Του Μύρωνα Βαρουχάκη
To 2000, όταν ακόμα εργαζόμενος στην Αγγλόφωνη Έκδοση της Καθημερινής (Kathimerini English Edition), πήγα για πρώτη φορά σε μια συνέντευξη τύπου στο Ιατρικό Κέντρο Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανιστηρίων στο κέντρο της Αθήνας. Την ύπαρξη του κέντρου μέχρι εκείνη την ημέρα την αγνοούσα, όπως δυστυχώς και ο περισσότερος κόσμος.
Μπαίνοντας στο ιατρικό κέντρο, αυτό που μου έκανε εντύπωση αμέσως ήταν μια αίσθηση έντασης αλλά και ηρεμίας η οποία υπήρχε μέσα στο χώρο. Ήταν σαν να ήξερες ότι λίγες ώρες πριν, μέσα από αυτό το δωμάτιο είχανε περάσει κάποιοι ξεχωριστοί άνθρωποι, χωρίς όμως να μπορείς να προσδιορίσεις ακριβώς γιατί η παρουσία τους ήταν ακόμα έντονη.
Η μεγάλη έκπληξη όμως ήρθε όταν πλέον μπήκε μέσα στην αίθουσα η Ιατρός-Διευθύντρια του κέντρου, η Μαρία Πίνιου-Καλλή. Ήταν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που περίμενα. Γελαστή, με περίσσια δύναμη ψυχής και ζωντάνια μικρού παιδιού, υποδέχτηκε τους δημοσιογράφους όπως θα υποδεχότανε μια παρέα φίλων της στο σπίτι. Αυτή η αμεσότητα και ειλικρίνεια του χαρακτήρα της με κέρδισαν από την πρώτη στιγμή. Απαλλαγμένη από την συνήθη σοβαροφάνεια, η Μαρία με την απλότητα της κατάφερε μέσα σε λίγα λεπτά να αναβιώσει ανθρώπινες αξίες που πλέον έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν.
Ήταν φανερό πως αυτός ο άνθρωπος έκρυβε μέσα του σπάνια βιώματα, και ένα πλούσιο ψυχικό κόσμο από τον οποίο αντλούσε δύναμη για αυτήν αλλά και τους άλλους γύρω της.
Η συνεργασία μας θα ενταθεί εξαιτίας των καταστάσεων στη γειτονική Τουρκία με τα λευκά κελιά, τις αναταραχές στη Ζιμπάμπουε και αλλού, και σύντομα θα βρεθώ να γράφω δελτία τύπου για το κέντρο εθελοντικά. Αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να έρθω ακόμα πιο κοντά στα θύματα βασανιστηρίων, παρακολουθώντας τις εβδομαδιαίες συνεδριάσεις του κέντρου όπου αξιολογούσανε ιατρικές εξετάσεις από πρόσφατες υποθέσεις και αποφάσιζαν για την έκδοση πιστοποιητικών θύματος βασανιστηρίων. Τα πιστοποιητικά αυτά έχουν τεράστια αξία, αφού με το χαρτί αυτό τα θύματα βασανιστηρίων έχουν, σχεδόν βέβαια, εξασφαλίσει άσυλο στη χώρα μας και η έκδοση αυτών των πιστοποιητικών αναγνωρίζεται από το Ελληνικό κράτος.
Η ζωή μου είχε πλέον αλλάξει.
Η Μαρία, ως πρόεδρος του Διεθνούς Συμβουλίου Κέντρων Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανιστηρίων – τμήμα του οποίου είναι το κέντρο στην Αθήνα – θα ταξιδέψει σε πάνω από 72 χώρες, από την Παλαιστίνη, Ζιμπάμπουε, Κολομβία, ως την Ινδία και την Νότιο Αφρική, και θα εξετάσει ιατρικά χιλιάδες θύματα βασανιστηρίων. Θα συναντήσει διεθνείς προσωπικότητες όπως τον Yasser Arafat, τον Αρχιεπίσκοπο Desmond Tutu, την Ύπατη Αρμοστή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Ο.Η.Ε. Mary Robinson, τον πρώην πρόεδρο της Ινδίας Shri R. Venkataraman, και την Daniel Mitteran – σύζυγο του πρώην προέδρου της Γαλλίας Francois Mitteran – ενώ παράλληλα θα εκδιωχτεί και από χώρες που δεν επιθυμούσαν την παρουσία διεθνών μη-κυβερνητικών οργανώσεων στην χώρα τους.
Με την επιστροφή της στην Αθήνα συναντιόμασταν στο σπίτι της και μου μετέφερε τις εμπειρίες της από τα ταξίδια της.
Οι συναντήσεις της Τετάρτης στο σπίτι της άρχισαν το 2001 όταν με ρώτησε αν θα ήθελα να γράψω τη βιογραφία της. Η Μαρία δεν ήταν απλά μια δερματολόγος που είχε αφοσιωθεί στο έργο της αποκατάστασης θυμάτων βασανιστηρίων, αλλά μια γυναίκα πού βίωσε τις διώξεις από μικρό παιδί, αναπτύσσοντας έτσι μια δικιά της φιλοσοφία γύρω από το τι σημαίνει ήρωας.
