Παρατήρηση 2η: Είχαμε σημειώσει από την πρώτη στιγμή πως τα του Φίλη με τα θρησκευτικά είναι τριτεύουσας σημασίας. Όχι γιατί δεν πρέπει να επέλθει η αντικατάσταση του κατηχητικού μαθήματος των θρησκευτικών με το μάθημα της θρησκειολογίας, αλλά γιατί η κυβέρνηση του κ. Φίλη αν ενδιαφερόταν για την ουσία του θέματος – κι αυτό είναι οι σχέσεις μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας – θα το είχαμε καταλάβει. Θα το είχαμε καταλάβει και όταν η παρούσα κυβέρνηση υποδεχόταν με τιμές αρχηγού κράτους τα… λείψανα της αγίας Βαρβάρας και κυρίως θα το είχαμε αντιληφθεί με τις θέσεις του κ. Τσίπρα για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Αλλά, όπως είδαμε, και εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ αναπαράγει το υφιστάμενο καθεστώς, που σημαίνει αναπαραγωγή της σύμφυσης Κράτους – Εκκλησίας. 

Ως εκ τούτου η υπόθεση με το μάθημα των θρησκευτικών δεν αποτέλεσε τίποτα περισσότερο από μια μικρογραφία της προηγούμενης υπόθεσης με τις ταυτότητες. Για μια ακόμα φορά, τα «τζαρτζαρίσματα» μεταξύ κέντρων εξουσίας που πιστεύουν στον ίδιο κοσμικό θεό, εξελίχτηκαν σε ένα περιορισμένης διάρκειας  πινγκ – πονγκ του ψευδοεκσυγχρονισμού με τον σκοταδισμό. Πρόκειται για το γνωστό πινγκ – πονγκ με επίδικο τριτεύουσας σημασίας θέματα  που μεγεθύνονται για να συγκαλύπτονται τα ουσιώδη, μέσω της συνδαύλισης δευτερεύοντος χαρακτήρα αντιθέσεων που πλασάρονται ως δήθεν «κυρίαρχες» για να έχει να ασχολείται η κατά τα άλλα γονατισμένη και εξανδραποδιζόμενη κοινωνία.

Παρατήρηση 3η: Ας μην διαφεύγει της προσοχής ότι δεν είδαμε την Εκκλησία, σε μια χώρα που το ποίμνιό της σταυρώνεται καθημερινά επί χρόνια, να σηκώνει λάβαρα αντίστασης και να ζητά ραντεβού με τον πρωθυπουργό ούτε για τα Μνημόνια, ούτε για το 99ετές ξεπούλημα του τόπου, ούτε για τις μειώσεις μισθών και συντάξεων. Για τα Θρησκευτικά ζήτησε… 

Παρατήρηση 4η: Καθώς το να αντιπαρατίθεται κανείς με τον Τσίπρα ιδεολογικά και πολιτικά ισοδυναμεί με το να κλέβεις εκκλησία, είναι προτιμότερο να τοποθετηθούμε στον ιδεολογικό και πολιτικό λόγο που ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος διατύπωσε.

    Είπε:

«Τα κόμματα της Αριστεράς με τη γνωστή φιλοσοφικο-κοινωνική βιοκοσμοθεωρία του κομμουνιστικού κοσμοειδώλου, όπως γνώρισε τον χωρισμό αυτό ο καταρρεύσας υπαρκτός σοσιαλισμός στο ανατολικό μπλοκ, που στην ουσία ήταν ο διωγμός της θρησκευτικής πίστεως, ελαύνονται από αποτυχημένα αθεϊστικά ιδεολογήματα και συναντώνται με τα υπόλοιπα κόμματα του νεοφιλελεύθερου χώρου κάτω από τις ντιρεκτίβες της νέας εποχής και της νέας τάξεως. Μιλούν για χωρισμό εκκλησίας και Κράτους επικαλούμενοι δήθεν προοδευτικά συνθήματα. Οι αντιλήψεις, όμως, περί χωρισμού είναι του περασμένου αιώνα που γεννήθηκαν κάτω από μισαλλόδοξο αντιθρησκευτικό και αντικληρικαλιστικό λαϊκιστικό πνεύμα που δεν συμβιβάζεται με τις σημερινές πολιτειακές και θρησκευτικές αντιλήψεις».

