Η τελευταία ταινία του Νάνι Μορέτι -στα αγγλικά ο τίτλος μεταφράστηκε ως “A brighter tomorrow”- ελάχιστα συγκίνησε το ελληνικό κοινό. Είναι δείκτης κι αυτό μιας ορισμένης πολιτικής κατάστασης. Σε άλλες εποχές, θα ήταν θέμα συζήτησης, νομίζω, για καιρό. Στην πραγματικότητα, η «αορατότητά» του είναι ένα ακόμα στοιχείο, που δείχνει ότι το αριστερό κοινό στην Ελλάδα αποσύρεται παντοιοτρόπως.
Είναι, πρώτα απ’ όλα, δεδομένο πως αποσύρεται από το εκλογικό παιχνίδι. Ένα πολύ μεγάλο μέρος της εκλογικής αποχής οφείλεται σε αυτήν την πολιτική στάση. Ειδικά στους νέους αριστερούς οι αριθμοί είναι συντριπτικοί. Φαίνεται πως το μαρξικό “αν οι εκλογές άλλαζαν τον κόσμο θα ήταν παράνομες” είναι ευρέως αποδεκτό -και όχι άδικα βάσει των εμπειριών. Ιδίως αυτών της τελευταίας δεκαετίας.
Από την άλλη, εγκαταλείπει τις δικές του αναφορές, ανάμεσά τους και τις πολιτισμικές.
Τα αριστερά βιβλία είναι όλο και λιγότερο ευπώλητα, οι εφημερίδες πνέουν τα λοίσθια, τα περιοδικά βασίζονται στην καλοσύνη των εκδοτών.
Θα πει κάποιος -και λέγεται συχνά- μα, είναι όσοι ψήφισαν τα προηγούμενα χρόνια Αριστερά αριστεροί; Προφανώς και όχι. Υπάρχουν, ωστόσο, κάποιοι ενδεικτικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, σε έρευνα του Απριλίου του 2023, όσοι δηλώνουν πως τους εκφράζει ιδεολογικά ο δημοκρατικός σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός είναι ένας στους τέσσερις Έλληνες (αντίστοιχα 16% και 7%).
Προσοχή! Η επιλογή είναι ο δημοκρατικός σοσιαλισμός, όχι η σοσιαλδημοκρατία. Πρόκειται για μια επιλογή, δηλαδή, κατά το μάλλον ή ήττον, αντικαπιταλιστική. «Αριστερότερη», μάλιστα, από τον «κομμουνισμό» του ΚΚΕ στο μέτρο που διακρίνεται από την ιδέα ότι ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός, για να θυμηθούμε τον Πουλαντζά.
Εξάλλου, από το 7% που δηλώνει να εκφράζεται από τον κομμουνισμό, μόνο το 3% αναφέρεται στο ΚΚΕ. Το υπόλοιπο 4% δεν είναι, μάλλον, φιλικό προς τον σταλινισμό.
Με τόσο κόσμο να δηλώνει την ιδεολογική ένταξή του στην Αριστερά, οι εξαιρετικά χαμηλές πτήσεις στους τομείς που αναφέρομαι κτυπούν καμπάνα, όχι καμπανάκι.
Οι αρνητικές προσδοκίες του κόσμου της Αριστεράς είναι, νομίζω, μέρος της εξήγησης -το σημαντικότερο. Οι ριζοσπάστες στην Ελλάδα ξέρουν ότι αυτό που απαιτείται είναι μια συστημική αλλαγή, αλλά δεν πιστεύουν πως είναι δυνατή. Ίσως, μάλιστα, για μακρό χρόνο.
Από εδώ προέρχεται κι αυτό που ένα διαδεδομένο κλισέ ονομάζει αριστερή μελαγχολία. Στην Ελλάδα, μάλιστα, είναι, μάλλον, κατάθλιψη, αν σκεφτούμε την ολοκληρωτική ματαίωση που προκάλεσε η προηγούμενη δεκαετία, που μας βρήκε με μια σκληρή Δεξιά, η οποία από την πλήρη απαξίωση, στο όριο του εξευτελισμού, έφτασε να διαθέτει μια ατράνταχτη κυριαρχία.
