των Χρόνη Πολυχρονίου και Λίλι Σέιτζ
Ταυτόχρονα, το φαινόμενο της υπερθέρμανσης του πλανήτη, λόγω κυρίως της δυναμικής και των αντιφάσεων της οικονομίας που στηρίζεται στα ορυκτά, έχει προετοιμάσει το έδαφος για την έκρηξη νέων πηγών σύγκρουσης με την εκδήλωση ιστορικά μοναδικών αποσταθεροποιητικών κοινωνικών δυνάμεων. Η κλιματική αλλαγή απειλεί άμεσα δισεκατομμύρια ανθρώπους και τα περισσότερα από τα υπόλοιπα έμβια όντα- εκτός από την κατσαρίδα, την αράχνη-διάδημα και τα βραδύπορα- με ολοκληρωτική εξαφάνιση που προκαλείται από ξηρασίες, πλημμύρες και άλλες «φυσικές» καταστροφές.
Παρ’ όλα αυτά, το καταστροφικό σενάριο που σκιαγραφείται πίσω από τις δραστηριότητες του παγκόσμιου καπιταλισμού δεν εκπροσωπεί μόνο την άλλη πλευρά ενός άγριου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος που επιδιώκει μια συνεχή και γενική ανάπτυξη στην επιδίωξη ακόμα υψηλότερων ποσοστών κέρδους. Η λεγόμενη Χρυσή Εποχή του καπιταλισμού έληξε πριν από δεκαετίες και το σύστημα έχει πλέον αποτύχει, αφού φαίνεται να έχει φτάσει σε ένα σημείο όπου δεν είναι πλέον σε θέση να διατηρήσει μια σταθερή δυναμική ανάπτυξης ώστε να κάνει την οικονομία να συνεχίσει να αναπτύσσεται σε έναν ρυθμό που δημιουργεί υψηλότερο βιοτικό επίπεδο για την επόμενη γενιά.
Μάλιστα, οι ρυθμοί παραγωγικότητας στις προηγμένες βιομηχανικές περιοχές του κόσμου (όπως οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Ιαπωνία) από την έκρηξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-08 είναι πολύ βραδύτεροι από αυτούς των προηγούμενων δεκαετιών, επιβεβαιώνοντας έτσι τους ισχυρισμούς των διαφόρων ειδικών που υποστηρίζουν ότι έχουμε φτάσει στο τέλος της εποχής της ανάπτυξης.
Επιπλέον, παρ’ όλες τις συζητήσεις σχετικά με τα θαυμάσια, μεγαλειώδη επιτεύγματα της επανάστασης της υψηλής τεχνολογίας, αυτές οι καινοτομίες ωχριούν σε σύγκριση με τις καινοτομίες της Βιομηχανικής Επανάστασης. Οι νέες τεχνολογίες φτάνουν σε δισεκατομμύρια ανθρώπους, δημιουργώντας μυθικές περιουσίες για τους ιδρυτές και τους επενδυτές αλλά απασχολούν όλο και περισσότερο μόνο μια χούφτα προνομιούχων εργαζομένων. Την ίδια στιγμή, τα προβλήματα της μαζικής ανεργίας, της αυξανόμενης ανισότητας, της αυξανόμενης οικονομικής ανασφάλειας και των επικίνδυνων ποσοστών δημόσιου και εταιρικού χρέους ανεβαίνουν.
Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα κρίση που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της «συνίσταται ακριβώς στο γεγονός», όπως το θέτει ο Αντόνιο Γκράμσι στο Τετράδια της Φυλακής του, «ότι το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν μπορεί να ξαναγεννηθεί», και όλα τα παραπάνω αντιπροσωπεύουν τα «νοσηρά συμπτώματα» αυτής της αντινομίας τα οποία ο σπουδαίος ιταλός επαναστάτης υπογράμμισε ως ένα μέρος αυτού του μεσοδιαστήματος.