Σημείωση 1η: Οι σκέψεις αυτές που διατυπώθηκαν στη σύνοδο της Ιεραρχίας δεν ανήκουν στον κ.Ιερώνυμο. Ανήκουν στον Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ. Ο Αρχιεπίσκοπος απλώς τις εκφώνησε. Τις δανείστηκε, δηλαδή, ο Αρχιεπίσκοπος; Τις απόψεις ενός «Αγίου» που μεταξύ άλλων χριστιανικών έσπευδε μαζί με τους χρυσαυγίτες Παππά και Κασιδιάρη να καταθέτει από κοινού μηνύσεις εναντίον θεατρικών παραστάσεων («Corpus Christi») το 2012. Πολύ ενδιαφέρον…

Σημείωση 2η: Το να βλέπεις στον ΣΥΡΙΖΑ τον… κομμουνισμό, το να αποδίδεις  στον ΣΥΡΙΖΑ… σατανικό μαρξισμό, ε αυτό είναι θαύμα μεγαλύτερο κι από εκείνο στην Κανά.

Σημείωση 3η:  Το να χρεώνεις στους κομμουνιστές συμπόρευση με τον… νεοφιλελευθερισμό και υποταγή τους στις ντιρεκτίβες της νέας τάξης, ε, αυτό είναι σύγχυση μεγαλύτερη κι από εκείνη που προκύπτει στα μυαλά ορισμένων από την αιώνια περιπλάνησή τους γύρω από το ερώτημα «ποιο είναι το φύλλο των αγγέλων».

Σημείωση 4η: Αξιοσέβαστε Μακαριώτατε, το θέμα του χωρισμού Κράτους -Εκκλησίας δεν είναι του «περασμένου αιώνα», όπως είπατε. Είναι του προπερασμένου και του προ-προπερασμένου αιώνα. Τόσο παλιό είναι.

Σημείωση 5η:  Είναι πέρα για πέρα ανιστόρητο να επιχειρείται ό,τι έγινε μετά τη Γαλλική Επανάσταση στη Δύση – ανεξαρτήτως του πως εκφράστηκε – να αποδοθεί στο «μισαλλόδοξο αντιθρησκευτικό και αντικληρικαλιστικό λαϊκιστικό πνεύμα». Εκεί, αγαπητέ Αρχιεπίσκοπε, η Εκκλησία την εποχή της ανόδου της αστικής τάξης ήταν με βάναυσο τρόπο – και ως συνήθως – το «δεξί χέρι» της εξουσίας των φεουδαρχών. Αυτός ήταν ο καθόλα υλικός λόγος για τον οποίο επήλθε ο διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας όταν το πρώτο πέρασε στα χέρια της επαναστατικής (τότε) αστικής τάξης. Το γεγονός ότι στα καθ’ ημάς δεν συνέβη κάτι αντίστοιχο δεν οφείλεται στον «ελληνοχριστιανικό» μύθο, αλλά στο ότι η ανερχόμενη αστική τάξη στην Ελλάδα, αφού καθυπόταξε το πληβειακό στοιχείο, έχτισε το νεοελληνικό κράτος μετά την Επανάσταση του ’21 πάνω στο έδαφος του «κοτζαμπάσηδες, πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα»

(σσ: για το θέμα των σχέσεων μεταξύ του κράτους και της Εκκλησίας προτείνουμε το εκπληκτικό βιβλίο του συντρόφου Γιώργου Καραγιάννη «Εκκλησία και Κράτος», εκδόσεις «Το Ποντίκι»).       

Ας έρθουμε τώρα στο σημείο των δηλώσεων που πιστοποιούν ότι ο κ.Αρχιεπίσκοπος και η Ιεραρχία εν συνόλω κατατρύχεται από το «κομμουνιστικό κοσμοείδωλο». Κι ας αφήσουμε το… κοσμοείδωλο να μιλήσει το ίδιο για τον εαυτό του και για τις απόψεις του.

