Ανήκω σε αυτούς που ενηλικιώθηκαν την ώρα που έπεφτε το τείχος του Βερολίνου και μαζί ανέβαιναν οι πωλήσεις του ΚΛΙΚ, δηλαδή την ώρα που η ξιπασμένη καλοζωία (lifestyle) υποκαθιστούσε τις επιδιώξεις της συλλογικής ζωής. Το ζήτημα είναι ότι ακόμη και όσοι δεν είχαν ψευδαισθήσεις ως προς την πορεία του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού, και δεν περίμεναν το 1989 για να κατανοήσουν ότι επρόκειτο για μηχανή που άλεθε ελευθερίες και ζωές, αυτή τη στιγμή ζουν στα απόνερα μιας απογοήτευσης που σε μεγάλο βαθμό εκκινεί από εκεί, αλλά δεν αφήνει να αναπνεύσει και καμία άλλη εκδοχή της ουτοπικής σκέψης. Έκτοτε πάσχουμε από ουτοπική αναπηρία, από αδυναμία να σκεφτούμε ουτοπικά.
Τα πιο παλιά ουτοπικά σχέδια τα βρίσκουμε στην παράδοση των μυθολογιών της χώρας του χρυσού. Ένα βιβλίο του Ι. Κωνσταντάκου με θέμα τους σχετικούς αρχαίους θρύλους μάς ξεναγεί π.χ. στη μαγική χώρα του Μαζανταράν, όπου το κυνήγι είναι άφθονο και οι κυνηγοί δεν ξεμένουν ποτέ από θηράματα, και όλη η χώρα και οι επαρχίες της κοσμούνται με χρυσάφι, μεταξωτά υφάσματα και πολύτιμα πετράδια. Διαβάζουμε για χώρες όπου τηγανητά ψάρια πηδούν έξω από τα ποτάμια και φυτρώνουν σκαλτσούνια στα λιβάδια. Είναι ατελείωτες οι σχετικές αφηγήσεις που δείχνουν τον οίστρο με τον οποίο οι άνθρωποι φαντάζονταν έναν κόσμο καλύτερο από τον δικό τους, μέσω του οποίου ασκούσαν ταυτοχρόνως κριτική στην εποχή τους. Στην Αναγέννηση, ο Τ. Μωρ και ο Τ. Καμπανέλα οραματίζονταν κοινωνίες χωρίς ιδιοκτησία, όπου όλοι θα εναλλάσσονταν στις αγροτικές δουλειές. «Και αν σας φαίνονται λίγες οι έξι ώρες εργασίας την ημέρα», γράφει ο Μωρ (οι λεπτομέρειες στο βιβλίο της Μ.Λ. Μπερνιέρι), σκεφτείτε πόσοι παπάδες, γαιοκτήμονες και αριστοκράτες κάθονται με το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο. Εκτός όμως από την ίδια την ουτοπική ιδέα, εντυπωσιάζεται κανείς από τη λεπτομέρεια με την οποία συλλαμβάνονται αυτά τα οράματα. Ρυθμίζονται θέματα που ξεκινούν από τη διοικητική οργάνωση, όπου προβλέπονται πόλεις 100.000 κατοίκων που διαιρούνται σε τέσσερις τομείς, κάθε τομέας σε τριάντα οικογένειες, και καμία απόφαση δεν λαμβάνεται αν δεν συζητηθεί στη συνέλευση του λαού, μέχρι τη σεξουαλική συμπεριφορά, όπου προβλέπεται ότι σε περίπτωση σοδομισμού οι πολίτες υποχρεώνονται να δέσουν για δύο μέρες ένα παπούτσι στον λαιμό τους, για να δείχνουν ότι ανέτρεψαν τη φυσική τάξη και έκαναν τα πόδια κεφάλι. Οι νεωτερικές ουτοπίες συνοδεύονταν από μια συγκεκριμένη κοινωνική μηχανική που θα τις πραγμάτωνε ως πολιτικό πρόγραμμα. Έτσι, π.χ. με τον κομμουνισμό και την μελλοντική αταξική κοινωνία. Αυτό σημαίνει η φράση του Κάουτσκυ πως με την Ουτοπία του Μωρ ξεκινά ο σοσιαλισμός του 19ου αιώνα. Οι Ρώσοι αναρχικοί διάβαζαν το Τι να κάνουμε; του Τσερνισέφσκι και έφτιαχναν κολεκτίβες υφαντουργίας, οι γυναίκες έκαναν λευκούς γάμους για να μπορούν να ταξιδεύουν χωρίς την άδεια του πατέρα τους, και οι επαναστάτες μιμούνταν ακόμη και το ντύσιμο του ήρωα του μυθιστορήματος. Οργάνωναν δηλαδή μια ζωή όπως την είχε συλλάβει η γραφίδα ενός οραματιστή. Και εδώ ξεκινούν τα δύσκολα.