Εταιρικός Καπιταλισμός και Κοινωνική Διάλυση
Υπάρχουν όμως και αισιόδοξοι ανάμεσά μας που πιστεύουν ότι το ισχύον σύστημα μπορεί να διασωθεί από την προφανώς επικείμενη παρακμή με την εφαρμογή ορισμένων κυβερνητικών παρεμβατικών πολιτικών, όπως εκείνες που κατεύθυναν την εποχή της Νέας Συμφωνίας. Όμως η παγκόσμια οικονομία έχει αλλάξει ριζικά από το 1930, με τον νεοφιλελευθερισμό να είναι ένα άμεσο αποτέλεσμα του νέου κύματος της οικονομικής παγκοσμιοποίησης που σάρωσε τον κόσμο από τη δεκαετία του 1980. Και η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα για την αύξηση της ενέργειας στην πραγματικότητα αυξάνει την κατανάλωση των πρωτογενών πηγών ενέργειας, όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, παρά το φαινόμενο της υπερθέρμανσης του πλανήτη, το οποίο απειλεί να καταστρέψει τον ανθρώπινο πολιτισμό όπως τον ξέρουμε.
Ακόμη χειρότερα, το αίτημα για μια Νέα Συμφωνία έχει γίνει από πολλές δήθεν προοδευτικές πολιτικές κινήσεις στην Ευρώπη, καθώς και από τον Μπέρνι Σάντερς και πολλούς από τους υποστηρικτές του στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθιστώντας έτσι ακόμη πιο δύσκολη τη δημιουργία της πολιτικής και ιδεολογικής δυναμικής για την ανάδυση ενός νέου οικονομικού συστήματος, απαλλαγμένου από τα δεσμά της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και των φυσικών πόρων.
Είναι ρεαλιστικό ότι οι σπόροι του μέλλοντος της κοινωνίας θα καλλιεργηθούν μέσα στην παρούσα κοινωνία, όπως ο ρώσος αναρχικός Μιχαήλ Μπακούνιν συμβούλευσε, πράγμα που σημαίνει ότι η μεταρρύθμιση είναι πάντα απαραίτητη για να προχωρήσουμε από την παρούσα κατάσταση στη μελλοντική. Η μεταρρύθμιση, ωστόσο, δεν πρέπει να έχει ως απώτερο στόχο της τη διατήρηση της υπάρχουσας κοινωνικής και οικονομικής τάξης, που είναι αυτό που στοχεύουν να κάνουν με τις πολιτικές υποδείξεις τους τα περισσότερα είδη της σοσιαλδημοκρατίας και η Κεϋνσιανή οικονομία.
Ωστόσο, η επιλογή μεταξύ «βαρβαρότητας ή σοσιαλισμού» δεν ήταν ποτέ πιο σαφής. Η ανάγκη για το τέλος του καπιταλισμού και την αντικατάστασή του από ένα νέο οικονομικό σύστημα που βασίζεται στη συνεργασία και όχι στον ανταγωνισμό, στη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής μεγάλης κλίμακας αντί της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και στις συμμετοχικές δομές της κοινωνικής οργάνωσης παρά στις ιεραρχικές και καταπιεστικές/κατασταλτικές δομές, δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη.
Πράγματι, εκτός και αν είμαστε διατεθειμένοι να δεχθούμε την κοινωνική διάλυση, την αυξημένη σύγκρουση ακόμα και πολέμους ως μη αναστρέψιμες διαδικασίες και να παραμείνουμε άπραγοι ενώ η υπερθέρμανση του πλανήτη που προκλήθηκε από τη δραστηριότητα της βασισμένης στα ορυκτά καύσιμα οικονομίας καταστρέφει τον πλανήτη, το υπάρχον σύστημα του νεοφιλελεύθερου πολυεθνικού εταιρικού καπιταλισμού χρειάζεται να αντικατασταθεί από μια οικονομική τάξη που θα είναι ευθυγραμμισμένη με τα ανθρώπινα συμφέροντα και με μια βιώσιμη/ισορροπημένη ανάπτυξη.
