γράφει ο Γιάννης Τόλιος, διδάκτωρ οικονομικών
Πρόσφατα από τις εκδόσεις «Επίκεντρο» κυκλοφόρησε το βιβλίο του Βασίλη Κ. Φούσκα με τίτλο: «Τουρκικός Ιμπεριαλισμός και Αποτροπή». Πρόκειται για ένα βιβλίο καινοτόμο που έλειπε από την ελληνική βιβλιογραφία. Παρ’ ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γραφεί διάφορα για τη σημερινή Τουρκία, οι αναλύσεις έχουν κατά κανόνα είτε μονομέρειες, είτε πολλές παραλήψεις, ακόμα και υπερβολές. Το βιβλίο του Φούσκα, κάνει μια επιστημονική ανάλυση, με σοσιαλιστική-ταξική οπτική της σημερινής Τουρκίας, σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο. Ιδιαίτερα εξετάζει τις ρίζες της επιθετικής πολιτικής του Ερντογκάν προς την Ελλάδα και Κύπρο, παραθέτοντας εξαιρετικά γόνιμους προβληματισμούς για την αντιμετώπιση της. Ταυτόχρονα το βιβλίο έχει ευρύτερες αναφορές για τη νεοελληνική ιστορία, το χαρακτήρα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στα 200 χρόνια ύπαρξης του, με φόντο το ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο των σχέσεών του με την Τουρκία, τις ανακατατάξεις και αναδιανομές ισχύος που συντελούνται παγκόσμια, καθώς και τις δράσεις των «μεγάλων δυνάμεων».
Η εξάρτηση «γενετικό στίγμα» του ελληνικού καπιταλισμού
Το βιβλίο αρθρώνεται σε τέσσερα κεφάλαια με σχετική αυτοτέλεια, έχοντας ταυτόχρονα εσωτερικό δεσμό με το ιστορικό γίγνεσθαι. Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζονται οι σχέσεις «τάξης – έθνους – διεθνείς σχέσεις και επανάστασης ‘21», στο δεύτερο «ο χαρακτήρας του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού», στο τρίτο μια σύγκριση του «ελληνικού και τούρκικου καπιταλισμού» και στο τελευταίο εξετάζονται ζητήματα «εναλλακτικής στρατηγικής» για την Ελλάδα σε σχέση με την επιθετικότητα της Τουρκίας. Ο συγγραφέας δίνει έμφαση στην γεωπολιτική διάσταση.
Ειδικότερα, με αφορμή τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του ’21, ξαναήλθαν στην επιφάνεια θεωρήσεις για το χαρακτήρα της, τις κινητήριες κοινωνικές δυνάμεις και το ρόλο των ισχυρών κρατών, των λεγόμενων «μεγάλων δυνάμεων», στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Ο Φούσκας εξετάζει κριτικά τις διάφορες θεωρήσεις, το ποιες κοινωνικές δυνάμεις έπαιξαν ρόλο στην επανάσταση και κατά πόσο αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί αστική, εθνικοαπελευθερωτική ή και τα δύο μαζί. Ασφαλώς η ανάπτυξη του αστισμού στον ελλαδικό χώρο το 1821 ήταν περιορισμένη, όπως αντίστοιχα και της εργατικής τάξης. Ωστόσο το εμπορικό-μεσιτικό και εφοπλιστικό κεφάλαιο είχαν ισχυρή παρουσία, ενώ το μεταποιητικό ήταν κυρίως στη σφαίρα της χειροτεχνίας. Ο κύριος όγκος των ελληνικού πληθυσμού ήταν αγρότες, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι λεγόμενοι «κλέφτες και αρματολοί», καθώς σημαντικός αριθμός διανοούμενων-λόγιων κυρίως στο εξωτερικό και σημαντικό μέρος του λαϊκού κλήρου.