Θρησκεία – εργαλείο

Κάθε φορά που η Εκκλησία καταλαμβάνει κυρίαρχη θέση στο πεδίο της επικαιρότητας (εκκλησιαστική περιουσία, ταυτότητες, σύγκρουση Πατριάρχη – Αρχιεπισκόπου, σκάνδαλα, Βατοπέδια κοκ) λες και ένα αόρατο χέρι αποτρέπει κάθε συζήτηση για τη βάση επί της οποίας το εκάστοτε ιερατείο αναπτύσσει τις δραστηριότητές του. Και η βάση δεν είναι άλλη από τη «θρησκεία», αυτή καθαυτή.

Οι εμπλεκόμενοι στις συζητήσεις, πρώτα και κύρια οι συνδεόμενοι με τα κέντρα της ιερατικής εξουσίας, ακόμα κι όταν αρχίζουν να βγάζουν τα άπλυτά τους στη φόρα (από Ρασπούτιν μέχρι Βαβύλη), υπάρχει κάτι που το φροντίζουν σαν τα μάτια τους: Να μην επιτρέπουν καμία νύξη για το μεταφυσικό τους «βασίλειο», καμία αναφορά σε κείνες τις εξόχως κοσμικές αναγκαιότητες που κατέστησαν τη θρησκεία «εργαλείο» και πλευρά των καθορισμένων κοινωνικών σχέσεων ανά τους αιώνες.

Ένα τέτοιο «εργαλείο» είναι φυσικά και ο χριστιανισμός, όπως και όλες οι θρησκείες, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διαπερνώνται από το εξής σχήμα: Ακόμα κι αν ο επίγειος βίος δεν είναι τόσο φιλικός με τον άνθρωπο, η δικαιοσύνη θα αποκατασταθεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε μια …άλλη ζωή. Μια ζωή, που η «επαλήθευση» της ύπαρξής της ανάγεται στη σφαίρα των ιδεών και του ιησουίτικου «πίστευε και μη ερεύνα», αφού εκείνο το «ερευνάτε τας γραφάς» έχει περάσει στη λήθη.

(σσ: ο ανορθολογισμός – και όχι μόνο – της μεταφυσικής στην οποία αναφερόμαστε περιγράφονται με εξαιρετικό τρόπο στο βιβλίο του Στέλιου Κανάκη «Η Αγρία Γραφή», εκδόσεις ΚΨΜ).

Δεξιός βραχίονας

Με λίγα λόγια, αυτό το στοιχείο της μεταθανάτιας ανταμοιβής, που προβάλλεται από όλα τα θρησκευτικά δόγματα, γίνεται πολύ χρήσιμη και αξιοποιήσιμη δύναμη για την αποτροπή της αντίδρασης των καταπιεζομένων εναντίον των καταπιεστών τους σε τούτον τον «μάταιο» κόσμο.

Κατ’ αυτό τον τρόπο η θρησκεία λειτουργεί αντικειμενικά ως ο «δεξιός βραχίονας» της κάθε καταπιεστικής εξουσίας, η οποία μόνο οφέλη έχει από ένα «εργαλείο» όπως η θρησκεία, που καλλιεργεί στον στερημένο αυτού του κόσμου την παρηγοριά της επουράνιας ανταμοιβής, με ενέχυρο την καρτερικότητα για όσα υφίσταται επί της Γης.

Ειδικά σε ό,τι αφορά στον χριστιανισμό, που ο Ενγκελς αναγνώρισε ότι στην «πρωτόγονη» φάση του «υπάρχουν άξια προσοχής σημεία προσέγγισης με το σύγχρονο εργατικό κίνημα», η αξιοποίηση από τις κυρίαρχες τάξεις του «λυτρωτικού» του μηνύματος που ανάγεται στο «μεταθανάτιο υπερπέραν» (σε αντίθεση με το σοσιαλισμό, ο οποίος, όπως έλεγε ο Ενγκελς, «κηρύττει» τη λύτρωση στον επίγειο κόσμο, στο μετασχηματισμό της κοινωνίας), είναι πασίδηλη από την εποχή της αρχαίας Ρώμης.      
 