Στην πραγματικότητα, αυτό σημαίνει μια μεγάλη στροφή από τις διαδικασίες της συνεχούς συσσώρευσης κεφαλαίου, του κτητικού ατομικισμού και της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Σημαίνει επίσης ένα τέλος στις καταστροφικές πρακτικές των δυτικών τεχνολογιών βιομηχανικής εξόρυξης και έναν σεβασμό για τους φυσικούς πόρους που διατηρούν την ζωή.
Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο του σημερινού οικονομικού συστήματος, προωθεί μια «οικονομία μονοκαλλιέργειας» που έχει καταστροφικές συνέπειες στην ευημερία των περισσότερων κοινοτήτων στον Νότο και ομοίως στο περιβάλλον.
Βάζοντας ένα τέλος στην τωρινή δυναμική και τις αντιφάσεις της οικονομικής παγκοσμιοποίησης δεν σημαίνει ότι θα εξαλειφθεί το διεθνές εμπόριο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει την κατάργηση των νεοφιλελεύθερων εμπορικών συνθηκών που έχουν ήδη δώσει στις παγκόσμιες εταιρείες και τράπεζες τόσο τεράστιο πλούτο και δύναμη που μπορούν να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα, χωρίς μέριμνα για τα συμφέροντα της κοινότητας, τα δικαιώματα των εργαζομένων και τη βιωσιμότητα.
Επανεξετάζοντας την «Ανάπτυξη» και την «Πρόοδο»
Ως εκ τούτου, πρέπει να επανεξετάσουμε όρους όπως εξέλιξη, ανάπτυξη και πρόοδος. Αυτοί οι όροι συνδέονται άμεσα με το υφιστάμενου από ιστορικής απόψεως κοινωνικό-οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού, που εμφανίστηκε γύρω στον 15ο αιώνα στη βόρεια Ευρώπη. Δεν υπάρχει τίποτα που να υποδηλώνει ότι θα ισχύει για πάντα. Στην πραγματικότητα, βρίσκεται σε μια διαδικασία ταχείας διάλυσης, αν και δεν θα εξαφανιστεί από μόνο του χωρίς άμεση δράση από τη
βάση.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να συμβιβαστούμε με την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, ένα θέμα που έχει λάβει πολύ λίγη προσοχή από τις απαρχές του Μαρξιστικού σοσιαλισμού. Προς το παρόν όμως, μπορούμε να δηλώσουμε κατηγορηματικά και με βάση τα κατάλληλα διδάγματα από την εμπειρία του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ότι το οικονομικό σύστημα του σοσιαλισμού στον 21ο αιώνα δεν μπορεί να είναι ένα ιεραρχικό και εντελώς συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου. Θα πρέπει να βασίζεται κυρίως σε τοπικές μορφές της βιομηχανίας και της οικονομίας, της συμμετοχικής δημοκρατίας καθώς και της χρήσης των τεχνολογιών που συνάδει με τις ανάγκες της κοινότητας για την παραγωγή και τη διανομή των τροφίμων με σκοπό την εξάλειψη της φτώχειας και της πείνας και την παροχή βιώσιμων μέσων διαβίωσης.