Διαβάζοντας κανείς τις ουτοπίες του παρελθόντος βρίσκει πολύ συχνά τον σπόρο της βίας, αφού κάθε που φαντάζεται κανείς τον ιδανικό κόσμο, θα πρέπει να αντιμετωπίσει και αυτούς που δεν θέλουν να ζουν στον ιδανικό του κόσμο. Στην πραγματική ζωή, αυτοί λέγονταν αντιφρονούντες και δεν πέρναγαν καλά. Έτσι, η επιθυμία να φτιάξεις τον κόσμο από την αρχή, συνοδεύεται συχνά από τον πειρασμό να τον επιβάλεις με το ζόρι. Η επανάσταση λοιπόν κρατάει τη ρετσινιά του ολοκληρωτισμού, καθώς οποιοδήποτε τέτοιο σχέδιο περιέχει τα σπέρματα της επιβολής – εξ ου και η βασική αιτία της σημερινής απογοήτευσης υπήρξε ο εκφυλισμός του κομμουνιστικού οράματος σε εφιάλτη.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι ιδίως μετά τη δεκαετία του ’60 για πολύ καιρό η διανόησή μας συζητούσε για το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων, κέρδιζαν σε δημοφιλία διάφορα μεταμοντέρνα λογοπαίγνια για τη ζωή ως διονυσιακό πανηγύρι, και φτάσαμε σε κάτι που δεν είναι μαζική δημοκρατία, δεν είναι διονυσιακό πανηγύρι, και απαιτεί από μας επιτακτικά να ξαναανακαλύψουμε την Πολιτική με «π» κεφαλαίο, πριν μας πάρει ο διάολος. Μάλιστα η πτώση του Κομμουνισμού πήρε σβάρνα και τα πιο ήπια οράματα της σοσιαλδημοκρατίας, η θριαμβολογία της απέναντι πλευράς εμφανίζεται ασυμμάζευτη. Η θλιβερή απόληξη του κομμουνιστικού εγχειρήματος δημιούργησε έναν τύπο ανθρώπου βαθύτατα συντηρητικό, που θεωρεί πως αντί για τη βία των πειραμάτων, καλύτερα να κάθεται κανείς στα αβγά του. Αρκεί να ακούσει κανείς τον Χρόνη Μίσσιο να λέει «ευτυχώς που δεν νικήσαμε», για να αντιληφθεί πόσο βαθιά και πικρή είναι αυτή η απογοήτευση. Κάπως έτσι σώθηκαν τα καύσιμα, τέλειωσε το κέφι για τέτοια άλματα της φαντασίας. Και, το χειρότερο, η πτώση του Κομμουνισμού συμπαρέσυρε και αυτούς που δεν είχαν ψευδαισθήσεις. Κομμάτια της Αριστεράς που ήταν έτσι κι αλλιώς κριτικά προς τη Σοβιετική Ένωση παραδίδονται κι αυτά στη δίνη μιας εποχής που έχει μόνο αμυντικά ζητούμενα.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η συζήτηση έχει περιοριστεί στο τι θα γίνει με τις τράπεζες την επόμενη μέρα της χρεοκοπίας, και κρεμόμαστε από το στόμα οικονομολόγων να μας εξηγήσουν τις λεπτομέρειες. Είναι ειρωνεία ότι το κάνουν επισημαίνοντας πάντα ότι το πρόβλημα είναι πρωτίστως πολιτικό και ότι δεν μπορούν να προβλέψουν. Μια που το πρόβλημα είναι πολιτικό, και μια που η πολιτική δεν περιορίζεται στον Παπανδρέου και τη λοιπή συμμορία, η δική μας ατζέντα είναι υπό ποιους όρους θα μπορούσε να αναγεννηθεί το κέφι να σκεφτούμε τολμηρά. Το ερώτημα είναι ποιος θα μιλήσει σήμερα για την ουτοπία χωρίς να τον περάσουν για τρελό ή έφηβο. Ή, εναλλακτικά, πώς θα αποκατασταθεί η αξία του να σκέφτεται κανείς πολιτικά σαν τρελός ή έφηβος.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: για τις αποδοκιμασίες στις παρελάσεις: Το πρόσωπο του προέδρου της δημοκρατίας δεν είναι ιερό. Κανένα πρόσωπο δεν είναι ιερό. Δημοκρατική πολιτική είναι μια πολιτική που αντλεί τη νομιμοποίησή της από την πραγματική σχέση της με τη ζωή των ανθρώπων, όχι από τις διαδικασίες. Κατανοώ ότι είναι συμφέρον των θιγόμενων πολιτικών να υπερασπίσουν την καρέκλα τους, λέγοντας ότι θα πρέπει να σεβόμαστε το αξίωμα στο οποίο αναρριχήθηκαν. Την ώρα όμως που οι βουλευτές ομολογούν ότι δεν διαβάζουν τι ψηφίζουν και η κυβέρνηση αδιαφορεί παγερά για τη συνταγματική νομιμότητα των πράξεών της, να κοπτόμαστε για τον σεβασμό στις διαδικασίες είναι καλαμπούρι. Οι πολιτικοί θα πρέπει να περιμένουν τη λαϊκή οργή, την αξίζουν. Παρελάσεις έγιναν όμως σε κάποιες περιπτώσεις μπροστά σε στρατιωτικούς και ιερείς. Αν αυτό θα πει ότι μειώνεται η εμπιστοσύνη του κόσμου σε πολιτικούς και στρέφεται σε παπάδες και καραβανάδες, αυτή η εξέλιξη δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Δεν οφείλουμε κανέναν σεβασμό στα προσχήματα μιας εξευτελισμένης δημοκρατίας. Οφείλουμε όμως να σκεφτούμε πολύ σοβαρά τι είναι αυτό με το οποίο θέλουμε να την αντικαταστήσουμε.