Η πρόσφατη συζήτηση περί «κόκκινης Ροδόπης» επανέλαβε και επιβεβαίωσε τρία θέσφατα της ελληνικής πολιτικής ζωής. Πρώτον, στην Ελλάδα υπάρχει μια μόνο μειονότητα, η μουσουλμανική, με θρησκευτικό χαρακτήρα. Δεύτερον, η μουσουλμανική μειονότητα προστατεύεται από τη συνθήκη της Λωζάνης. Τρίτον, θα ήταν αντίθετο στη συνθήκη αυτή να αναγνωριστεί εθνική-τουρκική μειονότητα.

Αυτά είναι απολύτως ανακριβή. Στις αρχές του 20ου αιώνα ζούσαν στα εδάφη του σημερινού ελληνικού κράτους πάνω από 700.000 μουσουλμάνοι. Μέρος αυτού του πληθυσμού αναγκάστηκε να φύγει λόγω των πολέμων, της τρομοκράτησης από ενόπλους και, γενικά, της εχθρότητας των κυρίαρχων χριστιανικών ελίτ.

Το 1923 υπογράφτηκε η Σύμβαση της Λωζάνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και ακολούθως επικυρώθηκε από τη διεθνή Συνθήκη ειρήνης. Τα κείμενα αυτά δεν προστάτευσαν αλλά διέλυσαν τη μουσουλμανική μειονότητα της χώρας. Από τη μια πλευρά, επικύρωσαν την εκδίωξη πάνω από εκατό χιλιάδων Μουσουλμάνων από τα εδάφη της Ελλάδας πριν το 1923. Απαγορεύτηκε η επάνοδος στα σπίτια τους, τους αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και δημεύθηκε η περιουσία τους (με μια αόριστη και μη εκπληρωθείσα υπόσχεση αποζημίωσης από την Τουρκία). Από την άλλη πλευρά,  η Σύμβαση του 1923 προέβλεψε την απέλαση περίπου 400.000 Μουσουλμάνων. κυρίως από τη Μακεδονία, Θεσσαλία και Κρήτη, επίσης με απώλεια ιθαγένειας και περιουσίας. Μπορεί να υπερασπιζόμαστε τα εξειρηνευτικά αποτελέσματα της Λωζάνης, αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε το ότι μεταχειρίσθηκε σαν ζώα πάνω από ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπους, μουσουλμάνους και χριστιανούς.

Το μεγάλο ψεύδος των επίσημων θεσφάτων είναι ότι τα κείμενα της Λωζάνης μιλούν μόνον για «μουσουλμανική μειονότητα». Στο διαδίκτυο βρίσκεται το επίσημο γαλλικό κείμενο της Σύμβασης και της Συνθήκης, και η ελληνική μετάφραση από το Υπουργείο Εξωτερικών κυκλοφορεί ευρέως. Αν διαβάσουμε τα κείμενα (αντί να εμπιστευτούμε όσα λένε διάφοροι ειδήμονες) θα διαπιστώσουμε τα εξής.

Η Σύμβαση και η Συνθήκη της Λωζάνης αναφέρονται τρεις φορές σε μουσουλμάνους (μουσουλμάνοι κάτοικοι, Έλληνες υπήκοοι μουσουλμανικού θρησκεύματος, μουσουλμάνοι). Τέσσερις φορές σε Τούρκους (Τουρκικοί πληθυσμοί, Τούρκοι). Και μια φορά σε μουσουλμανική μειονότητα. Αν μας επιτραπεί η αθλητική ορολογία, το σκορ είναι 7-1, αλλά διανοούμενοι και πολιτικοί στην Ελλάδα βλέπουν νίκη της μιας και μοναδικής αναφοράς σε μουσουλμανική μειονότητα.

Ας δούμε την κατά λέξη μετάφραση του άρθρου 3 της Σύμβασης ανταλλαγής: “Οι Έλληνες και οι Μουσουλμάνοι που έχουν ήδη εγκαταλείψει από τις 18 Οκτωβρίου 1912 τα εδάφη στα οποία οι Έλληνες και Τούρκοι κάτοικοι πρόκειται να ανταλλαγούν αμοιβαίως, θεωρούνται ότι περιλαμβάνονται στην ανταλλαγή που προβλέπεται στο πρώτο άρθρο».