Να είστε δούλοι του Θεού (αλλά όχι μόνο του Θεού)…

Ο απόστολος Παύλος, στην προς Ρωμαίους επιστολή του, ήταν πολύ σαφής:

«Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω οὐ γάρ ἔστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν· οἱ δὲ ἀνθεστηκότες ἑαυτοῖς κρῖμα λήψονται οἱ γὰρ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶ φόβος τῶν ἀγαθῶν ἔργων, ἀλλὰ τῶν κακῶν θέλεις δὲ μὴ φοβεῖσθαι τὴν ἐξουσίαν; τὸ ἀγαθὸν ποίει, καὶ ἕξεις ἔπαινον ἐξ αὐτῆς· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστι σοι εἰς τὸ ἀγαθόν. ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς, φοβοῦ· οὐ γὰρ εἰκῆ τὴν μάχαιραν φορεῖ· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν εἰς ὀργήν, ἔκδικος τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι διὸ ἀνάγκη ὑποτάσσεσθαι οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργήν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν».

Τι μας λέει, λοιπόν, αυτός ο Άγιος άνθρωπος; Με απλά – σημερινά – λόγια: Κάθε άνθρωπος, λέει, πρέπει να υποτάσσεται στις ανώτερες εξουσίες της πολιτείας, δηλαδή στους άρχοντες αφού αυτοί είναι οι φορείς αυτής της εξουσίας. Και γιατί αυτό; Ο απόστολος το εξηγεί: Διότι, λέει, δεν υπάρχει εξουσία στην κοινωνία που να μη απορρέει από τον Θεό. Ως εκ τούτου, οι άρχοντες που ασκούν τις εξουσίες έχουν ταχθεί από τον Θεό με συνέπεια όποιος αντιτάσσεται στην εξουσία τους να αντιτίθεται στην διαταγή του Θεού. Το καθήκον του πιστού, λοιπόν, είναι η υποταγή στους άρχοντες. Σε άλλη περίπτωση δικαίως ο άρχοντας θα πάρει την μάχαιραν και ως «υπηρέτης Θεού» θα σου την φέρει κατακούτελα, θα σου «επιβάλλη την πρέπουσαν τιμωρίαν» και θα σε πάρει ο διάολος…

Κάτι τέτοια αποσπάσματα από την Αγία Γραφή θα πρέπει να οδήγησαν τον Μαρκ Τουέιν να λέει: «Δεν είναι τα εδάφια της Βίβλου που δεν καταλαβαίνω που με προβληματίζουν. Είναι τα κομμάτια που καταλαβαίνω»…

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ανάβουμε τακτικά λαμπάδες στον απόστολο Παύλο, καθώς δεν υπάρχει καλύτερος να περιγράψει ότι ο χριστιανισμός, από θρησκεία των δούλων και των μη εχόντων δικαιώματα, έγινε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας του Καίσαρα, του Βυζαντίου και επίσημη ιδεολογία του Μεσαίωνα.

Έγινε πολύτιμος στυλοβάτης των «Αρχών» ακολουθώντας «θαυματουργές» συμβουλές, όπως του Ναζιανζηνού προς τον Άγιο Ιερώνυμο:
«Έχουμε ανάγκη όσο το δυνατόν περισσότερους μύθους για να μπορούμε να εντυπωσιάζουμε τον όχλο. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει ο όχλος τόσο πιο ενθουσιώδης γίνεται»…
 

Χριστιανισμός – Καπιταλισμός

Ειδικά στις συνθήκες του καπιταλισμού, ο Μαρξ σημείωνε ότι «ο χριστιανισμός με τη λατρεία του αφηρημένου ανθρώπου (…) αποτελεί την πιο κατάλληλη μορφή θρησκείας για μια κοινωνία εμπορευματοπαραγωγών».