Όπως σημειώνει το βιβλίο, «η αξεδιάλυτη διαπλοκή μεταξύ του ταξικού και εθνικού στοιχείου ως συστατικών στοιχείων της έκρηξης του 1821 …και οι στιγμές του εμφύλιου που λαμβάνουν χώρα ….δεν ήταν παρά αποτέλεσμα της κατίσχυσης της ταξικής συνείδησης επί της εθνικής, δηλ. του ταξικού μίσους του κλέφτη/χωρικού εναντίον του έμπορα-κοτζαμπάση» (σελ.48). Όσο για το «ελληνικό έθνος» και τις συζητήσεις περί της ιστορικής του συνέχειας, ο συγγραφέας παίρνει προσεκτικά μία ενδιάμεση θέση, αποσαφηνίζοντας ότι υπάρχουν τόσο στοιχεία συνέχειας με την αρχαία Ελλάδα και τη Βυζαντινή εποχή, όσο και στοιχεία ασυνέχειας. Σε καμμία περίπτωση, ωστόσο, δεν κάνει το λάθος να χαρακτηρίσει το 1821 ως «αστική επανάσταση» και την Ελλάδα του 1830 ως «ιμπεριαλιστικό κράτος». Ωστόσο, βασικό ρόλο στην τελική έκβαση της επανάστασης του ’21, που αποτέλεσε ταυτόχρονα το «γενετικό στίγμα» δημιουργίας του ελληνικού κράτους, ήταν ο ρόλος των «μεγάλων δυνάμεων» (Αγγλία-Γαλλία-Ρωσία), ο οποίος στη διάρκεια των 200 χρόνων, λόγω γεωπολιτικής θέσης της χώρας και τις στρατηγικές επιδιώξεις των μεγάλων δυνάμεων (σήμερα ΗΠΑ-ΕΕ), διαμόρφωσε ολόκληρο πλέγμα «δεσμών εξάρτησης» (οικονομικής-πολιτικής-στρατιωτικής-ιδεολογικής) με τη συνειδητή αποδοχή, στήριξη και υποταγή των κυρίαρχων μερίδων της ελληνικής αστικής τάξης. Κατά συνέπεια, όπως σημειώνει ο Φούσκας, «η ‘στιγμή’ του 1821 αντιπροσωπεύει ένα ‘επαναστατικό διαρκές’, το οποίο ακόμη δεν έχει εκπληρωθεί, διότι ούτε η εθνική ανεξαρτησία έχει ποτέ γίνει ιστορική πράξη στη 200σάχρονη νεοελληνική ιστορία, αλλά ούτε και η κοινωνική απελευθέρωση των εργαζόμενων» (σελ.60). Σήμερα, συνεχίζει, «ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός κατέχει εξαρτημένη-δυναστευόμενη θέση στην ευρω-ατλαντική ιμπεριαλιστική αλυσίδα και το ελληνικό κράτος με τις πολιτικές του ελίτ, αντανακλά αυτήν την εξάρτηση και υποτέλεια αδυνατώντας ν’ αναγνωρίσει τις τεκτονικές μετατοπίσεις κεφαλαιακής συσσώρευσης και ισχύος από τον ευρω-ατλαντικό χώρο στην Ασία και ειδικότερα στην Κίνα, Ινδία, Ρωσία» (σελ.84). Αυτό κόστισε και κοστίζει, όπως θα δούμε στη συνέχεια, στην πολιτική αντιμετώπιση και στην συντονισμένη αποτροπή της τουρκικής απειλής.