Από το Αντάρτικο, τις πολιτικές διώξεις, τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, την εξορία, και τη χούντα, η Μαρία υπήρξε αυτόπτης μάρτυς ως άμεσα εμπλεκόμενη λόγω της δράσης του πατέρα της αλλά και της ιδίας αργότερα σε αριστερά κινήματα.
Γεννημένη στη Θάσο από μια φτωχή οικογένεια που ενστερνιζόταν την ιδεολογία του Κομμουνισμού, σε μια περίοδο όπου η χώρα έψαχνε να βρει τη δική της χαμένη πολιτική ταυτότητα, η Μαρία θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με το Αντάρτικο, του οποίου ο πατέρας της υπήρξε σημαντική φιγούρα στην περιοχή της Μακεδονίας, και θα αναγκαστεί ως παιδί ενός κομμουνιστή να ζήσει φτωχά και κάτω από συνεχείς διώξεις.
Η Μαρία θα είναι μόλις 6 μηνών όταν οι γονείς της θα αναγκαστούν να την πάρουν και να εγκαταλείψουν το σπίτι τους στην Θάσο μέσα στη νύχτα για να αποφύγουν τη σύλληψη από τα στρατεύματα του Αντών Τσαούς, επιβιβαζόμενοι σε μια βάρκα για να περάσουν απέναντι στην Ιερισσό.
Θα περάσει βραδιές στα βουνά με τον πατέρα της και τους αντάρτες, θα δει τον πατέρα της να φυλακίζεται, να βασανίζεται και να εξορίζεται επανειλημμένα. Ο πατέρας της θα είναι το πρώτο θύμα βασανιστηρίων που θα αντικρύσει η μικρή Μαρία σε ηλικία μόλις 9 χρονών, όταν θα τον επισκεφθεί στις φυλακές της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης.
“Μπήκα στο κελί του στο κτήριο της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης και τον είδα μετά τα βασανιστήρια. Το πρώτο θύμα βασανιστηρίου που είδα ήταν ο πατέρας μου,” είπε η Μαρία καθισμένη στη σάλα του σπιτιού της στην Αθήνα, εξηγώντας ότι τον επισκεπτότανε καθημερινά με τη μητέρα της και τη μικρότερη της αδερφή, γιατί φοβόντουσαν μήπως τον σκοτώσουν, ωστόσο οι φύλακες είχαν εντολές να μην τους αφήσουν να τον δουν. Μια μέρα όμως, όταν πλέον οι διαμαρτυρίες τους είχανε γίνει εντονότατες, οι φύλακες άφησαν να περάσουν μέσα μόνο τα δύο παιδιά έτσι ώστε η μητέρα της Μαρίας να μη δει ότι ο άντρας της είχε υποστεί βασανιστήρια.
“Μπήκαμε σε αυτό το δωμάτιο που ήτανε ενός μέτρου και βλέπω τον πατέρα μου να έχει μαζεμένα τα ποδαράκια του επάνω, πληγωμένες τις μασχάλες του από καυτά αυγά και τις πατούσες του πληγωμένες από φάλαγγα,” συνέχισε η Μαρία καθώς κοιτούσε φωτογραφίες του πατέρα της από την εποχή εκείνη. “Εγώ τότε δεν ήξερα από βασανιστήρια, αλλά κατέγραφα ότι έβλεπα με τα μάτια μου για να τα περιγράψω μετά στη μητέρα μου και το δικηγόρο.”
Ποιος να της το έλεγε ότι κάποια χρόνια αργότερα θα εξέταζε εκατοντάδες άλλα θύματα βασανιστηρίων από χώρες του εξωτερικού, ως γιατρός του ιατρικού κέντρου θυμάτων βασανιστηρίων…
Οι πολιτικές της δραστηριότητες και το κομμουνιστικό παρελθόν του πατέρα της θα γίνουν η αφορμή για τις δικές της διώξεις. Το 1967, μήνες μετά που θα πάρει το πτυχίο στα χέρια και ενώ θα έχει κάνει σχέδια για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, η χούντα θα πάρει την εξουσία με πραξικόπημα. Η Μαρία θα συλληφθεί και θα εξοριστεί στην Γυάρο – το ‘νησί-φυλακή’ όπως ήταν γνωστό – στον ίδιο τόπο που είχε κάνει εξόριστος και ο πατέρας της όταν αυτή ήταν ακόμα στο Δημοτικό Σχολείο.
