αυτά τα θέματα ξανά.