Όπως εξηγεί η παράταξη, «σύμφωνα με την ΠΝΠ (ΦΕΚ Α-152, 9/8/2022), η εισαγγελική διάταξη άρσης απορρήτου τηλεφωνικών επικοινωνιών με αίτημα της ΕΥΠ εκδίδεται (ως ίσχυε) από τον αποσπασμένο στην ΕΥΠ – ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου – εισαγγελικό λειτουργό, αλλά περαιτέρω θα υποβάλλεται πλέον για έγκριση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών.

Συγκεκριμένα, «στο τέλος της περ. (β) της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008 (Α’ 39) προστίθενται δύο εδάφια και η περ. (β) διαμορφώνεται ως εξής: “β. Ενεργεί, ύστερα από διάταξη του εισαγγελικού λειτουργού της παραγράφου 3 του παρόντος και τηρουμένων των διατάξεων του ν. 3115/2003, άρση απορρήτου επιστολών και τηλεφωνικής ή άλλης επικοινωνίας, καθώς και καταγραφή δραστηριότητας προσώπων με ειδικά τεχνικά μέσα και ιδίως με συσκευή ήχου και εικόνας εκτός κατοικίας. Η διάταξη αυτή υποβάλλεται προς έγκριση μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών. Η ισχύς της διάταξης αρχίζει από την έγκριση του Εισαγγελέα Εφετών”».

Με αυτό το τρόπο «επανέρχεται μια πρόβλεψη που ίσχυε μέχρι το 2018, οπότε και τα δύο τελευταία εδάφια της περίπτωσης β’ του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 3649/2008 καταργήθηκαν από την τότε κυβέρνηση με το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 4531/2018, ΦΕΚ Α 62/5.4.2018. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι με αυτό το “διπλό φίλτρο” (εισαγγελική διάταξη αρμόδιου εισαγγελέα για την ΕΥΠ + έγκριση εισαγγελέα Εφετών) θα μπει φρένο στο ράλλυ των παρακολουθήσεων και θα θωρακιστούν τα δικαιώματα των πολιτών».

Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Εναλλακτική Παρέμβαση-Δικηγορική Ανατροπή «πρόκειται για ενσυνείδητο ψεύδος», καθώς «η αλήθεια είναι ότι η έγκριση του Εισαγγελέα Εφετών θα είναι παντελώς τυπική», αφού «στην εισαγγελική διάταξη, διά της οποίας επιβάλλεται η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, δεν προβλέπεται εκ του νόμου υποχρέωση σχετικής αιτιολογίας (άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 2225/1994, ενώ a contrario στις εισαγγελικές διατάξεις για διακρίβωση εγκλημάτων αναφέρεται ρητα η αιτιολογία επιβολής της άρσης, βλ. άρθρο 5 παρ. 2 περ. (β)].

Ακόμα, «στην εισαγγελική διάταξη, διά της οποίας επιβάλλεται η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, δεν προβλέπεται εκ του νόμου υποχρέωση αναγραφής του ονόματος του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης (άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 2225/1994, ενώ a contrario στις διατάξεις για διακρίβωση εγκλημάτων αναφέρεται ρητα “το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και [τ]η διεύθυνση διαμονής τους”, βλ. άρθρο 5 παρ. 2 περ. (α)]».

«Έτσι, στην πράξη, ο Εισαγγελέας Εφετών θα καλείται να εγκρίνει μια διάταξη που δεν θα έχει ούτε ονοματεπώνυμο του θιγόμενου (παρά μόνο έναν αριθμό κινητού) ούτε αιτιολογία της άρσης ούτε οποιαδήποτε περιγραφή της υπόθεσης», εξηγεί, προσθέτοντας πως «οπως γνωρίζουμε από αντίστοιχες περιπτώσεις, οι εισαγγελικές διατάξεις είναι προδιατυπωμένες με copy paste και επαναλαμβάνουν τη φράση: “για λόγους εθνικής ασφάλειας των οποίων η μορφή δεν είναι αναγκαίο να εκτεθεί περαιτέρω στην παρούσα διάταξη”».

«Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας με εισαγγελική διάταξη, χωρίς ονομαστική αναφορά και χωρίς αιτιολογία, ισχύει από το 1994! Από το 2008 υπάρχει το “διπλό φίλτρο”, καθώς από τότε προβλέπεται εισαγγελέας εποπτεύων της ΕΥΠ και έγκριση των διατάξεών του από τον Εισαγγελέα Εφετών. Δεν έχει παρά να δει κανείς την αποτελεσματικότητα του “διπλού φίλτρου” τη δεκαετία 2008-2018», συμπληρώνει αναρτώντας τον σχετικό πίνακα της ΑΔΑΕ.

«Παρομοίως προσχηματική είναι η πρόβλεψη της ΠΝΠ για διατύπωση γνώμης από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής για τον επιλεγόμενο διοικητή της ΕΥΠ, καθώς η γνώμη είναι προφανώς μη δεσμευτική, ενώ η αρμοδιότητα της Υπηρεσίας εξακολουθεί να υπάγεται στον Πρωθυπουργό με απόφαση της παρούσας κυβέρνησης από την επομένη της εκλογής της. Κατόπιν τούτων, η ΠΝΠ με την οποία η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι θα αντιμετωπιστεί η αυθαιρεσία των παρακολουθήσεων είναι ένα φύλλο συκής για την διαιώνισή τους και ο Πρωθυπουργός είναι για μια ακόμα μια φορά βαρύτατα εκτεθειμένος» καταλήγει.