“Όταν με συλλάβανε και με ανακρίνανε – όπου με ανακρίνανε για ώρες και ώρες και μου λέγανε διάφορες αηδίες και με ρωτούσανε διάφορα – κάποια στιγμή τελειώσανε και τότε τους ρωτάω και λέω: ‘σας παρακαλώ μου κάνατε τόσες ερωτήσεις και άλλα είπα και άλλα δεν είπα, τώρα μπορώ εγώ να κάνω μια ερώτηση;’ Μου λένε τότε ‘τι θέλεις;’ Λέω: ‘κοιτάξτε, εγώ ξέρω τι ήμουνα στη Νεολαία Λαμπράκη. Ήμουνα ένα ανθυποστελεχάκι. Για να φτάσετε να συλλάβετε εμένα σημαίνει ότι έχετε συλλάβει πάνω από 60,000 ανθρώπους. Πώς φτάσατε σε εμένα;’ Και μου λέει τότε αυτός: ‘Μαράκι, αν το κόμμα σου δε σε εκτίμησε όπως έπρεπε, εμείς σε εκτιμήσαμε. Τότε που έβγαζες τις γυναίκες στους δρόμους στη Θεσσαλονίκη εμείς από τότε καταλάβαμε ότι είσαι γεννημένη για αρχηγός. Ε, και τώρα θα σου σπάσουμε τα πόδια. Για αυτό σε συλλάβαμε. Θα σου σπάσουμε τα πόδια για να μην γίνεις ποτέ αρχηγός. Για εμάς Μαιρούλα είσαι αρχηγός.’ Εγώ τρελάθηκα από την χαρά μου και τότε τους λέω ‘σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Αν είναι έτσι τότε εντάξει. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.’”
Κάποια χρόνια αργότερα όταν θα καταφέρει να δει το φάκελό της θα ανακαλύψει ότι οι αρχές την παρακολουθούσαν από μικρό κοριτσάκι. “Η πρώτη κατηγορία στο φάκελο μου διατυπώνεται από τότε που ήμουνα παιδάκι 10 με 11 χρονών. Ήταν όταν γύρισε ο πατέρας μου από τη φυλακή και με έστελνε να πάρω εφημερίδα. Η κατηγορία έλεγε ότι ‘εκκινήτω προς το περίπτερον, ηγόραζε την εφημερίς και δεν την έδινε στον πατέρα της, αλλά εκάθιτο στην σκάλα και διάβαζε την εφημερίς μέχρι την τελευταία σελίδα.’ Αυτή είναι η πρώτη κατηγορία που είχε ο φάκελος μου.”
Στη Γυάρο η Μαρία επίσης θα συναντήσει για πρώτη φορά από κοντά το δικτάτορα Στυλιανό Πατακό κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο νησί-φυλακή με δύο Αμερικανούς γερουσιαστές. Η Μαρία θα έχει ολιγόλεπτο προσωπικό διάλογο με τον Πατακό, ενώ θα αναστατώσει το πρόγραμμα της επίσκεψης των γερουσιαστών οι οποίοι έκπληκτοι θα μάθουν ότι στο νησί υπήρχαν και εκατοντάδες φυλακισμένες γυναίκες. Το κράτος μέχρι και τότε αρνιόταν την ύπαρξη γυναικών – ακόμα και των ανδρών – στη Γυάρο. Ένα Γερμανικό περιοδικό μάλιστα θα ναυλώσει ένα μικρό αεροπλάνο και θα στείλει ένα φωτογράφο για να αποδείξει την ύπαρξη εξόριστων στη φυλακή. Μια από τις πολλές φωτογραφίες του περιοδικού θα είναι αυτή με τη Μαρία στην αυλή της φυλακής να κουνάει ένα ρούχο στον αέρα.
“Γυρνάει κάποια στιγμή ο Πατακός και μου λέει: ‘Κοίτα να δεις μικρούλα, εσύ μια μέρα θα βγεις από εδώ πέρα γιατί εσύ αγαπάς τους ανθρώπους … ‘Έτσι ξεκίνησα και εγώ και κοίτα που κατάντησα, δικτάτορας!’” είπε η Μαρία.
Στη Γυάρο η Μαρία θα περάσει σχεδόν ένα χρόνο και θα φύγει από το ‘νησί-φυλακή’ με καρδιακή ανεπάρκεια και εσωτερική αιμορραγία. Η χούντα θα αποφύγει να χρεωθεί το θάνατό της και έτσι θα την στείλουνε στο νοσοκομείο στην Σύρο, όπου οι γιατροί θα κρίνουν ότι θα πρέπει να υποβληθεί άμεσα σε εγχείρηση και έτσι η Μαρία θα μεταφερθεί στην Αθήνα όπου και θα φτάσει κοντά στον θάνατο. Είχε καταφέρει να εξαπατήσει τον θάνατο.
Δεν μπορούσε όμως να τον νικήσει αυτή τη φορά. Η Μαρία απεβίωσε αυτή την εβδομάδα. Η χώρα είναι φτωχότερη χωρίς αυτήν. Αντίο ‘Μαράκι’ και τις καλύτερες ευχές σε αυτό το τελευταίο ταξίδι.
Μύρων Βαρουχάκης
Λονδίνο, Ιανουάριος 2015