του Φώτη Τερζάκη
Δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού ΖΗΝ.
Αυτό τον ρόλο, για να το πω προγραμματικά, πιστεύω πως έχει η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Ήταν το απολύτως σημαντικότερο γεγονός του εικοστού αιώνα, όχι τόσο λόγω τής «εσωτερικής» της εξέλιξης όσο λόγω τής αλυσίδας των γεγονότων που υποκίνησε, αλλά και του συμβολικού νοήματος με το οποίο, εξαιτίας αυτών ακριβώς των γεγονότων, φορτίστηκε, και το οποίο κινείται στο βάθος τους σαν αόρατο συνδετικό νήμα. Κρινόμενη με μέτρο τις ίδιες της τις επαγγελίες, η Ρωσική Επανάσταση απέτυχε. Ο μόχθος, η αγωνία, το αίμα που κόστισε δεν στάθηκαν ικανά να αλλάξουν τον ρου τής ιστορίας στην κατεύθυνση που ευαγγελίστηκε – προς ώρας τουλάχιστον… Η φύση και οι αιτίες αυτής τής «αποτυχίας» είναι θέμα μιας άλλης, πιο ειδικής συζήτησης, την οποία έχουμε κάνει πολλές έως τώρα φορές και θα ξανακάνουμε αναμφίβολα στο μέλλον• εδώ όμως ενδιαφέρει κάτι άλλο: ο αντίκτυπος και οι επιπτώσεις που όντως είχε, οι τρόποι με τους οποίους όντως καθόρισε την ιστορία τού καιρού της προς κατευθύνσεις απρόβλεπτες, που αν προς στιγμήν εμφανίζονται αναντίστοιχες με τις προθέσεις της ή και τραγικά αντίθετες, είναι ακόμα νωρίς για να διαβλέψουμε πού ακριβώς τείνουν ή μπορούν να οδηγήσουν.
Κατ’ αρχάς, δεν βοηθάει να βλέπουμε τη Ρωσική Επανάσταση σαν μεμονωμένο γεγονός. Στην πραγματικότητα, ήταν η κορύφωση ενός κατακλυσμιαίου επαναστατικού κύματος που σάρωσε την Ευρώπη με το τέλος τού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τη διάλυση των τελευταίων εδαφικών αυτοκρατοριών, μια ανάφλεξη που απλώθηκε ακαριαία σαν πυρκαγιά με παράλληλες εστίες τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, τη Ρωσία και τμήματα των Βαλκανίων. Ακριβέστερα, λοιπόν, πρέπει να μιλάμε για την επαναστατική επταετία 1917-1923 (ή 1916-23, αν υπολογίσουμε και την Ιρλανδία) σαν μία από τις σπάνιες εκείνες στιγμές όπου ένα ολόκληρος ιστορικός κόσμος, ενοποιημένος σε πρωτοφανή βαθμό από τις παγκόσμιες ροές του κεφαλαίου, της τεχνικής, των επικοινωνιών και της διοίκησης, σείεται εκ θεμελίων κι ένα απρόβλεπτο φάσμα δυνατοτήτων ανοίγεται μπροστά του. Ποτέ ο νεωτερικός, αστικός και καπιταλιστικός κόσμος δεν βρέθηκε τόσο κοντά στο τέλος του, ποτέ άλλοτε δεν είδε τόσο καθαρά το πρόσωπο του αγγέλου-εξολοθρευτή του: της εργατικής τάξης, της αλυσοδεμένης εκείνης ανθρωπότητας που με τον ιδρώτα και το αίμα της παρήγε τη δική του λάμψη και τον δικό του πλούτο. Ήταν η στιγμή που ανακεφαλαίωνε το 1905, το 1871, το 1848, συνομιλώντας ταυτόχρονα με το 1789 κι επανερμηνεύοντας το μήνυμά του. Τα γεγονότα της Ισπανίας, 1936-8, πρέπει επίσης να θεωρούνται ως ο τελευταίος μετασεισμός της.
Οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που μία στιγμή πριν αλληλοσφάζονταν για την κυριαρχία του κόσμου πάγωσαν, και συνασπίστηκαν απέναντι στον κοινό εχθρό. Μια σειρά από δύσκολα κερδισμένες νίκες τους αποσόβησαν προς στιγμήν τον κίνδυνο, όμως η ανησυχία που έγινε μόνιμη επρόκειτο να μεταλλάξει βαθιά τις κρατικές δομές και την ίδια τη φύση των ευρωπαϊκών καθεστώτων. Το ότι το Ρωσικό ’17 επέζησε (παρά το δυσθεώρητο τίμημα που έπρεπε να πληρώσει γι’ αυτό) παρέμενε σαν ανησυχητική υπόμνηση του ότι η παρτίδα δεν τελείωσε, ότι ο εχθρός δεν είχε οριστικά νικηθεί. Πάνω απ’ όλα, ο κομμουνισμός δεν ήταν πλέον το ουτοπικό όραμα μιας δράκας ρομαντικών διανοουμένων, ούτε η Αριστερά ως πολιτική δύναμη ένα πρόγραμμα μισθολογικών διεκδικήσεων ή εκλογικών δικαιωμάτων υπέρ των εργαζομένων τάξεων που μπορούσαν να χειραγωγηθούν με κοινοβουλευτικές μεθοδεύσεις• ήταν τώρα μια ορατή ιστορική δύναμη, με δικούς της θεσμούς, επικράτεια, όπλα και αξίες, ενορχηστρώνοντας τους συλλογικούς πόθους των εκατομμυρίων που είχαν στερηθεί ωμά την κυριότητα στα μέσα αναπαραγωγής τής ζωής τους και την ίδια τους την ανθρώπινη υπόσταση, ταγμένη να δώσει οριστικό τέλος στην κεφαλαιοκρατική βαρβαρότητα.
Μένει να εκτιμήσουμε τώρα, με την ψυχραιμία που μας δίνει η απόσταση, τις συνέπειες αυτού του γεγονότος. Πρώτον, χώρισαν οριστικά οι δρόμοι της κομμουνιστικής Αριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας. Το ρήγμα που ανοίχτηκε με την έναρξη του Πολέμου, όταν η απόφαση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων να στηρίξουν την πολεμική προσπάθεια των χωρών τους οδήγησε στην απόσχιση των ριζοσπαστικότερων κομματιών τους τα οποία συνασπίστηκαν για τη μετατροπή τού ιμπεριαλιστικού πολέμου σε παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση, τώρα έγινε αληθινή τάφρος αίματος. Η έμπρακτη συμμαχία των εργατικών ηγεσιών και των κοινοβουλευτικών εκπρόσωπων τους με τις αστικές τους τάξεις, οι χειραγωγικές τους στρατηγικές για την καταστολή των εξεγέρσεων, οδήγησε μεν σε κατά τόπους εδραίωση της κοινοβουλευτικής Αριστεράς και διεύρυνση κάποιων τυπικών αστικών δικαιωμάτων –που ήταν γι’ αυτές εξαρχής το δόλωμα– αλλά δίχασε βαθιά τις ίδιες τις εργατικές τάξεις και οδήγησε μακροπρόθεσμα στην πολιτική τους αποδυνάμωση. Ακόμη πιο σημαντικό, υπονόμευσε αμετάκλητα το περιεχόμενο και το νόημα του κοινοβουλευτισμού εν γένει, καθώς η κοινοβουλευτική συμμετοχή προϋπέθετε πλέον ένα αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στις επαγγελματοποιημένες ηγεσίες και τη λαϊκή βάση που εκπροσωπούσαν, συστηματική δηλαδή προδοσία των αναγκών και των αιτημάτων της. Όταν μάλιστα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό τους νέους γεωστρατηγικούς συσχετισμούς, τα (φιλοσοβιετικά τότε) λεγόμενα Κομμουνιστικά Κόμματα εγκατέλειψαν με τη σειρά τους την επαναστατική προοπτική κι επικεντρώθηκαν σε εκλογικές μεθοδεύσεις, μεταμορφώθηκαν και τα ίδια σε δομικά ισοδύναμα της προπολεμικής Σοσιαλδημοκρατίας: ο κοινοβουλευτισμός ήταν πλέον άδειο κέλυφος – πράγμα που συνέβαλε στην ολοκληρωτική μετάλλαξη όλων των δυτικών «δημοκρατιών» ως το τέλος τού αιώνα.