Ο ελληνικός και τούρκικος καπιταλισμός
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και καινοτόμα ανάλυση κάνει ο Φούσκας για τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία, από την μεταπολεμική περίοδο ως τις μέρες μας, σε συνδυασμό με τις επιλογές του «ιστορικού μπλοκ» της αστικής τάξης και των ανακατατάξεων που επήλθαν στους κόλπους της. Η Ελλάδα στη λεγόμενη «χρυσή εποχή» του καπιταλισμού (1950-74), γνώρισε μια γρήγορη σχετικά καπιταλιστική ανάπτυξη, που εκφράστηκε στην άνοδο του μεριδίου της βιομηχανικής παραγωγής, από 13,6% του ΑΕΠ στο 21%. Ωστόσο δεν κατόρθωσε «να αναβαθμίσει ποιοτικά το εύρος των εξαγωγών και τη βιομηχανία παραγωγής μέσων παραγωγής, με αποτέλεσμα τη διαιώνιση του καθεστώτος της (μονομερούς) εξάρτησης που συνεχίζεται μέχρι σήμερα….. Η Ελλάδα ήταν ίσως η μόνη χώρα της Δύσης την περίοδο της ‘χρυσής εποχής’ του καπιταλισμού η οποία για γεωπολιτικούς-ψυχροπολεμικούς κυρίως λόγους, έμεινε εκτός του ‘κοινωνικού συμβολαίου’ των κεϋνσιανών οικονομικών (δημιουργία ισχυρού κράτους πρόνοιας, υψηλοί μισθοί, ισχυρά ανεξάρτητα συνδικάτα, ισχυρό παρεμβατικό κράτος και κράτος – επενδυτής). Όμως τα χειρότερα δεν είχαν ακόμα έλθει».(σελ.119) Το πέρασμα στην εποχή της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης» και ιδιαίτερα η ένταξη της χώρας από τη δεκαετία ’80 στην ΕΕ και σε συνέχεια στην ΟΝΕ (Ευρωζώνη), είχαν άκρως αρνητικά αποτελέσματα. «Δημιούργησαν σταδιακά ένα καθεστώς θεσμικής σύμφυσης με τις αστικές ελίτ της χώρας, κονιορτοποιώντας κάθε χώρο αυτονομίας της κρατικής οικονομικής πολιτικής, ενώ τα μνημόνια, ουσιαστικά υποθήκευσαν την περιουσία του ελληνικού λαού και του γεωοικονομικού πλούτου της χώρας στο βωμό της αποπληρωμής του χρέους. Ουδεμία προοπτική αειφόρου και οικολογικής ανάπτυξης υφίσταται υπό τέτοιες συνθήκες και δύο απ’ τα δραματικά αποτελέσματα που έρχονται ως συνέπεια των μνημονιακών πολιτικών, είναι οι μεγάλες μεταναστευτικές ροές στο εξωτερικό και η δημογραφική κρίση η οποία έχει εκλάβει τεράστιες διαστάσεις». (σελ.117)
Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα είναι προϊόν επιλογών των κυρίαρχων κύκλων της αστικής τάξης, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν κυρίως το εφοπλιστικό, εμπορομεσιτικό, τραπεζικό και τουριστικό κεφάλαιο. Όπως παρατηρεί ο Φούσκας, «ιστορικά η μεταπρατική/κομπραδόρικη αστική τάξη, η οποία δρα στη σφαίρα της αγοράς ως απεδαφικοποιημένος και άπατρις μεσάζων, είναι η πιο εξαρτημένη και υποτελής μερίδα της αστικής τάξης από το ξένο κεφάλαιο». Για την στήριξη των στενών ταξικών της συμφερόντων και διασφάλισή της από το λαϊκό κίνημα, καθώς και την προστασία της από τον τουρκική επιθετικότητα, η αστική τάξη παρέχει «γη και ύδωρ» στους ευρωπαίους και αμερικανούς προστάτες. Μάλιστα όσο εντείνεται η τουρκική επιθετικότητα, η γεωπολιτική διάσταση αποκτά μεγαλύτερη σημασία και κάνει την κυρίαρχη αστική ελίτ ακόμα πιο υποτακτική στα κελεύσματα των αμερικανο-νατοϊκών ιμπεριαλιστών (παραχωρεί όλο και νέες βάσεις και