Η ανακοίνωση της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας
Η κυβερνητική τροποποίηση της διάταξης για τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση δικών με τρόπο που να “απαγορεύεται η ολική ή μερική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο” αποτελεί ευθεία επίθεση στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της δημοσιότητας της δίκης και θα πρέπει άμεσα να καταργηθεί.
Η διατύπωση της νέας διάταξης του άρ. 8 παρ. 1 του ν. 3090/2002, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 31 του ν. 5119/2024 (ΦΕΚ 103/Α/5-7-2024), είναι τόσο ευρεία και αόριστη που δύναται να ερμηνευτεί ακόμα και ως συλλήβδην απαγόρευση της παρουσίας δημοσιογράφων και παρατηρητών και της αναμετάδοσης πληροφοριών από το ακροατήριο μιας υπό εξέλιξη δίκης.
Σύμφωνα με τη νέα διάταξη του ν. 5119/2024 (“Τροποποίηση του π.δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» ( Α΄ 8 ) – Μεταφορά διαφορών στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια – Ρυθμίσεις για πιλοτική ή κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας – Άλλες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης”): “Απαγορεύεται η ολική ή μερική μετάδοση με ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΤΡΟΠΟ, ιδίως μέσω της τηλεόρασης, ραδιοφώνου, διαδικτύου και γενικά οποιουδήποτε τεχνολογικού μέσου, καθώς και η κινηματογράφηση, μαγνητοσκόπηση, ηχογράφηση και αποτύπωση της δίκης σε γραπτό κείμενο μέσω ειδικού λογισμικού που μετατρέπει τον προφορικό λόγο σε γραπτό, ενώπιον ποινικού, αστικού ή διοικητικού δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον”.
Η προγενέστερη διάταξη ήταν σαφώς πιο ορισμένη (και πάντως ήδη αυστηρή σε σχέση με το παλιότερο άρθρο 35 παρ. 4 του ν. 2172/1993), καθώς όριζε ότι: “Η ολική ή μερική μετάδοση από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και η κινηματογράφηση και μαγνητοσκόπηση της δίκης ενώπιον ποινικού, πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου απαγορεύεται. Κατ` εξαίρεση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον.”
Επισημαίνεται ότι η προβλεπόμενη κύρωση για την παραβίαση της ως άνω απαγόρευσης αντιστοιχεί σε ποινή φυλάκιση μέχρι τριών ετών και χρηματική ποινή είκοσι χιλιάδων (20.000) έως διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ.
Ήδη, αξιοποιώντας τη νέα διάταξη, η δικαστική σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης, στην υπόθεση του ρατσιστικού πογκρόμ σε βάρος προσφύγων στην Πλατεία Σαπφούς, απαγόρευσε την παρουσία μελών Παρατηρητηρίου της δίκης που λειτουργούσε κατά τις πρώτες τέσσερις δικασίμους. Ο άτυπος θεσμός των Παρατηρητηρίων λειτουργεί με την αυτοπρόσωπη παρουσία στο ακροατήριο ατόμου, συνήθως φέροντος τη δημοσιογραφική ή τη δικηγορική ιδιότητα, το οποίο κρατά σημειώσεις από τα τεκταινόμενα στη δικαστική αίθουσα, οι οποίες ταυτόχρονα αποστέλλονται και αναρτώνται σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την ενημέρωση του κοινού. Αντίστοιχα Παρατηρητήρια έχουν λειτουργήσει σε πολύκροτες δίκες δημόσιου ενδιαφέροντος, όπως η δίκη της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης “Χρυσή Αυγή”, η δίκη της ανθρωποκτονίας του Ζακ Κωστόπουλου, κοκ. Η διαδικασία της κάλυψης των ως άνω δικών μέσω Παρατηρητηρίων ουδέποτε απαγορεύτηκε από οποιαδήποτε δικαστική σύνθεση εφόσον δεν υπήρξε διεξαγωγή κεκλεισμένων των θυρών, καθώς δεν αποτελούσε μεταδοση ήχου ή εικόνας, αλλά γραπτή ανταπόκριση μέσω δημοσιογραφικής καταγραφής και παρατήρησης της ακροαματικής διαδικασίας που στη συνέχεια αναρτιόταν με μορφή κειμένου στο διαδίκτυο (σε ιστότοπους, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κλπ).
Με τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση (https://rb.gy/xs7xfn), η κυβέρνηση επιχειρεί να περιορίσει την έννοια της δημοσιότητας της ποινικής διαδικασίας αποκλειστικά στη “δυνατότητα της ελεύθερης εισόδου του κοινού στην αίθουσα συνεδρίασης του δικαστηρίου και [στην] κατά τρόπο ανεμπόδιστο παρακολούθηση της προφορικής διαδικασίας και όχι [στην] άμεση αναμετάδοση της δίκης με κάθε λεπτομέρεια”. Είναι, ωστόσο, κοινός τόπος στη θεωρία και τη δικαστηριακή πρακτική ότι, πέραν της άμεσης δημοσιότητας που επιτυγχάνεται με τη φυσική παρουσία κοινού, αντικείμενο προστασίας αποτελεί και η έμμεση δημοσιότητα, έκφανση της οποίας είναι η παρουσία δημοσιογράφων και το δικαστικό ρεπορτάζ από τη δικαστική αίθουσα (βλ. Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, σελ. 136 επ). Μάλιστα, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο άτυπος θεσμός των Παρατηρητηρίων, με την πιστή καταγραφή των τεκταινομένων στο ακροατήριο χωρίς κρίσεις και σχόλια, προσφέρει όλα τα εχέγγυα που επιτάσσει η θεωρία για την έμμεση δημοσιότητα (βλ. Ν. Ανδρουλάκης, οπ, σελ 139) και συγκεκριμένα: “α) Σχολαστική ακρίβεια και νηφαλιότητα στην μετάδοση των διαδραματιζομένων…. β) Νομική παιδεία του γράφοντος ώστε να είναι σε θέση … να απομονώσει το ουσιώδες από το επουσιώδες… γ) Αποφυγή της λήψης οποιασδήποτε θέσης πριν από την τελική κρίση…”.
Η νέα διάταξη έρχεται σε σύγκρουση το άρθρο 93 § 2 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «Oι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 6 § 1 εδ. α` της ΕΣΔΑ και και κατά τη διάταξη του άρθρου 14 § 1 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ: «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικασθεί ….. δημόσια …..». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 329 § 1 εδ. α’ του ΚΠΔ: «Η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της απόφασης, γίνονται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθήσει ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις».
Καλούμε την κυβέρνηση να καταργησει άμεσα την επίμαχη διάταξη. Καλούμε τους Δικηγορικούς Συλλόγους και τις δημοσιογραφικές ενώσεις να λάβουν θέση και να καταδικάσουν την κυβερνητική τροποποίηση απαιτώντας την κατάργησή της. Μέχρι αυτή να καταστεί εφικτή, καλούμε τους δικαστικούς και τους εισαγγελικούς λειτουργούς να εφαρμόσουν τη νέα διάταξη συσταλτικά υπό το φως του α. 93 παρ. 2 του Συντάγματος και να μην συνεργήσουν στη φίμωση της δημοσιότητας και της ελευθερίας του τύπου, με δεδομένο ότι γραπτή ανταπόκριση μέσω δημοσιογραφικής καταγραφής και παρατήρησης της ακροαματικής διαδικασίας δεν αποτελεί μετάδοση ήχου και εικόνας και δεν απαιτεί τεχνολογικά μέσα και ειδικά λογισμικά.