Σε αυτήν τη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία, ο κεντρικός σχεδιασμός θα είναι περιορισμένος σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, ενώ οι συνεταιρισμοί που ανήκουν σε εργαζόμενους θα αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της κατηγορίας των οικονομικών επιχειρήσεων κάτω από το νέο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Η εξ ολοκλήρου εξάλειψη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας θα ήταν μια αδύνατη και ανεπιθύμητη έκβαση στον σημερινό κόσμο. Οι τιμές για τα καθημερινά προϊόντα θα μπορούσαν πιθανώς να εξακολουθούν να βασίζονται στους βασικούς κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης, αλλά χωρίς την παρουσία των μονοπωλίων και στη θέση τους την εποπτεία της κυβέρνησης, ώστε να αποφευχθούν πιθανές παράνομες πρακτικές αισχροκέρδειας. Η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη και όλες οι ζωτικής σημασίας κοινωνικές υπηρεσίες θα παρέχονται δωρεάν σε όλα τα μέλη της κοινωνίας και η φορολογία θα είναι αυστηρώς προοδευτική. Η απασχόληση θα είναι διασφαλισμένη, ενώ εκείνοι που δεν μπορούν να εργαστούν λόγω σωματικής ή διανοητικής αναπηρίας θα λαμβάνουν ένα διασφαλισμένο εισόδημα, επαρκές για να παρέχει μια αξιοπρεπή διαβίωση.
Όλα αυτά δείχνουν, βέβαια, ότι η μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία- ασχέτως το πού θα μπορούσε αρχικά να συμβεί- θα εξακολουθεί να συνεπάγεται την κυκλοφορία του χρήματος ως μέσο ανταλλαγής. Αυτό συμβαίνει γιατί, πρώτον, ο σοσιαλισμός θα εξακολουθεί να είναι σε ένα πολύ αρχικό στάδιο και δεύτερον, δεδομένου ότι θα εξακολουθεί να υπάρχει ένας κόσμος εκεί έξω όπου πολλές χώρες θα παραμένουν καπιταλιστικές, τα χρήματα θα χρειάζονται για το διεθνές εμπόριο.
Παρ’ όλα αυτά, δεν θα υπήρχε χρηματοοικονομική κερδοσκοπία, αφού το τραπεζικό σύστημα θα διευθύνεται από το δημόσιο.
Φανταζόμενοι μια Ώριμη Μορφή του Σοσιαλισμού
Καθώς ο σοσιαλισμός ωριμάζει, το οικονομικό σύστημα θα μπορούσε να αλλάξει σταδιακά σε μια μη χρηματική μορφή ανταλλαγής, όπου ο χρόνος θα λειτουργεί ως η βάση για τις πληρωμές και τις αγορές αγαθών. Μπορούμε να το ονομάσουμε μια μη χρηματική οικονομία- μια οικονομία που θα βασίζεται σε βεβαιώσεις εργασίας ή σε ένα σύστημα τιμών χρόνου, οι λεπτομέρειες του οποίου θα πρέπει να επεξεργαστούν από τους ανθρώπους που ζουν μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για τα εκπαιδευτικά και δικαστικά συστήματα και μια σειρά από άλλα θεσμικά όργανα, συμπεριλαμβανομένης της οικογένειας.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οποιαδήποτε μελλοντική κοινωνική τάξη εμπνευσμένη από σοσιαλιστικά ιδεώδη και αξίες αντιπροσωπεύει απαραιτήτως μια ιστορική διαδικασία και όχι μια έτοιμη λύση.
Με λίγα λόγια, κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα που οραματίστηκε παραπάνω θα ήταν διαμετρικά αντίθετο με την εμπειρία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που επικρατούσε στην πρώην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι πλέον πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» δεν ήταν μόνο συγκεντρωμένος γύρω από την κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, αλλά συνέχισε να βασίζεται στην οικονομική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης ως αντάλλαγμα για τις βασικές μορφές οικονομικής ασφάλειας. Εν τω μεταξύ, η ίδια η αναπαραγωγή του συστήματος εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη αξιοποίηση των άκρως καταπιεστικών κρατικών μηχανισμών, προκειμένου να διατηρήσει τη νομιμότητά της και την εξασφάλιση της συμμόρφωσης των πολιτών με την επικρατούσα κατάσταση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης. Ο ισχυρισμός ότι η Σοβιετική Ένωση είχε εισαγάγει μια «μη καπιταλιστική εξαγωγή πλεονάσματος» υπό τον Στάλιν διαψεύστηκε από τη νέα και άγρια μορφή εκμετάλλευσης που η ρωσική εργατική τάξη είχε υποστεί κάτω από το τυραννικό καθεστώς του «Κόκκινου Τσάρου».