διευκολύνσεις, κι όλο πιο στενά ευθυγραμμίζεται με τους αμερικανο-ΝΑΤΟ-ϊκούς τυχοδιωκτικούς σχεδιασμούς: εδώ ο Φούσκας επαληθεύεται πλήρως με τη πρόσφατη υπόδουλη στάση που κράτησαν τόσο η κυβέρνηση όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα της Ουκρανίας. Ωστόσο οι προσδοκίες της δεν ευοδώνονται, από τη στιγμή που η οικονομική και γεωπολιτική και οικονομική σημασία της Τουρκίας για τη Γερμανία και το ΝΑΤΟ είναι πολύ μεγαλύτερη. Έτσι ούτε τα στενά της συμφέροντα διασφαλίζονται, ούτε τα εθνικά και ούτε πολύ περισσότερο τα λαϊκά συμφέροντα. Προκύπτει, κατά συνέπεια, ένα κεντρικό πολιτικό ερώτημα: με πια «στρατηγική» μπορεί μια φιλολαϊκή-σοσιαλιστική κυβέρνηση να ανοίξει ελπιδοφόρους δρόμους στη χώρα και τον ελληνικό λαό;
Η απάντηση στο ερώτημα επιβάλλει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψη τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί και εξελίσσονται στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα σε σχέση με την Τουρκία. Σύμφωνα με την ανάλυση του βιβλίου, το «γεωπολιτικό ισοζύγιο ισχύος» την τελευταία δεκαετία εξελίχτηκε δραματικά σε βάρος της Ελλάδας και υπέρ της Τουρκίας. Μπορεί διάφορες «αναλύσεις» να περιγράφουν με «μελανά χρώματα» την οικονομική κατάσταση στην Τουρκία, ωστόσο περισσότερο εκφράζουν «επιθυμίες» παρά την πραγματικότητα. Η Τουρκία τις τελευταίες δεκαετίες γνώρισε μεγαλύτερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και πληθυσμιακής αύξησης από την Ελλάδα, ενώ δυνάμωσαν οι οικονομικές της ανταλλαγές με την ΕΕ, Κίνα, Ρωσία κά. Ειδικότερα, ενώ το 1992 το πληθυσμός της ήταν 57 εκατ. και της Ελλάδας 10 εκατ., σήμερα έχει 84 εκατ. και η Ελλάδα παραμένει στάσιμη, με τάσεις μείωσης λόγω φυγής νέων στο εξωτερικό, μείωση των γεννήσεων και αύξηση της θνησιμότητας. Το 2004 η Ελλάδα ήταν μπροστά από την Τουρκία σε ποσοστό επενδύσεων στο ΑΕΠ (γύρω στο 20% ενώ την τελευταία δεκαετία είναι μόλις στο 12%). Ωστόσο η Τουρκία ανέβηκε στο 31,5%. Από πλευράς δημόσιου χρέους η Ελλάδα το 2021 ήταν «πρωτοπόρα» στην ΕΕ με 200% του ΑΕΠ (χρέος 357 δις € και ΑΕΠ 178 δις € ή 200 δις δολ.), ενώ η Τουρκία είχε γύρω στο 27% του ΑΕΠ (200 δις δολ. χρέος και ΑΕΠ 795 δις δολάρια). Τέλος από πλευράς παραγωγικής ικανότητας, η Τουρκία διαθέτει ισχυρή βιομηχανική παραγωγική βάρη, μεταξύ αυτών και πολεμικής βιομηχανίας, ενώ η Ελλάδα, λόγω της κρίσης και των μνημονιακών πολιτικών, έχει συρρικνωθεί η παραγωγική της βάση μαζί με την αμυντική της βιομηχανία. Έχουμε λοιπόν μια σαφή αρνητική εξέλιξη στο ισοζύγιο «γεωπολιτικής ισχύος» σε βάρος της Ελλάδας. Επίσης στην εξωτερική πολιτική η Τουρκία εφαρμόζει σε μεγάλο βαθμό αυτόνομη πολιτική, σε σχέση με την Ελλάδα η οποία στον οικονομικό τομέα βρίσκεται υπό καθεστώς «επιτήρησης και επιτροπείας» από το ευρω-σύστημα και στον στρατιωτικό-πολιτικό σε καθεστώς πλήρους ευθυγράμμισης στους αμερικανο-νατοϊκούς στρατηγικούς σχεδιασμούς, χωρίς να παρέχεται καμιά ουσιαστική προστασία και εγγύηση που να περιορίζουν την επιθετικότητα της Τουρκίας.
