των Joseph E. Stiglitz, Kaushik Basu, Francois Bourguingnon και Justin Yifu Lin
Η ψήφος του Ηνωμένου Βασιλείου για να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως επόμενου προέδρου στις ΗΠΑ έχουν αποκαλύψει τη δυσαρέσκεια των πολιτών των ανεπτυγμένων κρατών για την παγκοσμιοποίηση. Καλώς ή κακώς, κατηγορούν την παγκοσμιοποίηση- ή τουλάχιστον τη διαχείρισή της- για τη στασιμότητα των εισοδημάτων, την αύξηση της ανεργίας και την αύξηση της ανασφάλειας.
Οι πολίτες των αναπτυσσόμενων χωρών εκφράζουν αντίστοιχα αισθήματα εδώ και πολύ περισσότερο καιρό. Αν και η παγκοσμιοποίηση έχει φέρει πολλά οφέλη για τον αναπτυσσόμενο κόσμο, πολλοί αντιτίθενται στη νεοφιλελεύθερη οικονομική προσέγγιση που την χαρακτήριζε. Ειδικότερα, η λεγόμενη Συναίνεση της Ουάσιγκτον, η οποία ζητά την απεριόριστη φιλελευθεροποίηση, την ιδιωτικοποίηση και μακροοικονομικές πολιτικές που εστιάζουν στον πληθωρισμό, παρά την απασχόληση και την ανάπτυξη, έχει δεχθεί πολλή κριτική τα τελευταία χρόνια. Ήρθε μήπως ο καιρός να αναθεωρήσουμε τη συμβατική οικονομική λογική;
Η Διεθνής Υπηρεσία Αναπτυξιακής Συνεργασίας της Σουηδίας (Sida) θεώρησε ότι αυτό είναι ένα ερώτημα που αξίζει να εξεταστεί. Γι’ αυτό κάλεσε 13 οικονομολόγους από όλο τον κόσμο (συμπεριλαμβανομένων των συγγραφέων- τεσσάρων οικονομολόγων πρώην επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας) για να κάνει ακριβώς αυτό.
Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ορισμένες από τις ιδέες που διέπουν την παραδοσιακή αναπτυξιακή οικονομία μπορεί όντως να βοήθησαν στη δημιουργία μερικών από τις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κόσμος. Συγκεκριμένα, είναι πλέον προφανές ότι η διατήρηση απλώς ισορροπημένων εθνικών προϋπολογισμών και ο έλεγχος του πληθωρισμού, αφήνοντας ταυτόχρονα την αγορά να κάνει τα υπόλοιπα, δεν δημιουργεί αυτόματα βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Με αυτό κατά νου, εντοπίσαμε οκτώ γενικές αρχές που πρέπει να διέπουν την αναπτυξιακή πολιτική, που δημοσιεύθηκαν στη λεγόμενη Έκθεση της Στοκχόλμης.
Πρώτον, η αύξηση του ΑΕΠ θα πρέπει να θεωρηθεί ως μέσο για έναν σκοπό, όχι ως αυτοσκοπός. Η ανάπτυξη έχει σημασία κυρίως διότι παρέχει τους πόρους που απαιτούνται για την ενίσχυση διαφόρων πλευρών της ανθρώπινης ευημερίας: της απασχόλησης, της βιώσιμης κατανάλωσης, της στέγασης, της υγείας, της εκπαίδευσης και της ασφάλειας.
Δεύτερον, η οικονομική πολιτική πρέπει να προωθήσει ενεργά την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς. Αντί να ελπίζουν ότι η ανάπτυξη θα ισχύσει για όλους, οι πολιτικοί φορείς πρέπει να διασφαλίζουν ότι καμία ομάδα δεν χάνει έδαφος Θα πρέπει να αντιμετωπίσουν με αποφασιστικότητα τις στερήσεις – από την ανεργία ως την ανεπαρκή πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη ή την εκπαίδευση, που προκαλούν τόσα δεινά στους φτωχούς.
Πέρα από την ηθική επιταγή, μια τέτοια προσέγγιση θα συμβάλει στη διατήρηση της οικονομικής απόδοσης, η οποία μπορεί να απειλείται από την υπερβολική εισοδηματική ανισότητα, μέσω των κοινωνικών εντάσεων, της πολιτικής αναταραχής, ακόμη και μέσω βίαιων συγκρούσεων. Πράγματι, ορισμένες από τις πρόσφατες πολιτικές αναταραχές –συμπεριλαμβανομένων του Brexit και της νίκης του Τραμπ– έχουν προέλθει εν μέρει από τη μεγάλη ανισότητα.
Τρίτον, η περιβαλλοντική βιωσιμότητα δεν αποτελεί επιλογή. Σε εθνικό επίπεδο, η αύξηση των εσόδων που έρχεται με τίμημα την περιβαλλοντική καταστροφή δεν είναι βιώσιμη, και ως εκ τούτου είναι μη αποδεκτή. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η κλιματική αλλαγή αποτελεί απειλή για την υγεία, τη ζωή και τους βιότοπους. Είναι επιτακτική ανάγκη ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής και η υιοθέτηση πολιτικών προσαρμογής να γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι της αναπτυξιακής πολιτικής και όχι ένα παράρτημα, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Τέταρτον, πρέπει να υπάρξει ισορροπία μεταξύ της αγοράς, του κράτους και της κοινότητας. Οι αγορές είναι θεμελιώδεις κοινωνικοί θεσμοί και απαιτούν ρυθμίσεις για την κατανομή των πόρων. Κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, οι μη-ρυθμιζόμενες αγορές υπήρξαν η αιτία πολλών δυσμενών οικονομικών αποτελεσμάτων, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 και των απαράδεκτων επιπέδων ανισότητας.