Σε αυτό το πλαίσιο, το κατά πόσον ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» αντιπροσώπευε μια μορφή κρατικού καπιταλισμού ή κάποιο είδος «παραμορφωμένου εργατικού κράτους», είναι ένα ζήτημα με σχεδόν καθόλου ουσιαστική σημασία. Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικοί όροι είναι πάντα ανεπαρκείς στη σύλληψη της πραγματικής φύσης των φαινομένων που επιθυμούν να προσδιορίσουν και να περιγράψουν. Το θέμα είναι ότι δεν είναι ένα μοντέλο προς μίμηση από εκείνους που επιζητούν να φέρουν τον σοσιαλισμό πίσω στον 21ο αιώνα, εκτός και αν το μελλοντικό προλεταριάτο πρόκειται επίσης να θυσιαστεί στο όνομα ενός αντι-καπιταλιστικού, αλλά άκρως αυταρχικού και καταπιεστικού κοινωνικού συστήματος ώστε να μην έχει την παραμικρή ομοιότητα με το όραμα ενός σοσιαλιστικού συστήματος με άμεση δημοκρατική συμμετοχή και συνεργασία στον πυρήνα του.
Η υλοποίηση ενός εναλλακτικού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος που βασίζεται στην αξιοποίηση των οικονομικών πόρων για το κοινό καλό- με την άμεση συμμετοχή των πολιτών σε όλες τις αποφάσεις που επηρεάζουν τον χώρο εργασίας, τις κοινότητες και τη γενική πολιτεία στο σύνολό της- απαιτεί την ενίσχυση του επιπέδου ευαισθητοποίησης για να διασφαλιστεί το ότι ο καπιταλισμός θα καταλήξει στον κάδο αχρήστων της ιστορίας. Κατ’ επέκταση, αυτό απαιτεί επίσης τη διαμόρφωση των κοινωνικών κινημάτων και των πολιτικών κομμάτων που έχουν μια ισχυρή αντι-καπιταλιστική νοοτροπία, με ένα σαφές όραμα για το μελλοντικό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα για να αντικαταστήσουν τον καπιταλισμό και καλά διαρθρωμένες στρατηγικές για την εκτέλεσή του. Η υλοποίηση έτσι του νέου οικονομικού συστήματος που βασίζεται σε σοσιαλιστικές αρχές και αξίες απαιτεί σοβαρή ιδεολογική και εκπαιδευτική δουλειά και κοινωνικά κινήματα και πολιτικά κόμματα που είναι οργανωμένα σε εθνικό επίπεδο και είναι υφιστάμενα σε μία πλήρως ανεπτυγμένη προγραμματική ατζέντα που θα έχει δημιουργηθεί στο πλαίσιο της επίτευξης των σκοπών και των στόχων που οδηγούν το όραμα της σοσιαλιστικής κοινωνίας για τον 21ο αιώνα.