Τέλος η ενίσχυση της οικονομικής δύναμης της Τουρκίας συνοδεύεται από εντατικές διαδικασίες συγκέντρωσης κεφαλαίου και εξαγωγής του σε σειρά από χώρες, κυρίως στον πρώην Οθωμανικό χώρο, αλλά και στην Ευρώπη, ειδικά τη Γερμανία. Όπως σημειώνει ο Φούσκας, «η ένωση επιχειρηματιών TUSIAD της Τουρκίας εκπροσωπεί 4.000 διεθνοποιημένους-παγκοσμιοποιημένους βιομηχανικούς και τραπεζικούς ομίλους, στους οποίους αντιστοιχούν στο 80% του συνολικού τουρκικού εμπορίου και 50% της συνολικής εργατικής δύναμης της χώρας. Η Τουρκία εξάγει μεγάλο κεφάλαιο και ισχύ και χρησιμοποιεί την ιδεολογία του ‘νέο-οθωμανισμού’ και ‘νέο-ισλαμισμού’ ως μοχλό επιρροής και απόκτησης συναινέσεων μέσα στους τουρκόφωνους και ευρύτερα τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, από τη Βοσνία και την Αλβανία, μέχρι τη Λιβύη, το Αζερμπαϊζάν, το Τουρκεστάν, Πακιστάν, Ινδονησία, κά… Όλα αυτά σηματοδοτούν τον ορισμό της Τουρκία ως ‘περιφερειακού ιμπεριαλιστικού κράτους’ (sub-imperialism). Ο τούρκικος εθνικισμός, ο οποίος είναι πλήρως ενσωματωμένος και υπαγόμενος στις ιμπεριαλιστικές και στρατιωτικές στοχεύσεις του τουρκικού κράτους και στην αυταρχική νέο-φιλελεύθερη οικονομική πολιτική στο εσωτερικό μέτωπο, είναι πολύ πιο μαζικός και ισχυρός από τον ελληνικό (εθνικισμό)… Συνεπώς ο ορθός χαρακτηρισμός του τούρκικου κράτους ως συλλογικού κεφαλαιοκράτη, είναι ότι πρόκειται για ένα ακραίο αυταρχικό καθεστώς ‘προς τα μέσα’, το οποίο θεραπεύει μια ιμπεριαλιστική στάση ‘προς τα έξω’, άρα πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται από τα εργατικά και λαϊκά κινήματα, τόσο της Τουρκίας όσο και της Ελλάδας, ως τέτοια». (σελ.153, 158)
Πολιτική ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας και διασφάλισης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου παρουσιάζει μια ακόμα πρωτοτυπία. Μέσα από ένα «φαντασιακό» διάλογο μεταξύ του Παναγιώτη Κονδύλη (γνωστού πολιτικού φιλόσοφου και μελετητή γεωστρατηγικών θεμάτων) και του Αχμέτ Νταβούτογλου, ο Φούσκας κάνει μια ανάλυση γεωτρατηγικών θεμάτων στο πεδίο των ελληνοτουρκικών διαφορών. Το κρίσιμο ερώτημα που προβάλλει και αφορά ζωτικά την Ελλάδα, είναι πως θα μπορέσει να αποτρέψει την τουρκική επιθετικότητα. Ένα ερώτημα που αγγίζει ευθέως κρίσιμα ζητήματα εσωτερικής, εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Το επιχείρημα το Κονδύλη υπέρ της ετοιμότητας της Ελλάδας να επιφέρει «το πρώτο αποφασιστικό μαζικό πλήγμα» και να παραλύσει τεχνικά και ψυχολογικά τον αντίπαλο αναπτύσσεται και εμπλουτίζεται παραπέρα. Η καινοτόμα παρέμβαση εδώ του Φούσκα σ’ αντίθεση με τον Κονδύλη είναι ότι ενώ ο Κονδύλης προτάσει τη θεωρία του προς υιοθέτηση από τις ελληνικές ελίτ, παραβλέπει το γεγονός ότι μία τέτοια θεωρία δεν πρόκειται ποτέ να εφαρμοστεί απ’ τις ελίτ στις οποίες το προτείνει. Άρα, χρειάζεται μία νέα ταξική εξουσία με λαϊκή στήριξη απ’ όλες τις παραγωγικές τάξεις της ελληνικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα, παρά τη σημασία του, από μόνο του, το «πρώτο αποφασιστικό μαζικό πλήγμα» δεν δίνει βιώσιμη και αποτελεσματική λύση στην τουρκική επιθετικότητα. Για το Φούσκα, αυτό που μπορεί να ενισχύσει την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας, είναι πρώτα απ’ όλα ένας συνδυασμός εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής με στόχο τη διασφάλιση της εθνικής συνοχής και της λαϊκής κυριαρχίας και μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που θα αξιοποιεί τα διεθνή στηρίγματα και την αλληλεγγύη των λαών, στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου και της ισότιμης συνεργασίας. Η συμβολή του Φούσκα εδώ είναι αποφασιστικής σημασίας.