Ένα κοινωνικό σύστημα που επικαλύπτει την εκμεταλλευτική του φύση με ένα πέπλο φετιχισμού (οι κοινωνικές σχέσεις στον καπιταλισμό παίρνουν τη φαντασμαγορική μορφή της σχέσης των ανθρώπων απέναντι στα πράγματα), χρειάζεται μια θρησκεία που να εξηγεί τα επίγεια δεινά με ανάλογο φετιχιστικό τρόπο.    

Μια θρησκεία που – όπως όλες οι θρησκείες αλλά πιο εκλεπτυσμένα – θα αξιοποιεί το φόβο του ανθρώπου απέναντι στο άγνωστο, θα δαιμονοποιεί τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα, θα «θεοποιεί» τις συμφορές της ανεργίας, της φτώχειας, της αρρώστιας και θα χρησιμοποιεί την άγνοια του ανθρώπου για να γεννήσει στη συνείδησή του το Θεό.

Μια θρησκεία «βολική», που διακονεί την πίστη σε μια καλύτερη ζωή (αλλά μετά θάνατον), η οποία θα κατακτηθεί μέσω της εξατομικευμένης «νηστείας και προσευχής», με το άτομο να καλείται να απορρίψει την επίγεια συλλογική δράση και να μάθει ως ακίνδυνο ον να «γυρνά και το άλλο μάγουλο»…

«Όπιο του λαού»

Πώς αντιμετωπίζεται ένα τέτοιο κήρυγμα; Προφανώς όχι με τον αντικληρικαλισμό της πλάκας που αποδίδουν στους κομμουνιστές οι άσχετοι με τις θέσεις των κομμουνιστών.

Οι κομμουνιστές γνωρίζουν ότι οι άνθρωποι δεν γίνονται άθεοι, δηλαδή δεν θα αποτάξουν την μεταφυσική, με… διαταγή του μουφτή! Σε αντίθεση, δε, με τους αγράμματους που τσαμπουνάνε τη ρήση του Μαρξ για το «όπιο του λαού», οι κομμουνιστές γνωρίζουν και τι ακριβώς είπε και τι ακριβώς εννοούσε ο Μαρξ σε μια εποχή που το όπιο ενείχε στη συνείδηση των λαών θέση καταπραϋντικού.

«Η θρησκευτική οδύνη – γράφει ο Μαρξ – είναι έκφραση της πραγματικής οδύνης και συνάμα διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική οδύνη. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, η ψυχή άψυχων συνθηκών. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Η κατάργηση της θρησκείας ως απατηλής ευτυχίας του λαού σημαίνει αξίωση της πραγματικής του ευτυχίας. Η αξίωση να εγκαταλειφθούν οι αυταπάτες για την υπάρχουσα κατάστασή του σημαίνει αξίωση να εγκαταλειφθεί μια κατάσταση που έχει ανάγκη τις αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι λοιπόν εμβρυωδώς η κριτική της κοιλάδας των δακρύων που φωτοστέφανό της είναι η θρησκεία».

Αυτή είναι η θέση του Μαρξ. Που σημαίνει ότι το ζητούμενο είναι η αλλαγή της κοινωνίας με μια άλλη χωρίς καταπίεση όπου οι άνθρωποι δεν θα χρειάζονται καταπραϋντικά για να αντέξουν την οδύνη της πραγματικής ζωής.

Οι θεοί πεθαίνουν στη Γη, όχι στον ουρανό

Η πιο βαθιά πηγή των θρησκευτικών προλήψεων είναι η εξαθλίωση και η αμάθεια. Αυτά πρέπει να καταπολεμήσουμε», έλεγε ο Λένιν, αλλά σημείωνε πως η παραπάνω τοποθέτηση θα συνιστούσε μια ανώδυνη εξήγηση της θρησκείας για το σύστημα, αν δε συμπληρωθεί από τη θέση πως οι ρίζες της θρησκείας «στις σύγχρονες καπιταλιστικές χώρες είναι κύρια κοινωνικές».

Αυτή είναι η εξήγηση και στο γιατί η τεράστια πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας – που συντελείται σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια – δεν επιφέρει αυτόματα την απαλλαγή από τα δεσμά του θρησκευτικού μυστικισμού, ακόμα και σε αρκετούς από εκείνους που κατέχουν τα επιστημονικά εφόδια. Άλλωστε, πάλι ο Λένιν είχε διαγνώσει ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί «αντιδραστικές προσπάθειες (να) γεννιούνται από την πρόοδο της επιστήμης».