Είναι σαφές ότι για τα συμβαλλόμενα μέρη τούρκος και μουσουλμάνος είναι συνώνυμα. Άλλωστε ο τίτλος της Σύμβασης είναι: «Σύμβαση σχετικά με την ανταλλαγή ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών». Όσοι δεν θεωρούν αναγνωρισμένη από τη Λωζάνη την τουρκική μειονότητα, ας διαβάσουν τα κείμενα χωρίς εθνικιστικά γυαλιά.

Είναι επίσης δωρεάν διαθέσιμο στο διαδίκτυο το ψηφιοποιημένο αρχείο του Ελευθερίου Βενιζέλου, του εμπνευστή και προπαγανδιστή της αναγκαστικής ανταλλαγής και επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Λωζάνη.

Στην πλούσια αλληλογραφία για το θέμα, ο Βενιζέλος αναφέρεται στους υπό ανταλλαγή πληθυσμούς με το όνομα «Τούρκοι». Παραδείγματα: Ζητά την εκτόπιση «των εν Ελλάδι Τούρκων» ή «Τούρκων εξ Ελλάδος». Προτρέπει τον Νάνσεν να εργασθεί με σκοπό «the speedy transfer of the Turks now in Greece”. Κάνει προτάσεις για την τύχη των «Τούρκων Δυτικής Θράκης» και μάλιστα ζητά σε τηλεγράφημα «να υποχρεώσωμεν Τούρκους να εγκαταλείψουν ημέτερον έδαφος». Εν συντομία, ο Βενιζέλος δεν μιλά για μουσουλμάνους, αλλά για Τούρκους και μας λέει ότι είναι εχθροί της Ελλάδας και γι’ αυτό δεν έχουν θέση στο «ημέτερον έδαφος».

Υπάρχει σήμερα τουρκική μειονότητα στην Ελλάδα; Το ελληνικό κράτος εδώ και δεκαετίες δεν κάνει στατιστικές για να διαπιστώσει την εθνική συνείδηση των κατοίκων του, συνεπές προς την αρχή ότι ούτε έχουμε ούτε θέλουμε να έχουμε μειονότητες (εκτός από τη «μια μουσουλμανική»). Εάν σεβόταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων, θα τις κατέγραφε για να αναπτύξει ακολούθως πολιτικές προστασίας τους.

Ελλείψει σαφών στοιχείων και με δεδομένο ότι στη Δυτική Θράκη ζουν σήμερα πάνω από 100.000 μουσουλμάνοι, κανείς δεν θα αμφισβητήσει ότι μερικές χιλιάδες εξ αυτών έχουν τουρκική συνείδηση. Οι λόγοι είναι σαφείς: είναι μουσουλμάνοι ή κατάγονται από οικογένειες με μουσουλμανική παράδοση, μιλoύν τα τουρκικά ως μητρική γλώσσα και έχουν συναισθηματικούς δεσμούς με την Τουρκία ως μητέρα-πατρίδα/anavatan. Σε αυτά τα αντικειμενικά στοιχεία θεμελιώνεται η αυτοαναγνώριση χιλιάδων πολιτών ως εθνικά Τούρκων.

Από νομική άποψη, η ύπαρξη εθνικών μειονοτήτων είναι πραγματικό ζήτημα που κρίνεται με τα δεδομένα της εθνικής συνείδησης και με αντικειμενική βάση τη γλώσσα, θρησκεία και κουλτούρα που τους διαφοροποιούν από την πλειονότητα. Η προστασία αυτών των μειονοτήτων είναι αντικείμενο σειράς διμερών και πολυμερών συνθηκών από την εποχή της Κοινωνίας των Εθνών ως σήμερα.

Στο βαθμό που τα μέλη μιας εθνικής μειονότητας οργανώνονται σε σωματεία, πολιτικές ενώσεις, πολιτιστικές ομάδες και γενικώς εκφράζουν την ταυτότητά τους, προστατεύονται όπως και τα μέλη της πλειονότητας που δρούν σε ελληνικές οργανώσεις. Ουδείς ρωτά για ποια λόγο ο γράφων δηλώνει Έλληνας, πώς το αποδεικνύει και ποια διεθνής σύμβαση τον προστατεύει. Όλα αυτά γίνονται αίφνης σημαντικά για όποιον θέλει να αναγνωρίζεται και να δρα ως Τούρκος.