Κατά το Φούσκα, οι κυρίαρχες μερίδες του αστικού συγκροτήματος εξουσίας της Ελλάδας, δηλ. η κομπραδόρικη αστική τάξη και το εφοπλιστικό κεφάλαιο, δεν έχουν πρόγραμμα και στρατηγικό σχέδιο για τη χώρα. Κατά βάση κάνουν ότι υπαγορεύεται από τις δεσμεύσεις που έχουν από τα ευρω-ατλαντικά συμφέροντα και δομές τους. Όπως σημειώνει «Για να βγει η χώρα από το βούρκο της οικονομικής, πολιτικής και γεωπολιτικής (μονομερούς) ευρωατλαντικής, εξάρτησης, πρέπει πρώτιστα να ηττηθεί το μεταπρατικό-χρηματιστηριακό κεφάλαιο που δρα στη χώρα σε όλες του τις μορφές». Μόνο μια εργατική-λαϊκή εξουσία και ένα «μεταβατικό πρόγραμμα», μπορούν να εξασφαλίσουν τόσο τη βιομηχανική ανάπτυξη και το θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας, όσο και μια αξιόπιστη στρατηγική αποτροπή της τουρκικής απειλής και επίτευξη της ειρήνης στα Βαλκάνια και στην Εγγύς Ανατολή. Η τουρκική εργατική τάξη και ο τουρκικός λαός, κατά το Φούσκα, έχουν ζωτικό συμφέρον «να συμπαρασταθούν στο σοσιαλιστικό εγχείρημα του ελληνικού λαού, διότι μόνο μια εργατική-λαϊκή εξουσία στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος στην Τουρκία, μπορούν να βάλουν φραγμό στον ιμπεριαλισμό του τουρκικού κράτους «προς τα έξω», καθώς και στον άκρατο αυταρχισμό «προς τα μέσα». Ταυτόχρονα οι αντικειμενικές συνθήκες σήμερα, συντρέχουν όχι μόνο για μια πολυδιάστατη διεθνή/υβριδική οικονομική πολιτική, αλλά και μια πολυδιάστατη υβριδική εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, αν μη τι άλλο διότι η παγκόσμια άνοδος της Κίνας και η ισχυροποίηση της θέσης της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, συνηγορούν με αργά αλλά σταθερά βήματα σε κάτι τέτοιο» (σελ.230). Το διάβασμα του βιβλίου είναι το πραγματικό αντίδοτο για την κατανόηση της υποτελούς στάσης των ιθυνόντων ελίτ της Ελλάδας απέναντι στην Ουκρανική κρίση.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Βασίλη Φούσκα, πέρα από τις όποιες επί μέρους επιφυλάξεις ακόμα και αντιρρήσεις σε σημεία του βιβλίου, είναι βέβαιο πως αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά στη ελληνική βιβλιογραφία, ιδιαίτερα τη μαρξιστική, και προσφέρει νέα γνώση στην εξέταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και στην θεώρηση των γεωπολιτικών εξελίξεων στο σύγχρονο κόσμο.