της Φραγκίσκας Μεγαλούδη
Σήμερα πήγα τον γιο μου να δει την παράσταση «Ένα παιδί μετράει τα άστρα»– βασισμένη στο γνωστό βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη. Και ενώ θα μπορούσα να γράψω πολλά για την παράσταση, θα ήθελα απλά με αφορμή αυτό το έργο να μοιραστώ μια ιστορία.
Μέχρι τις αρχές του 2016 ζούσαμε στη Νιγηρία. Το σπίτι μας ήταν στην πρωτεύουσα Abuja, μια άχρωμη πόλη όπου, λόγω ή με αφορμή, την απειλή της Μπόκο Χαράμ, υπήρχε απαγόρευση της κυκλοφορίας το βράδυ εκτός του κέντρου και παντελής απαγόρευση σε περιοχές γύρω από την πρωτεύουσα. Πάντα αδιαφορούσα για τις απαγορεύσεις και, μαζί με την Charity, μια νεαρή νιγηριανή που κάναμε παρέα, επισκεφτήκαμε το χωριό της, περίπου μια ώρα από την Abuja.
Όποτε επισκέπτομαι χωριά, για κάποιο λόγο που μάλλον έχει να κάνει με την προηγούμενη ζωή μου ως «δασκάλα», πάντα ζητάω να δω το σχολείο. Ένα φτωχικό κτήριο με πολλά παιδιά που περιφέρονταν, ενώ ένα αγοράκι μού έκανε ιδιαίτερη εντύπωση γιατί είχε κολλήσει το κεφάλι του στο παράθυρο και κοιτούσε κλεφτά μέσα στην τάξη.
Δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ παραπάνω. Εδώ δεν σήκωνε προγράμματα ΜΚΟ, και αιτήσεις και assessments και «expats» με μισθούς χιλιάδων ευρώ για να «βοηθήσουν» τους «επωφελούμενους» (ή «πελάτες» ή «χρήστες υπηρεσιών»- πείτε τους όπως θέλετε). Μαζί λοιπόν με την Charity και τον πάστορα αποφασίσαμε να στείλουμε όσα παιδιά μπορούσαμε σχολείο.
Τα κριτήρια που έβαλα ήταν απλά: τα παιδιά να έχουν γραφτεί μια φορά στο σχολείο και λόγω οικονομικής αδυναμίας να έχουν σταματήσει (ο λόγος ήταν ότι η προηγούμενη εγγραφή τους αποτελούσε μια εγγύηση της δέσμευσης των γονιών στην εκπαίδευση των παιδιών τους), να είναι κορίτσια (αυτό δεν τηρήθηκε, είχαμε τελικά 4 κορίτσια και 6 αγόρια και δυο μικρά- ένα αγοράκι κ ένα κοριτσάκι που ήταν αδερφάκια ενός αγοριού), να είναι από τις φτωχότερες οικογένειες και κατά προτίμηση μονογονεϊκές (δυστυχώς αυτό ήταν το ευκολότερο). Ανέλαβα εξ ολοκλήρου τα έξοδα εγγραφής, τη σχολική στολή, τα βιβλία και την πληρωμή των διδάκτρων. Μάζεψα το μισό ποσό από δωρεές φίλων και συμπλήρωσα εγώ το υπόλοιπο.
Μέσα σε μια εβδομάδα ήμουν με τα παιδιά στο γραφείο του διευθυντή. Ήταν η ωραιότερη και συνάμα η δυσκολότερη μέρα της ζωής μου στη Νιγηρία. Δώδεκα μικρά κεφαλάκια, δώδεκα χαμόγελα, με κοιτούσαν σα χαμένα, μη πιστεύοντας ότι τα γράφω στο σχολείο. Ο διευθυντής δεν προλάβαινε να σημειώνει τα ονόματα και κάθε λίγο ρωτούσε από ποια ΜΚΟ είμαι, γιατί κάτι τέτοιο δεν είχε ξαναδεί. Όταν του έλεγα ότι δεν είμαι από καμία ΜΚΟ αρνούνταν να το πιστέψει. Ο πάστορας δίπλα σκούπιζε συνέχεια τα μάτια του πίσω από τα χοντρά γυαλιά του.
