Διάβασα με μεγάλη προσοχή τη χθεσινή ανακοίνωση που εξέδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ (εδώ) μετά την αυταρχική -όσο και αψυχολόγητη- ενέργεια της πειθαρχικής δίωξης εναντίον του πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών.
 
Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με ένα προς ένα τα σημεία της ανακοίνωσης. Εκθειάζει τον απεργιακό αγώνα του διοικητικού προσωπικού, αναγνωρίζει ότι ο διάλογος που εξελίσσεται με το υπουργείο αποτελεί επιθυμητή εξέλιξη και καρπό των αγωνιστικών κινητοποιήσεων, καταδικάζει τη νέα όξυνση του κλίματος και τον τορπιλισμό του διαλόγου, απορρίπτει ως πρωτοφανή τη δίωξη εναντίον του κ. Πελεγρίνη απαλλάσσοντάς τον από την ευθύνη για τη μη λειτουργία του πανεπιστημίου και αποδίδοντάς την στην κυβέρνηση και στον υπουργό Παιδείας.
 
Σωστά όλ’ αυτά, θα μπορούσα να τα προσυπογράψω ένα προς ένα. Κατά έναν παράδοξο τρόπο ωστόσο, ενώ τα συστατικά φαίνονται σωστά, η ανακοίνωση δεν με καλύπτει. Κάτι λείπει εδώ. Θα μπορούσε να είναι η ανακοίνωση οποιασδήποτε αριστερής ομάδας, όχι όμως, κατά την άποψή μου, ενός μεγάλου αριστερού κόμματος που βρίσκεται στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Θα μπορούσε να είναι η ανακοίνωση ενός κόμματος του 4%, αλλά όχι ενός κόμματος του 27%, που κινείται  σε τροχιά διεκδίκησης της εξουσίας.
 
Δεν υποστηρίζω ότι ένα κόμμα του 27% οφείλει να αλλοιώσει τη φυσιογνωμία και τις πολιτικές του απόψεις – κάθε άλλο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ανέφερα προκαταβολικά ότι τα επιμέρους συστατικά της ανακοίνωσης μου φαίνονται άμεμπτα.
 
Ισχυρίζομαι ωστόσο ότι αυτό που αλλάζει λόγω μεγέθους, θεσμικού ρόλου και τροχιάς εξουσίας είναι η οπτική γωνία και η αίσθηση του τάιμινγκ. Ο αγώνας του διοικητικού προσωπικού των πανεπιστημίων βρίσκεται σε οριακή καμπή, ενώ η πρόσφατη υποχώρηση του υπουργείου γεννά προσδοκίες ότι μπορεί να προκύψει μια σχετικά ισορροπημένη λύση επ’ ωφελεία των ίδιων των απεργών, της δυνατότητας των πανεπιστημίων να λειτουργήσουν με κάποια επάρκεια και της επιστροφής των φοιτητών στα μαθήματα. Δεν συμμερίζομαι τις υστερικές κραυγές των δελτίων ειδήσεων που επιχειρούν να διογκώσουν τη σημασία και τις συνέπειες από τη μακρά διακοπή της λειτουργίας των πανεπιστημίων, ή τον κατά βάση πλασματικό κίνδυνο απώλειας του εξαμήνου. Πιστεύω άλλωστε ότι στην προκειμένη περίπτωση οι φοιτητές επιχειρείται να χρησιμοποιηθούν από το κράτος και τα ΜΜΕ μάλλον ως μοχλός πίεσης εναντίον των απεργών. Ωστόσο, δεν θα διαφωνήσει κανείς ότι μια σειρά κοινωνικών προβλημάτων έχουν προκύψει σε βάρος των φοιτητών και των οικογενειών τους – αυτές εξάλλου είναι οι φυσικές συνέπειες ενός μακροχρόνιου απεργιακού αγώνα.
 
Σ’ αυτή τη συγκυρία, κι ενώ η αντιπαράθεση βρίσκεται σε σημείο καθοριστικό, προσωπικά θα περίμενα από τον ΣΥΡΙΖΑ αντί να αναμηρυκάζει το προφανές, να αναλάμβανε πρωτοβουλία προς κάθε κατεύθυνση για την εξεύρεση δίκαιης και άμεσης λύσης προς όφελος όλων των εμπλεκομένων. Η Αριστερά είναι εύλογο να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των εργαζομένων, ιδίως στη σημερινή συγκυρία της ολόπλευρης επίθεσης εναντίον των κοινωνικών κατακτήσεών τους και εναντίον του δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας και του κοινωνικού κράτους. Την ίδια ώρα, όμως, έχει την υποχρέωση να δει τη συνολική εικόνα και να αναλάβει πρωτοβουλίες κάτω από ένα ευρύτερο πρίσμα που θα αγκαλιάζει, εκτός από τον αγώνα των εργαζομένων, τη λειτουργία των πανεπιστημίων και την άρση του κοινωνικού αδιεξόδου. Επιπλέον έχει τη δυνατότητα να το κάνει, καθώς η κυβέρνηση έχει περιορισμένες δυνατότητες να επιβάλει την πολιτική της (μπορεί όμως να παρατείνει το αδιέξοδο απευθυνόμενη στα συντηρητικά αντανακλαστικά μέρους της κοινωνίας), ενώ ο συσχετισμός των δυνάμεων στα πανεπιστήμια παρέχει αυξημένο ειδικό βάρος στην Αριστερά.
 
Μια πρωτοβουλία λοιπόν του ΣΥΡΙΖΑ, ενδεχομένως του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, που θα καλούσε όλα τα μέρη να κάνουν ανακωχή με συγκεκριμένες προϋποθέσεις αποκλιμάκωσης της έντασης και να αναζητήσουν ένα συμβιβασμό επί τη βάσει αρχών, θα προσέφερε μεγάλη υπηρεσία. Δεν θα ήταν χείρα βοηθείας στην κυβέρνηση, θα ήταν χείρα βοηθείας στους απεργούς, στους καθηγητές, στα πανεπιστήμια, στους φοιτητές και στους γονείς τους. Δεν ξέρω αν από μια τέτοια εξέλιξη η κυβέρνηση θα έβγαινε ηττημένη, είμαι όμως βέβαιος ότι οι μνημονιακές πολιτικές θα έβγαιναν τραυματισμένες και η πίστη στη δυνατότητα των αγώνων να φέρουν αποτελέσματα ενισχυμένη.
 
Θα ήταν επίσης μια καλή άσκηση ηγεμονίας, όρος απαραίτητος για να κερδίσει κανείς την κυβέρνηση, πολύ δε περισσότερο την εξουσία.