Ο Πάβελ Γκούρεβιτς στο βιβλίο του «Οι θεοί ξαναζούν», αναφερόμενος στη σκέψη του Λένιν, σημείωνε τη θέση του τελευταίου ότι η επίθεση των αντιδραστικών δυνάμεων και οι νίκες τους στο ζιγκ – ζαγκ της Ιστορίας οδηγούν πάντα σε προσπάθειες εκ μέρους της άρχουσας τάξης «να αναβιώσει τη θρησκεία, να αυξήσει την απαίτηση για θρησκεία, να ανακαλύψει θρησκεία, να μπολιάσει τους ανθρώπους με θρησκεία , ή να δυναμώσει την επιρροή της θρησκείας με νέες μορφές».

Επομένως, πώς αντιμετωπίζεται το φαινόμενο του θρησκευτικού ανορθολογισμού; Ο μαρξισμός – λενινισμός είναι σαφής: Η θρησκεία δεν πρέπει και δεν μπορεί να εξετάζεται ως υπό εξόντωση αντικείμενο. Και τούτο όχι μόνο για λόγους σεβασμού απέναντι στο θρησκευτικό δικαίωμα του καθενός. Μια τέτοια αντιμετώπιση θα ήταν άλλωστε, το λιγότερο, κουτή, με την έννοια ότι όλα αυτά τα χιλιάδες χρόνια που επηρεάζει τον άνθρωπο έχει γίνει μέρος της κληρονομιάς, των παραδόσεων και των αισθημάτων του, όπως σημειώνει ο Δ. Κασιούρας, στο βιβλίο του «Μαρξισμός και νεοορθόδοξοι».

Η υπέρβαση των θρησκευτικών προκαταλήψεων δεν θα έρθει διά διαταγμάτων, αλλά μέσα από την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, που γεννούν το έδαφος για μεταφυσική απόδραση από την πραγματικότητα.

«Τις θρησκευτικές προλήψεις – συνιστούσε ο ηγέτης των Μπολσεβίκων – πρέπει να τις καταπολεμάμε με πολύ μεγάλη σύνεση. Μεγάλη ζημιά προξενούν εκείνοι που προσδίνουν στην πάλη αυτή ένα τόνο προσβολής του θρησκευτικού αισθήματος. Η πάλη αυτή πρέπει να γίνεται με την προπαγάνδα, με τη διαφώτιση. Προσδίδοντας οξύ τόνο στην πάλη αυτή, μπορούμε να ερεθίζουμε τις μάζες. Μια τέτοια πάλη επιτείνει τη διαίρεση των μαζών με βάση τη θρησκεία, ενώ η δύναμή μας βρίσκεται στην ένωση».

Η υπέρβαση της δοξασίας θα έρθει μέσα από την ανατροπή εκείνης της πραγματικότητας, που για τη διαιώνισή της οι άνθρωποι πρέπει να μένουν καθηλωμένοι σε ρόλο θεατή της ιστορίας, σε ρόλο θεατή εκείνων των άλλων που ορίζουν τη ζωή τους.

Οι άνθρωποι παύουν να έχουν την ανάγκη του Θεού, όταν πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της ζωής τους και για να την πάρουν πρέπει να μάθουν ότι μπορούν και πρέπει να το κάνουν. Η διατύπωση του Μαρξ παραμένει αξεπέραστη:

«Η θρησκευτική αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου μπορεί γενικά να εξαφανιστεί μόνο από τη στιγμή που οι σχέσεις της καθημερινής πρακτικής ζωής θα εκφράζουν για τους ανθρώπους καθημερινά καταφανείς λογικές σχέσεις μεταξύ τους και προς τη φύση… Οι πηγές της θρησκείας δε θα βρεθούν στον ουρανό, αλλά εδώ στη Γη. Μόλις αυτή η διαστρεβλωμένη πραγματικότητα, της οποίας η θρησκεία είναι αντανάκλαση, διαλυθεί, η τελευταία θα πεθάνει από φυσικό θάνατο».