Σε κάποια στιγμή του λέω, αυτά για την εγγραφή. Τώρα θέλω να αγοράσω τα βιβλία για όλα τα παιδιά. Όλα τα βιβλία της χρονιάς;
Όλα, απαντώ. Ένα αγοράκι, γύρω στα 10, ακούγοντας το αυτό, λέει δυνατά- και τα βιβλία; Και αρχίζει να χειροκροτεί και να φωνάζει στα υπόλοιπα, «και τα βιβλία! και τα βιβλία!» Κοιτούσα κάτω γιατί δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου και δεν ήθελα τα παιδιά να νομίζουν ότι τα λυπάμαι. Ήθελα να είναι μια απλή μέρα- ήδη ένιωθα τόσο άβολα που μια λευκή γυναίκα έγραφε τα παιδιά στο σχολείο.
Λίγο πριν φύγω, ήρθε η μητέρα του δεκάχρονου, η οποία ήταν καθαρίστρια στο σχολείο. Τι ειρωνεία, κάθε μέρα καθάριζε τις αίθουσες, αλλά τα δικά της παιδιά δεν μπορούσε να τα στείλει να μάθουν γράμματα. Ο άντρας της ήταν αλκοολικός και ερχόταν στο σπίτι σπάνια, κι αυτό μόνο για να τη χτυπήσει. Μόλις με είδε έκανε υπόκλιση. Ένιωσα πολύ άσχημα, τη σήκωσα αμέσως και την αγκάλιασα. Μου είπε ότι βοηθώντας την να ξαναστείλει τα παιδιά της στο σχολείο, τα σώζω από το ξύλο και τη βία του πατέρα τους. Ήθελα να εξαφανιστώ εκείνη την στιγμή, ντρεπόμουν και χαιρόμουν, αλλά κυρίως ντρεπόμουν γιατί ήμασταν όλες μάνες με τον ίδιο πόνο για τα παιδιά μας και ξαφνικά εγώ ήμουν σε θέση υπεροχής χωρίς να το αξίζω.
Γράψαμε όλα τα παιδιά εκείνη την ημέρα. Τους πήραμε καινούριες καθαρές στολές, καλοδεμένα βιβλία, μολύβια και τετράδια. Τη μέρα που ξεκινούσαν τα μαθήματα, ήρθαν από τις 6 το πρωί και χτυπούσαν την πόρτα της Charity να τους δώσει τις στολές τους.
Και τι όμορφη πού ήταν η μέρα της σχολικής έναρξης! Τα πιο αληθινά χαμόγελα τα είδα εκείνο το πρωί. Την Κυριακή για να γιορτάσουμε το γεγονός, πήγαμε με την Charity και τις γυναίκες του χωριού και αγοράσαμε ρύζι, κρέας, λαχανικά, λάδι και ξύλα. Ο πάστορας μας έδωσε τις τεράστιες κατσαρόλες και το προαύλιο της εκκλησίας, οι γυναίκες μαγείρεψαν για όλο το χωριό και φάγαμε όλοι μαζί – πρέπει να ετοιμάσαμε πάνω από 1000 γεύματα εκείνη την ημέρα.
Αν κοιτάξω πίσω τη ζωή μου, από ό,τι δουλειά έχω κάνει ποτέ με ΜΚΟ ή με διεθνείς οργανισμούς, εκείνη η ημέρα και ίσως 2-3 ακόμα – είναι οι μόνες που υπήρξα χρήσιμη.
Και κρατάω κάτι ακόμα – την άσβεστη δίψα για γράμματα. Τα μεγάλα όνειρα των παιδιών που έλεγαν ότι θα γίνουν δάσκαλοι, γιατροί, μηχανικοί, επιστήμονες. Και πώς να τους πω εγώ ότι ο κόσμος είναι τόσο άδικος και θα σκοτώσει τα όνειρα τους, και θα τα στείλει να δουλεύουν σκλάβοι για 2 δολάρια τη μέρα; Όχι, δεν τους το είπα ποτέ.
Και σήμερα, δύο χρόνια μετά, στην Ελλάδα πλέον, κοιτάζω πίσω και σκέφτομαι ότι για 2-3 τέτοιες στιγμές άξιζε η ζωή μου. Και μετά λέω, όχι είναι τόσο ελάχιστες και παραμένω εδώ ώσπου να γίνω ένα φοβισμένο ανθρωπάκι, απορροφημένο από το σύστημα, που θα κοιτάει «τη δουλίτσα του» και ας έχει χάσει τη ψυχή του. Και να νιώθω άχρηστη μέσα σε αυτά που κάνω και ναγράφω ιστορίες για να μην ουρλιάξω από απόγνωση. Και ήρθε ξαφνικά μια παιδική παράσταση και «ένα παιδί που μετράει τα άστρα» να μου θυμίσει όσα θέλω να μην σκέφτομαι.