Η πολύκροτη δίκη για τον βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη συνεχίζεται. Ενώ έως τώρα τον «πρωταγωνιστικό ρόλο», στις προηγούμενες δικάσιμους έπαιζαν πάντα οι δύο κατηγορούμενοι, οι οποίοι με σειρά προκλητικών τοποθετήσεων πότε προσπαθούσαν να εμφανιστούν ως αθώοι, πότε προσπαθούσαν να εμφανιστούν ως παράφρονες και πότε ως θύματα του συγκατηγορούμενου τους, στη διαδικασία της Τετάρτης τα φώτα έπεσαν στην εισαγγελέα που θα πρότεινε την ποινή για τις κατηγορίες που βαραίνουν τους δύο φερόμενους ως βιαστές και δολοφόνους της Ελένης Τοπαλούδη.

Η εισαγγελέας εν ονόματι Αριστοτελεία Δόγκα, στην αγόρευσή της, αναφέρθηκε σε οργανωμένο σχέδιο όσον αφορά τον βιασμό. Όπως είπε, οι δύο κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι η Ελένη Τοπαλούδη δεν θα δεχόταν ομαδική συνεύρεση και είχαν αποφασίσει ότι θα τη βιάσουν.

Έτσι λοιπόν ολοκληρώνοντας την αγόρευσή της η εισαγγελική λειτουργός απευθύνθηκε στους γονείς της Ελένης λέγοντας, «Αν μπορώ να σας απαλύνω το πόνο θα σας πω ότι είναι ένα κορίτσι σύμβολο, γιατί με πικρία βλέπω ότι το 2020, η γυναίκα αντιμετωπίζεται σαν ένα τίποτα σε πολλές περιπτώσεις. Αντιστάθηκε σε αυτά τα άθλια υποκείμενα με ηρωισμό που ούτε άντρας δεν το κάνει» και συμπλήρωσε «Να κηρυχτούν ένοχοι όπως κατηγορούνται, δεν έχω καμία αμφιβολία».

Το συγκεκριμένο απόσπασμα θα μπορούσε να αποτελεί πολύ εύκολα την απάντηση σε όσα δικαστήρια παρέβλεψαν ή έδωσαν ποινές-χάδια σε κατηγορούμενους, οι οποίοι ίσως εάν οι ποινές τους εξετάζονταν και προτείνονταν από μια εισαγγελέα σαν τη Δόγκα, θα είχαν διαφορετική κατάληξη. Ωστόσο το τι θα μπορούσε να έχει γίνει, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Επίσης ιδιαίτερη σημασία δεν έχει να επικεντρωθεί κανείς στο παράπτωμα της εισαγγελέως να αναφέρει την Ελένη Τοπαλούδη, ως «αφίλητη παρθένα», καθώς δεν χρειάζεται να είναι τέτοια μια κοπέλα για να καταδικαστεί οριζοντίως και καθέτως οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης της, ούτε κάτι τέτοιο «τονίζει» την αθωότητά της. Η Ελένη Τοπαλούδη ήταν αθώα.

Αυτό που έχει σημασία είναι να κρίνονται οι υποθέσεις, απαλλαγμένες από κοινωνικές προκαταλήψεις. Ο βιαστής ή ο γυναικοκτόνος δεν «ήταν καλό παιδί αλλά…», δεν «το έκανε πάνω στα νεύρα του, δεν το ήθελε», δεν «έφταιγε και εκείνη γιατί τον τσάντισε». Ο βιαστής ή ο γυναικοκτόνος, χωρίς να θέλω να εξισώσω τα δύο εγκλήματα αλλά εντάσσοντάς τα στην ίδια κατηγορία, είναι ακριβώς αυτό για το οποίο κατηγορούνται. Ως άνδρας δεν είμαι κατάλληλος να μιλήσω για την πατριαρχεία και τις προεκτάσεις της, όσο και να θεωρώ ότι αυτή επηρεάζει και τα δύο φύλα. Σε καμία περίπτωση με όμοιο τρόπο, αλλά επηρεάζει και τα δύο φύλα. Αυτό που έχει σημασία και το έθεσε πολύ ορθά η εισαγγελέας κατά τη διάρκεια της αγόρευσής της, είναι το τείχος προστασίας που ορθώθηκε προς υπεράσπιση των αδυνάτων, ενάντια στους δυνατούς της κοινωνίας, στην υπεράσπιση των «από κάτω» και τη καταδίκη «των από πάνω».