«Αποκρατικοποίηση» της θρησκείας – «αποθεοποίηση του κράτους»

Όσοι φυσικά αναζητούν συγχωροχάρτια για τις «αμαρτίες» που επισωρεύουν στον πολιτικό και δημόσιο βίο της χώρας, δεν έχουν καμία τέτοια πρόθεση. Και δεν προτίθενται να πάψουν να διατηρούν αναλλοίωτη τη σκοταδιστική σύμφυση κράτους – Εκκλησίας. Και τούτο διότι ουδέποτε θα παραιτηθούν από το «δικαίωμα», ως κοσμικοί θεομπαίχτες, να συναλλάσσονται και να αξιοποιούν τους άλλους, τους θεομπαίχτες του ιερατείου, σαν δεξί βραχίονα της εξουσίας τους. Ειδάλλως θα είχαν προχωρήσει, από χρόνια, σε πολύ απλά μέτρα:

«Το κράτος δεν πρέπει να ‘χει καμιά δουλειά με τη θρησκεία, οι θρησκευτικοί σύλλογοι δεν πρέπει να συνδέονται με την κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι ολότελα ελεύθερος να πρεσβεύει όποια θρησκεία θέλει ή να μην παραδέχεται καμία θρησκεία , δηλαδή να είναι άθεος (…). Πρέπει να καταργηθεί απόλυτα ακόμα και κάθε υπόμνηση στα επίσημα έγγραφα σχετικά με το άλφα ή βήτα θρήσκευμα των πολιτών. Δεν πρέπει να δίνεται καμία επιχορήγηση στην επίσημη εκκλησία του κράτους, καμία επιχορήγηση από τα χρήματα του δημοσίου στις εκκλησιαστικές και θρησκευτικές ενώσεις, που πρέπει να γίνουν ενώσεις πολιτών – ομοϊδεατών ολότελα ελεύθερες, ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία (…). Ολοκληρωτικός χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος και το σχολείο. Πλήρης και χωρίς όρους ανακήρυξη της θρησκείας σε ατομική υπόθεση».

Το αίτημα για την «αποκρατικοποίηση» της θρησκείας και της συνακόλουθης «αποθεοποίησης» του κράτους, είναι υπερώριμο ήδη από την εποχή του… τσάρου και πιο πριν του Βολταίρου.

Τα παραπάνω λόγια, δε, του Λένιν, δεν ειπώθηκαν μετά την επανάσταση του 1917. Ειπώθηκαν το 1905, δηλαδή μέσα στο καθεστώς της μισοφεουδαρχικής – μισοκαπιταλιστικής Ρωσίας των αρχών του αιώνα.

Αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό που αποτελούσε στοιχειώδες μέτρο αστικοδημοκρατικού «εκσυγχρονισμού», από την εποχή του τσάρου ακόμα, στην Ελλάδα της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ και – φυσικά – των ΑΝΕΛ αποτελεί «βλασφημία»…

Της μπουρδολογίας το καταπέτασμα

Και μέσα σε αυτό το καθεστώς είναι που σπεύδουν ορισμένοι να μπουρδολογήσουν. Άλλοτε γιατί οι κομμουνιστές θέλουν «ντε και καλά» να τους κάνουν όλους άθεους (έτσι λένε οι μπουρδολόγοι), άλλοτε για να καυτηριάσουν το γεγονός ότι οι κομμουνιστές συμπορεύονται με θρησκευόμενους.

Όμως, για μια ακόμα φορά, σημασία έχει τι λένε οι ίδιοι οι κομμουνιστές για το θέμα, και όχι τι ψευδολογούν οι άλλοι γι’ αυτούς.

Όποιος, λοιπόν, θέλει να έχει μια άποψη για τι πιστεύουν οι κομμουνιστές γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα, για το πώς στέκονται απέναντι στην πίστη των ανθρώπων και στα σύμβολα και στους εκπροσώπους αυτής της πίστης, δεν έχει παρά να δει τα αποσπάσματα από την ομιλία του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία στις 29 Οκτώβρη του 1944.  