Λίγο πιο δύσκολη είναι η απάντηση στο ερώτημα ποια ειδικά δικαιώματα έχει κάθε εθνική μειονότητα, με την έννοια του ποια παροχικά δικαιώματα μπορεί να απαιτήσει από το ελληνικό κράτος. Αυτό αφορά την οργανωτική αυτονομία της μειονότητας, ιδίως σε εκπαιδευτικά και πολιτιστικά ζητήματα, καθώς ποσοστώσεις συμμετοχής μελών της σε κρατικά όργανα. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στους θεσμούς προστασίας γλωσσικών-εθνικών μειονοτήτων στην Ισπανία ή στο Βέλγιο.

Το σημαντικότερο διεθνές κείμενο των τελευταίων δεκαετιών είναι η «Διακήρυξη για τα δικαιώματα προσώπων που ανήκουν σε εθνικές ή εθνοτικές, θρησκευτικές και γλωσσικές Μειονότητες» που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1992 (47/135). Το πρώτο άρθρο της δείχνει ότι προστατεύεται στην Ελλάδα η τουρκική και (οποιαδήποτε άλλη) μειονοτική ομάδα.

«Άρθρο 1. 1. Τα κράτη θα προστατεύουν την ύπαρξη και την εθνική ή εθνοτική, πολιτισμική, θρησκευτική και γλωσσική ταυτότητα των μειονοτήτων που βρίσκονται μέσα στην αντίστοιχη επικράτεια τους. και θα ενθαρρύνουν συνθήκες για την προαγωγή αυτής της ταυτότητας.

  1. Τα κράτη θα υιοθετούν κατάλληλα νομοθετικά και άλλα μέτρα για την επίτευξη αυτών των σκοπών».

Η Ελλάδα, αντί να προστατεύει, να ενθαρρύνει και να στηρίζει νομοθετικά την προβολή τουρκικής και οποιασδήποτε άλλης εθνικής ταυτότητας, απαγορεύει ακόμη και τη λειτουργία σωματείων που σε τίποτε δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό ούτε προβάλλουν κάτι διαφορετικό από τα όσα κατοχυρώνει η Διακήρυξη του ΟΗΕ.

Πιο λεπτομερής και σαφής είναι η Σύμβαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων (σύμβαση 157 του 1995). Θεσπίζει σειρά ειδικών δικαιωμάτων για τις μειονότητες, με άξονα την αποφυγή δυσμενών διακρίσεων τόσο αρνητικά (de facto στέρηση δικαιωμάτων) όσο και θετικά (οι μειονότητες πρέπει να απολαμβάνουν της ίδιας ουσιαστικής πρόσβασης στη δημόσια και ιδιωτική ζωή που όπως τα μέλη της πλειονότητας). Η Σύμβαση έχει επικυρωθεί από 38 ευρωπαϊκά κράτη και ισχύει από το 1998. Η Ελλάδα την υπέγραψε αλλά δεν την επικύρωσε. Γιατί άραγε;

Συνοπτικά. Η Ελλάδα έχει πάνω από εκατό χιλιάδες μουσουλμάνους πολίτες. Εκτός αυτού, ζουν ανάμεσά μας πάνω από 200.000 αλλοδαποί εργαζόμενοι μουσουλμανικού θρησκεύματος που θα πολιτογραφηθούν στην παρούσα ή στην επόμενη γενεά, εάν δεν τους αναγκάσει σε φυγή  η ελληνική μεταναστευτική πολιτική.

Δεν έχουμε αυταπάτες για τα όρια του επίσημου φιλελευθερισμού. Αλλά κάποτε θα πρέπει οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι να εγκαταλείψουν το μοντέλο καταστολής των μειονοτήτων με απώτερο σκοπό την εθνοκάθαρση. Αυτό το μοντέλο κυριάρχησε στο ελληνικό κράτος από την Επανάσταση του 1821 έως και τη συνθήκη της Λωζάνης και ακόμη ταλανίζει τους μειονοτικούς και όσους παίρνουν στα σοβαρά την «ισονομία-ισοπολιτεία».

 

O Δημήτρης Δημούλης διδάσκει συνταγματικό δίκαιο στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο, Βραζιλία