Σε ένα απόσπασμα της αγόρευσής της η Αριστοτελεία Δόγκα, είπε ότι αποτέλεσε «μεγάλη τύχη» για τη διαλεύκανση της υπόθεσης, η ανάληψη της εξιχνίασης της δολοφονίας από το Λιμενικό Σώμα με επικεφαλής τον Θωμά Ζόβα -που κατέθεσε στο δικαστήριο και όπως υποστήριξε, υπήρξαν προσπάθειες, ώστε η υπόθεση να φύγει από τα χέρια του. Μάλιστα τόνισε: «Δε θέλω να υπονοήσω ότι ο επιφανής πατέρας του Ροδίτη, έβαλε λυτούς και δεμένους, για να σώσουν το παιδί του». Εκεί έγκειται και η κάθετη τοποθέτηση της εισαγγελέως, «ας αποδοθεί δικαιοσύνη και ας χαλάσει ο κόσμος όλος», αφήνοντας να εννοηθούν οι πιέσεις που πιθανόν δέχτηκε η έδρα και η ίδια αναφορικά με «θάψιμο» της υπόθεσης

Ο πατέρας του ενός κατηγορούμενου ανήκει στον κόσμο των εφοπλιστών. Ο γιός του και κατηγορούμενος στην υπόθεση, μάλλον θεωρούσε ότι στην πραγματικότητα η «δύναμη» του χρήματος, συνεπάγεται και δράση χωρίς συνέπειες. Ο κατηγορούμενος δεν είχε ακούσει ποτέ «όχι». Είναι το απαύγασμα της πλήρους αδιαφορίας των ισχυρών προ τους άλλους, τους underdogs. Εκείνους τους οποίους θεωρούν ότι μπορούν να κακομεταχειρίζονται κατά το δοκούν.

Για αυτό και οι παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη περί συναισθηματισμού της εισαγγελέως που θα πρέπει να αποφεύγεται και περί προσωπικής ταύτισης που θα πρέπει να αποφεύγεται και αυτή. Πρέπει στο σημείο αυτό να πούμε ότι η δίκη της Ελένης Τοπαλούδη είναι μια δίκη με πολιτικές προεκτάσεις για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Εξού και η ωμή παρέμβαση του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Άκη Σκέρτσου, καθώς επίσης και του προέδρου του δικηγορικού συλλόγου ο οποίος θα έπρεπε στην πραγματικότητα να εκπροσωπεί το σύλλογο και όχι να τον καπηλεύεται για να εκφράσει την προσωπική του θέση. Το ίδιο ισχύει και για τον σύμβουλο του ΔΣΑ, Γιώργου Κλεφτοδήμου, που εφόρμησε στη δικαστική αίθουσα μαινόμενος κατά της εισαγγελέως.

Η δικαιοσύνη λοιπόν οφείλει να μην είναι τυφλή. Οφείλει να προστατεύει καταρχάς τους αδύναμους. Εκείνους δηλαδή που χρήζουν προστασίας. Η πραγματική δικαιοσύνη, η οποία σπανίζει στο δικαστικό σύστημα, δεν αποδίδεται μέσω της καταδίκης ακολουθώντας μονάχα τα στοιχεία. Η πραγματική καταδίκη έρχεται εκεί που τα στοιχεία φτάνουν βαθύτερα στην ουσία της υπόθεσης. Δεν φτάνει μόνο να αποδεικνύεται για παράδειγμα ότι κάποιος έκλεψε, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι αυτός που έκλεψε πιθανώς να βρίσκεται στα όρια της πείνας.

Στην εν λόγω υπόθεση δεν έχει σημασία πια το τι συνέβη. Καμία καταδίκη δεν θα ανατρέψει τη πραγματικότητα για την Ελένη Τοπαλούδη και την οικογένειά της. Μια επικείμενη καταδίκη βάσει της πρότασης της εισαγγελέως ωστόσο, θα αποτελούσε σημαντική εξαίρεση στις υποθέσεις βιασμών και γυναικοκτονιών και ελπίδα για τη διάνοιξη του δρόμου προς τον κανόνα. Ακόμα, θα αποτελούσε πρωτοτυπία, καθώς θα αποδείκνυε ότι η τάξη των ισχυρών δεν είναι άτρωτη. Μια πιθανή καταδίκη, θα ήταν στη πραγματικότητα ένα φως μέσα στο σκοτάδι της δικαιοσύνης.