Για τους άλλους, τώρα, αυτούς που ψέλνουν το ανάποδο τροπάρι, που κατηγορούν τους  κομμουνιστές ότι ισοδυναμεί με απώλεια της ιδεολογικής τους καθαρότητας (για την οποία αυτοί κόπτονται) το να συνεργάζονται και να συμπορεύονται οι κομμουνιστές με πρόσωπα που είναι και δηλώνουν χριστιανοί (τέτοια «αμαρτήματα» τα διαπράττουν οι κομμουνιστές ενίοτε) φανταστείτε πόσο «αμαρτωλός» ήταν ο ίδιος ο Λένιν που τόνιζε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα όχι μόνο με απλούς λαϊκούς χριστιανούς, αλλά ακόμα και με παπάδες μπορεί να συνεργάζεται. Και όχι μόνο να συνεργάζεται, αλλά ακόμα και να τους κάνει δεκτούς στις γραμμές του! 

«Αν ο παπάς έρχεται σε μας για μια από κοινού πολιτική δράση και εκπληρώνει ευσυνείδητα την κομματική δουλειά, χωρίς να δρα ενάντια στο πρόγραμμα του Κόμματος, μπορούμε να τον δεχτούμε στις γραμμές του», υπογράμμιζε ο ηγέτης του μπολσεβίκικου κόμματος (Λένιν, Απαντα – τόμος 17). Κάτι μας λέει πως οι «ψάλτες» της ολιγαρχίας θα έχουν ήδη αρχίσει να… σταυροκοπιούνται.

Φυσικά για τους «φίλους» των κομμουνιστών δεν έχει και μεγάλη σημασία η λενινιστική αρχή πως εξ αντικειμένου – και δεδομένου ότι το πρόγραμμα του Κόμματος είναι θεμελιωμένο στην επιστημονική και υλιστική κοσμοθεωρία – «η προπαγάνδα μας συμπεριλαμβάνει υποχρεωτικά και την προπαγάνδα του αθεϊσμού», αλλά αυτό με κανένα τρόπο δεν σημαίνει ότι απαγορεύουμε «και δεν πρέπει να απαγορεύουμε στους προλετάριους που έχουν διατηρήσει τούτα ή εκείνα τα υπολείμματα των παλαιών προλήψεων να πλησιάσουν το κόμμα μας (…). Μας είναι απαραίτητο – συμπλήρωνε ο Λένιν – να καταπολεμούμε την ασυνέπεια οποιωνδήποτε «χριστιανών», αυτό όμως δε σημαίνει καθόλου πως πρέπει να προωθούμε το θρησκευτικό ζήτημα στην πρώτη σειρά, γιατί σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτή η σειρά του» και τούτο, κατέληγε, γιατί δεν πρέπει «να επιτρέπουμε το κομμάτιασμα των δυνάμεων της πραγματικά επαναστατικής, οικονομικής και πολιτικής πάλης για τριτεύουσες απόψεις και φαντασιοπληξίες».

Επομένως οι κομμουνιστές δεν πρόκειται να κάνουν τη χάρη σε κανένα «τρίτο», ούτε καν στον Αρχιεπίσκοπο.

Προτιμούν να κάνουν… τη χάρη στο Λένιν, που έλεγε πως δεν πρόκειται ούτε «να πάψουμε να απαιτούμε ολοκληρωτικό χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος για να καταπολεμούμε τη θρησκευτική θολούρα με καθαρά ιδεολογικά, και μόνο με ιδεολογικά όπλα», αλλά ούτε και πρόκειται να παίξουμε το παιχνίδι της αστικής τάξης με τη «συνδαύλιση διαφωνιών δευτερεύουσας σημασίας» μέσα στην εργατική τάξη. Αντίθετα προτιμούμε να επιλέγουμε «το ήρεμο, το σταθερό, το υπομονετικό (…) κήρυγμα της προλεταριακής αλληλεγγύης και της επιστημονικής κοσμοθεωρίας».