Η αποτυχία πίσω από την οργάνωση ριζοσπαστικών αριστερών κινημάτων και κομμάτων μεγάλης κλίμακας με εθνική βάση στις ΗΠΑ σχετίζεται με ένα σύνολο διαφορετικών παραγόντων. Ένας από αυτούς τους παράγοντες είναι η γεωγραφική απεραντοσύνη και η πολιτιστική ποικιλομορφία της χώρας. Ένας άλλος παράγοντας είναι η κυριαρχία μιας συνολικής κύριας τάσης στην πολιτική κουλτούρα που εξιδανικεύει τον ατομικισμό, ενώ ταυτόχρονα εγγυάται την τυφλή υποταγή στην εξουσία και στον άκριτο εθνικισμό και, κατ’ επέκταση, στα πιο καταπιεστικά όργανα του έθνους (η αστυνομία και ο στρατός). Αυτή η κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα απεχθάνεται τον διανοουμενισμό και αυτό που γενικά μπορεί να περιγραφεί ως η πολιτική και κοινωνιολογική φαντασία κα παραμένει απροκάλυπτα στενόμυαλη, ρατσιστική και μιλιταριστική. Σε αυτό το πλαίσιο, ριζοσπάστες στις ΗΠΑ συγκεντρώνονται γύρω από το ξεχωριστό σκέλος του σοσιαλισμού όπως σκιαγραφείται σε αυτήν την έκθεση, έχοντας πολλά να κάνουν, αφού πρέπει να ξεπεράσουν ένα αυθεντικά ατομικιστικό και αντιδραστικό πολιτικό κλίμα απλά και μόνο για να ξυπνήσουν τη συνείδηση των ανθρώπων για την ανάγκη ενός πειραματικού μη καπιταλιστικού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.
Δυστυχώς, αυτό δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα καθήκον για τις ριζοσπαστικές σοσιαλιστικές οργανώσεις και τα κινήματα σε όλο τον δυτικό κόσμο. Η εμπειρία του σοβιετικού «κομμουνισμού» είχε αρνητικές επιπτώσεις στην κίνηση προς τον σοσιαλισμό στην Ευρώπη μετά τη δεκαετία του 1980, όταν όλες οι κακοτοπιές του συγκεκριμένου συστήματος και τα εγκλήματα του σταλινισμού έγιναν ευρέως γνωστά. Επιπλέον, η Αριστερά έχει χάσει έδαφος έναντι των καπιταλιστών αντιπάλων της, ακόμα και σε δυτικές χώρες με αρκετά ισχυρή σοσιαλιστική και κομμουνιστική παράδοση, όπως αποδεικνύεται από την υποχώρηση του μεγάλου κέρδους που είχε γίνει από τα εργατικά και σοσιαλιστικά/ κομμουνιστικά κινήματα σε πολλές δυτικές χώρες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Παρά ταύτα, ενώ ο μελλοντικός αγώνας για μια ορθολογική, δίκαιη και δημοκρατική κοινωνική τάξη- η οποία είναι ό,τι η δραστηριότητα πίσω από τον σοσιαλισμό ήταν πάντα σχεδόν από την απαρχή του- μπορεί να είναι γεμάτος με προκλήσεις, πρέπει να αντλήσουμε δύναμη και έμπνευση από το γεγονός ότι όσο το παλιό σύστημα πεθαίνει, ένα νέο ζητάει να γεννηθεί. Το αν θα είναι ένα δημοκρατικό όραμα του σοσιαλισμού (ή κάτι ακόμα ασύλληπτο) ή μια ακόμα πιο οπισθοδρομική και αυταρχική μορφή της καπιταλιστικής κυριαρχίας, θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των ταξικών αγώνων που θα ξεσπάσουν.
Η ταξική πάλη ήταν ανέκαθεν, και παραμένει ακόμη και σήμερα, μια βασική κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Το μόνο πρόβλημα στη σύγχρονη περίοδο είναι ότι η ταξική πάλη που μαίνεται έχει υπάρξει σε μεγάλο βαθμό μονόπλευρη, με τους καπιταλιστές να κάνουν πάντα την επίθεση και τις εργατικές τάξεις να λαμβάνουν όλα τα χτυπήματα. Τα προοδευτικά και ριζοσπαστικά κινήματα όλων των ειδών πρέπει να ανακαλύψουν ξανά την ταξική πάλη και να στηρίξουν ένα συνεργατικό, συμμετοχικό και περιβαλλοντολογικό οικονομικό σύστημα (όπου ο άνθρωπος δεν είναι πάνω από τη φύση), προκειμένου να σώσουν έναν κόσμο σε απόλυτη διάλυση και έναν πλανήτη κοντά στην κατάρρευση.
Μετάφραση: Νικολέττα Αλεξανδρή