Τόσο για τις αγορές όσο και τους εκτός της αγοράς παράγοντες, το κράτος είναι απαραίτητο για να κάνει αποτελεσματικές ρυθμίσεις. Οι θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών, από την πλευρά τους, είναι απαραίτητο να διασφαλίσουν ότι το κράτος λειτουργεί αποτελεσματικά και δίκαια.
Πέμπτον, η μακροοικονομική σταθερότητα απαιτεί πολιτική ευελιξία. Παραδοσιακές συμβουλές πολιτικής φετιχοποίησαν έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, μερικές φορές εις βάρος της μακροοικονομικής σταθερότητας. Μια καλύτερη προσέγγιση θα θεωρούσε τα δημοσιονομικά και εξωτερικά ισοζύγια ως μέσο που θα εξαρτάται από περιορισμούς. Με αυτόν τον τρόπο, τα φορολογικά κίνητρα, όπως οι δημόσιες επενδύσεις, μπορεί να βοηθήσουν στην τόνωση των οικονομιών που βρίσκονται σε ύφεση και να θέσουν τις βάσεις για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Το κλειδί είναι να διασφαλιστεί ότι το δημόσιο χρέος και οι πληθωριστικές πιέσεις θα έχουν τις κατάλληλες ρυθμίσεις κατά τη διάρκεια των ευνοϊκών οικονομικών συγκυριών.
Έκτον, οι επιπτώσεις των τεχνολογικών αλλαγών στο ζήτημα της ανισότητας απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή. Οι πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις έχουν εκτοπίσει την εργασία, αυξάνοντας το μετοχικό κεφάλαιο στα έσοδα και, ως εκ τούτου, αυξάνοντας τα επίπεδα της ανισότητας. Σε τελευταία ανάλυση, η αυτοματοποίηση επιτρέπει στις εταιρείες να ξοδεύουν λιγότερα για τους μισθούς, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τις αποδόσεις των μετόχων.
Δυστυχώς, αυτό που είναι ουσιαστικά ένα πρόβλημα εργατικού δυναμικού έναντι κεφαλαίου, συχνά παρουσιάζεται ως ένα πρόβλημα εργατών έναντι άλλων εργατών, με κάποιους στις προηγμένες οικονομίες να υποστηρίζουν ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες τούς παίρνουν τη δουλειά τους. Αυτό συνέβαλε στην απόρριψη της απελευθέρωσης του εμπορίου και στο αίτημα για προστατευτισμό. Αυτό που πραγματικά χρειάζεται, ωστόσο, είναι να υπάρξουν δράσεις για την ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου, για την προσαρμογή και τη βελτίωση των οργάνων, για την αναδιανομή των εισοδημάτων και την προώθηση της ισότητας των εισοδημάτων της αγοράς, μεταξύ άλλων μέσω της ενίσχυσης της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων.
Έβδομον, οι κοινωνικές νόρμες, οι αξίες και οι νοοτροπίες επηρεάζουν τις οικονομικές επιδόσεις. Μια οικονομία λειτουργεί καλύτερα όταν υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ των ανθρώπων. Οι κοινωνικοί κανόνες μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην καταπολέμηση της διαφθοράς και την ενθάρρυνση των σωστών πρακτικών. Η κοινωνία των πολιτών και οι κυβερνήσεις πρέπει συνεπώς να προωθήσουν θετικές αξίες και κανόνες.
Όγδοον, η διεθνής κοινότητα έχει σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει. Οι παγκόσμιες δυνάμεις και οι εθνικές πολιτικές έχουν εξωτερικές επιπτώσεις που περιορίζουν τις επιλογές πολιτικής στρατηγικής. Ίσως το πιο πολυσυζητημένο πρόσφατο παράδειγμα είναι η επίδραση της νομισματικής πολιτικής προηγμένων χωρών στις ροές κεφαλαίων προς και από τις αναδυόμενες οικονομίες. Άλλα παραδείγματα περιλαμβάνουν περιορισμούς μετανάστευσης, εμπορικές πολιτικές και τους κανονισμούς για τους φορολογικούς παραδείσους.
Μόνο διεθνή θεσμικά όργανα μπορούν να διευθύνουν αυτές τις εξωτερικές επιπτώσεις που γεννιούνται από αυτές τις πολιτικές. Το κλειδί για να εξασφαλιστεί ότι το πράττουν δίκαια και αποτελεσματικά είναι να ενισχυθεί η φωνή των αναπτυσσόμενων χωρών στο εσωτερικό τους.
Καθώς το 2016 έφτασε στο τέλος του, έτσι πρέπει να γίνει και για τους παλιούς τρόπους οικονομικής σκέψης που έχουν δημιουργήσει τόσο μεγάλη οικονομική δυσπραγία και τροφοδότησαν τόσο πολύ την αναταραχή. Η παλιά οικονομική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με τις προόδους στην οικονομική σκέψη, μας έχουν εφοδιάσει με μια πλούσια εικόνα για το τι λειτουργεί και τι όχι: ότι η γνώση πρέπει να είναι στο επίκεντρο της νέας προσέγγισης για την ανάπτυξη που χρειάζεται ο κόσμος.
Οι συγγραφείς αυτού του άρθρου έχουν διατελέσει επικεφαλής οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας
O Joseph E Stiglitz είναι βραβευμένος με Νόμπελ το 2001 και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια
Ο Kaushik Basu είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ
Ο Francois Bourguignon είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού
Ο Justin Yifu Lin είναι πρώην αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζα, καθηγητής και επίτιμος κοσμήτορας στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου και ιδρυτής του Κινεζικού Κέντρου Οικονομικής Έρευνας
Μετάφραση για το TPP: Νικολέττα Αλεξανδρή