Δεύτερον, γεννήθηκε ο πιο σκοτεινός, ο πιο ταραγμένος καρπός αυτής της βαθιάς ανησυχίας των κεφαλαιοκρατικών ελίτ τής Ευρώπης: ο φασισμός/ναζισμός. Δεν θα μπω βέβαια εδώ στην τεράστια συζήτηση για τις πηγές, την προέλευση και τα αίτια του φασισμού. Μπορεί κάλλιστα οι απώτατες πηγές του να ήταν ετερόκλητες και να έχουν κυμαινόμενο κατά τόπους ιστορικό βάθος, όπως επίσης μπορεί να εξέφρασε λαϊκές αγωνίες απέναντι στις απειλητικές όψεις τής κεφαλαιοκρατικής νεωτερικότητας, μια μορφή δηλαδή «παραπλανημένου αντικαπιταλισμού»• το βέβαιο είναι ότι έδωσε χρόνο στις κεφαλαιοκρατικές τάξεις να ανασυνταχθούν απέναντι στη σαρωτική οικονομική κρίση και τη σοβούσα επαναστατική απειλή, με τρόπο που μεταμόρφωσετις ίδιες τις λειτουργίες τού καπιταλισμού παρέχοντάς του μακράν αποτελεσματικότερες μορφές ελέγχου εις βάθος ολόκληρης της κοινωνίας. Η Σχολή της Φραγκφούρτης έδειξε την κρίσιμη ιδεολογική συνέχεια ανάμεσα στη φασιστική κοσμοαντίληψη και τη λογική τού φιλελευθερισμού της αγοράς, που μπορεί να συνοψιστεί στο αξίωμα της «επιβίωσης του ικανοτέρου». Σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατον ακόμη και να περιγράψει στοιχειωδώς κάποιος τον φασισμό εάν δεν δώσει κεντρική θέση στο πιο σταθερό στοιχείο που διαμορφώνει από την αρχή ως το τέλος τον χαρακτήρα του: τον αντικομμουνισμό. Είναι το πιο επιθετικό, ριζοσπαστικό του γνώρισμα, που δίνει μια νέα τροπή στον εθνικισμό και μεταμορφώνει την «πολιτειακή θρησκεία» εκείνου σε σταυροφορικό πόλεμο εναντίον του εχθρού.
Τρίτον, η συσπείρωση ενάντια στην απειλή του μπολσεβικισμού εκ μέρους όλων των ισχυρών κυβερνήσεων της εποχής ήταν ο αποφασιστικός παράγων που έδωσε τη νίκη στον φασισμό και οδήγησε στο σφαγείο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στη Γερμανία ειδικά, η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία και η προσεχής του ισχυροποίηση καθορίστηκε αφενός από τη διάσπαση Κομμουνιστών-Σοσιαλδημοκρατών στο εσωτερικό, αφετέρου –και προπαντός– από την προτεραιότητα που είχε για όλο τον δυτικό κόσμο ο αντι-μπολσεβικικός αγώνας. Οι δυτικοί «σύμμαχοι» (με τη Βρετανία επικεφαλής) στήριξαν μέχρι την τελευταία στιγμή τα φασιστικά καθεστώτα της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ανάχωμα για την κομμουνιστική επέκταση, πράγμα που οδήγησε στην γνωστή παρελκυστική πολιτική τού Στάλιν με το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ• αυτές οι ολιγωρίες και δολιχοδρομίες των αντιπάλων του έδωσαν όλο τον χρόνο στον Άξονα να εδραιωθεί και να αποκτήσει πρωτοβουλία κινήσεων μέχρις ότου το αναπότρεπτο ήταν γεγονός. Το ίδιο το εφιαλτικό συμβάν τής μαζικής εξόντωσης στα στρατόπεδα θανάτου, η ιστορική υπογραφή του ναζισμού, έπαιξε με τη σειρά του αποφασιστικό ρόλο –με τη συρροή και άλλων παραγόντων, ασφαλώς– στη δημιουργία ενός κράτους εξαίρεσης, του Ισραήλ, που στην αλληλουχία των μεταπολεμικών γεγονότων επρόκειτο να δώσει θανάσιμο πλήγμα σε οιαδήποτε προσπάθεια εδραίωσης ενός βιώσιμου Διεθνούς Δικαίου.