Για να επανέλθω, όμως, στην αρχή, ο Νάνι Μορέτι αφήνει στην ταινία του μια νότα αισιοδοξίας. Ο ίδιος, όπως είναι γνωστό, δεν υπήρξε εχθρικός απέναντι στον μετασχηματισμό του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος σε κεντροαριστερά, από το ’90 και μετά. Γρήγορα, βέβαια, αντιλήφθηκε τη βαρύτητα του ατοπήματος, για να βάλει τον πρωταγωνιστή του, στον «Απρίλιο» του 1998, να λέει, απευθυνόμενος προς την τηλεοπτική οθόνη, προς τον Ντ’ Αλέμα: «Πες κάτι αριστερό. Πες κάτι κι ας μην είναι αριστερό, ας είναι πολιτισμένο!».
Στην τωρινή ταινία του, μας οδηγεί, υποδυόμενος τον … σκηνοθέτη, σε καταστάσεις που προκύπτουν κατά τη διάρκεια του γυρίσματος της ταινίας μέσα στην ταινία. Η ταινία, που βρίσκεται μέσα στην ταινία, αναφέρεται στη δράση του ΙΚΚ το έτος 1956, μέσα από την παρουσίαση μιας οργάνωσης βάσης του στα εργατικά περίχωρα της Ρώμης. Το ΙΚΚ συγκροτεί, στην κυριολεξία την κοινότητα της περιοχής, σε πολλές διαστάσεις της. Όχι μόνο στον αγώνα και τη διεκδίκηση, αλλά και στην καθημερινότητα, τον πολιτισμό και τη διασκέδαση. Το φθινόπωρο, λοιπόν, του ’56, προκειμένου να προσφέρει υψηλή ψυχαγωγία στη γειτονιά, καλεί ένα περίφημο τσίρκο της Βουδαπέστης.
Οι Ούγγροι έρχονται, ενθουσιάζουν τους λαϊκούς ανθρώπους, που δεν έχουν άλλες δυνατότητες για αληθινά θεάματα. Είναι, επιπλέον, η όλη κατάσταση μια ευκαιρία να φανούν ανάγλυφα και χειροπιαστά τα «καλά» του υπαρκτού, αλλά και η αλληλεγγύη του απέναντι στους στερημένους Ιταλούς. Μόνο που, ακριβώς στις «μέρες της χαράς», ξεσπάει η αντισταλινική εξέγερση στη Βουδαπέστη. Που αντιμετωπίζεται, με τον γνωστό, στον «υπαρκτό», τρόπο, με τα ρωσικά τανκς. Ο τοπικός γραμματέας του κόμματος, με την εντολή του Τολιάτι και της ηγεσίας ευρύτερα, δεν μπορεί να καταγγείλει τους «συντρόφους». Έλα, όμως, που οι φίλοι τους πια Ούγγροι τσιρκολάνοι είναι με την εξέγερση!
Η ιδέα του Μορέτι -αυτό περιέχει το σενάριο- είναι να βάλει τον γραμματέα να αυτοκτονήσει -η κομματική ηγεσία, έτσι κι αλλιώς, ξέρουμε πως δεν άλλαξε στάση: με τη Ρωσία, χωρίς κιχ.
Όμως, ακριβώς στην τελευταία σκηνή, το σενάριο ανατρέπεται πλήρως. Στην ταινία μέσα στην ταινία, ο Τολιάτι αλλάζει στάση και μπαίνει μπροστά σε μια τεράστια διαδήλωση υποστήριξης της αντισταλινικής ουγγρικής εξέγερσης. Πράγμα που αλλάζει τα πάντα: ο κομμουνισμός γίνεται εφικτός. Το αύριο είναι καινούργιο και πολύ καλύτερο.
Όλα στην ιστορία θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Όπως και μπορεί να γίνουν.
Όχι, όμως, με αυτήν την Αριστερά. Αλλά με μια «καινούργια», η οποία, δεδομένου που, όπως και στην ταινία το ΙΚΚ, θα πατάει στην ήδη υπάρχουσα «άλλη» Αριστερά, μακριά από την προσφάτως κυβερνώσα, όσο και από την ακόμη και σήμερα σταλινική.
xristoslaskos.wordpress.com