Τέταρτον, η πιο μακροπρόθεσμη, και αργά αποδεσμευόμενη, συνέπεια της Ρωσικής Επανάστασης ήταν ίσως το διεθνές αντιαποικιακό κίνημα που επρόκειτο να αλλάξει τον παγκόσμιο χάρτη ουσιαστικά μετά το τέλος τού Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Τρίτη Διεθνής, που ιδρύθηκε το 1919, έδωσε από την πρώτη στιγμή προτεραιότητα στην οργάνωση και τον συντονισμό των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων της καπιταλιστικής περιφέρειας ως μέσο αντιπερισπασμού στην απομόνωση της νεαρής Σοβιετικής Ένωσης, και αργότερα ως βασικό εργαλείο της Σοβιετικής γεωπολιτικής – διαδικασία που εγκαινιάζεται συμβολικά με το Συνέδριο του Μπακού το 1920. Πυροδοτείται μια αλυσίδα εθνεγερτικών κινητοποιήσεων στην Εγγύς Ανατολή, στη Βόρειο Αφρική, στην Ινδία, στην Κεντρική Ασία και στη Λατινική Αμερική που θα γίνει αφόρητος μοχλός πίεσης στις μεγάλες αποικιακές αυτοκρατορίες, οδηγώντας μεταπολεμικά –επίσης με τη συρροή άλλων παραγόντων– στην κατάρρευση του παγκόσμιου αποικιακού συστήματος. Η ανάδυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που ήταν η θεαματικότερη κορύφωση αυτής της αλληλουχίας γεγονότων, θα δώσει μια νέα ώθηση στο ίδιο αυτό ωστικό κύμα που μέχρι τη δεκαετία του 1960 όχι μόνο αλλάζει ραγδαία την όψη τού διεθνούς διακρατικού συστήματος, αλλά και θέτει ψηλά στις προτεραιότητες την απαίτηση για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό του κόσμου. Παρά τις πολλές χειραγωγικές στρατηγικές που ανέπτυξε η Σοβιετική Ένωση (και αργότερα η Κίνα), υπεύθυνες για μερικές από τις πλέον αιματηρές ήττες του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, παραμένει απαραμείωτο γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών των αγώνων (στην Ινδοκίνα, στην Κούβα, στην Πορτογαλική Αφρική) διεξήχθησαν με σοβιετικά όπλα.
Πέμπτον, με τη σειρά της, αυτή η αλυσίδα των απελπισμένων αγώνων για σοσιαλισμό παντού στον κόσμο γέννησε, ως απονενοημένη αντεπίθεση, τις πιο εφιαλτικές μορφές βαρβαρότητας των οποίων έγιναν μάρτυρες τα τέλη τού εικοστού αιώνα (φτάνοντας ως τις ημέρες μας) και, όπως φαίνεται, στάθηκε ένας από τους αποφασιστικότερους παράγοντες για την αλλαγή μοντέλου του ίδιου τού καπιταλισμού από τη δεκαετία του 1970. Η νέα μονεταριστική ορθοδοξία, που ως οικονομική ιδεολογία ήρθε να αντικαταστήσει το προηγούμενο κεϋνσιανό μοντέλο «ρύθμισης» –και από τη δεκαετία του ’80 γενικεύθηκε υπό τον όρο νεοφιλελευθερισμός–, σφυρηλατήθηκε ακριβώς στον πόλεμο του ιμπεριαλιστικού Δυτικού μπλοκ (με ηγέτιδα δύναμη πλέον τις ΗΠΑ) ενάντια στις αποαποικιοποιούμενες ή προσφάτως αποαποικιοποιημένες χώρες, σαν μια προσπάθεια ανασύστασης της αποικιακής κυριαρχίας με οικονομικά μέσα. Είναι το φαινόμενο που τότε αποκαλούσαν νεοαποικισμό: η στρατηγική που πέτυχε αφενός να εκτρέψει ή να εξουδετερώσει όσες αντιαποικιακές τροχιές δεν μπόρεσαν να ελεγχθούν από τις ιθαγενείς αστικές τάξεις και είχαν στραφεί προς τον σοσιαλιστικό στόχο, αφετέρου να εξασφαλίσει τη διαιωνιζόμενη υποτέλεια όλων των περιφερειακών χωρών στα ηγεμονικά κεφαλαιοκρατικά κέντρα (πράγμα που θα σήμαινε μια ραγδαία αποπτώχευση των πληθυσμών τους, η οποία επίσης κλιμακώνεται ως τις μέρες μας, προχωρεί αδυσώπητα μάλιστα από την περιφέρεια προς το κέντρο…). Σήμανε, πάνω απ’ όλα, τη διάσωση του παγκόσμιου καπιταλισμού από την τελευταία μεγάλη επαναστατική πολιορκία, εκείνη τής δεκαετίας του ’60, που ξετυλίχτηκε ταυτόχρονα στα πεδία των πρώην αποικιών όσο και στα μητροπολιτικά κέντρα, με τίμημα τη μετάλλαξη του καπιταλισμού σε αυτό που σήμερα λέμε χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό (χωρίς να σημαίνει και υπέρβαση της τελευταίας τρομακτικής δομικής του κρίσης – που απεναντίας βαθαίνει).
Όλη αυτή η ανείπωτη φρικωδία, η αναστροφή των ευγενέστερων διαφωτιστικών οραμάτων και η σαρκαστική διάψευση των ελπίδων που είχαν εναποτεθεί στην «πρόοδο» της ανθρωπότητας, η οποία κάνει τον εικοστό αιώνα μία από τις ζοφερότερες εποχές της ανθρώπινης ιστορίας, δεν μπορεί να εξηγηθεί, πιστεύω, παρά με έναν μόνο τρόπο: τη λυσσαλέα αντίδραση πεισματικά συνασπισμένων δυνάμεων προκειμένου να ανασχέσουν, με οιοδήποτε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο, στα όρια της ανθρώπινης (και περιβαλλοντικής) αντοχής και των ίδιων των ανθρώπινων δυνατοτήτων, εκείνο στο οποίο η φυσική κίνηση της ιστορίας μοιραία τείνει, το οποίο τα ίδια τα πράγματα διψούν και απαιτούν: τη σοσιαλιστική αναμόρφωση στου κόσμου.
Αυτό είναι όμως, ταυτόχρονα, που καθιστά τον σοσιαλισμό ή κομμουνισμό τον πραγματικό πρωταγωνιστή, ορατό ή αθέατο, όλου του εικοστού αιώνα και μέχρις αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Αν η Ρωσική Επανάσταση παραμένει το διαχρονικό σύμβολό του, θα ήταν ολέθρια πλάνη να πιστέψουμε πως ήταν και η πραγματική του κιβωτός. Η Ρωσική Επανάσταση εξουδετερώθηκε από τα μέσα, το αργότερο το 1927 (εάν όχι νωρίτερα), και οπωσδήποτε όχι το 1989• το ότι όμως για μια τόσο μεγάλη μερίδα του κόσμου που παραπαίει ανέλπιδα δίχως πυξίδα σήμερα η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ εξελήφθη ως αποτυχία του σοσιαλισμού, είναι ακριβώς ένδειξη της –προσωρινής– ιδεολογικής νίκης των αντιπάλων του. Έχει σημασία να θυμόμαστε ότι πουθενά έως τώρα δεν πραγματώθηκε ο σοσιαλισμός, ώστε να μπορεί ν’«αποτύχει»• όλες οι εμπειρίες του σοσιαλιστικού κινήματος (κομμουνιστικού και αναρχικού) έλαβαν χώρα μέσα στον ορίζοντα του ώριμου κεφαλαιοκρατικού κόσμου, και αντιπροσωπεύουν μια πείρα που συσσωρεύεται: τα αδιέξοδα και οι πρόσκαιρες ήττες πρέπει να κατανοούνται ως δείκτες τού ποιοι δρόμοι πρέπει να αποκλειστούν, άρα και σε ποιες εναλλακτικές μένει να στραφούμε.
Οι ίδιες οι αλλεπάλληλες νίκες του καπιταλισμού σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα εξάντλησαν τις δυνατότητες και τα όριά του, και αυτό του οποίου είμαστε μάρτυρες σήμερα είναι η κατάρρευση όχι μόνο ενός μοντέλου παραγωγής, αλλά κι ενός ολόκληρου πολιτισμού που οικοδομήθηκε με άξονα το μοντέλο αυτό, του αστικού νεωτερικού πολιτισμού τής Ευρώπης – που εν τω μεταξύ έγινε, χάρη στην ιμπεριαλιστική του επέκταση, παγκόσμιος. Το μέλλον –εάν ο οικουμενικός θάνατος δεν το προλάβει– ανήκει σ’ εκείνον ο οποίος θα προσφέρει ένα συνεκτικό πλαίσιο ιδεών-αξιών για την αναδιοργάνωση της ζωής, για την ανασημασιοδότηση των σχέσεων του ανθρώπου με τον κόσμο και για μια συνεννόηση ικανή να διασχίζει εγκάρσια τις διαχωριστικές των πολιτισμών• και μόνο μία παράδοση ξέρω που έχει τις προϋποθέσεις γι’ αυτό το έργο, που το έχει ήδη προεργαστεί δηλαδή σε κάποιον βαθμό: εκείνη η οποία θα μπορούσε να ονομαστεί μαρξιστικός ουμανισμός (με όλες τις «εσωτερικές» του επανερμηνείες κι επεκτάσεις – αναρχικές, οικολογικές, φεμινιστικές, φροϋδομαρξιστικές…), συνδεδεμένη με το ανυποχώρητο όραμα της κοινωνίας των συνεταιρισμένων παραγωγών, εσαεί επανερχόμενη δυνατότητα που δίνει ακόμα νόημα και συνοχή στον ιστορικό μας κόσμο.