Η 17η Σεπτεμβρίου 2020 έμεινε στο μνημονικό των Ινδών αγροτών ως η «Μαύρη Ημέρα», λόγω των τριών αγροτικών νομοσχεδίων με τα οποία η φασιστική κυβέρνηση του Ναρέντα Μόντι παραδίδει τον αγροτικό τομέα της χώρας στο διεθνές κεφάλαιο. Στις 24 Σεπτεμβρίου, οι αγρότες του Παντζάμπ ξεκινούν τριήμερες κινητοποιήσεις για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στα νομοσχέδια. Ακολούθησε στις 26-27 Νοέμβρη η μεγαλύτερη απεργία στην ιστορία της ανθρωπότητας, στην οποία έλαβαν μέρος 250 εκατομμύρια εργάτες και αγρότες.

Από τα 3 νομοσχέδια, το πρώτο ανοίγει τον δρόμο στην εταιρική γεωργία, εγκαταλείποντας τους αγρότες εκτεθειμένους στα διεθνή μονοπώλια που θα μπορούν πλέον να «διαπραγματεύονται» απευθείας με τους ίδιους. Το δεύτερο διαλύει τις κυβερνητικά ρυθμιζόμενες αγορές που διατηρούνται σε προσβάσιμες αποστάσεις για τους αγρότες,αφήνοντάς τους στο έλεος των επιχειρήσεων που πλέον θα επιβάλλουν τις τιμές. Η χαριστική βολή ήταν η κατάργηση της νομοθεσίας που απαγόρευε την κερδοσκοπία των εμπόρων μέσω της συσσώρευσης αποθεμάτων βασικών τροφών.

Ένα χρόνο μετά την πρώτη μας συνομιλία και το πρώτο ξέσπασμα της εξέγερσης των αγροτών και των εργατών, επικοινωνήσαμε με την Σρουτζάνα Μπονταπάτι, συντονίστρια της Τριηπειρωτικής: Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών στο Νέο Δελχί. Μιλώντας στο TPP μας εξηγεί σε ποια κατάσταση βρίσκονται σήμερα οι λαϊκές κινητοποιήσεις.

«Όταν τα αγροτικά νομοσχέδια εισήχθησαν πέρυσι, οι αγρότες του Παντζάμπ κάλεσαν σε τριήμερη Ραίλ-Ροκο (διακοπή της λειτουργίας του σιδηροδρόμου) από τις 24 Σεπτεμβρίου 2020», θυμίζει η Σρουτζάνα οπότε «οι διαμαρτυρίες των αγροτών επεκτάθηκαν πέρα από το Παντζάμπ και τις αγροτικές κοινότητες. «Στις 27 Σεπτεμβρίου 2021 – αγρότες, εργάτες, φοιτητές και γυναικείες οργανώσεις κάλεσαν για την πραγματοποίηση μιας Μπαράτ Μπαντ (Παν-ινδική Γενική Απεργία), η οποία οδήγησε σε μια μαζική και επιτυχημένη απεργία», ενώ «οι αγρότες ένωσαν τις διαμαρτυρίες τους ενάντια στους αγροτικούς νόμους με τις απαιτήσεις των εργατών για απασχόληση και μισθούς διαβίωσης στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης που έχει κατακλύσει τη χώρα λόγω της κακοδιαχείρισης της οικονομίας από την κυβέρνηση του Κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP)».

«Οι χιλιάδες αγρότες που βάδισαν στο Δελχί από διάφορες πολιτείες στις 26 Νοεμβρίου του περασμένου έτους (10 μήνες πριν), συνεχίζουν να κατασκηνώνουν στα σύνορα της Εθνικής Πρωτεύουσας», μας ενημερώνει. «Είναι πρωτοφανές στην πολιτική ιστορία της Ινδίας ότι οι διαδηλωτές έχουν περικυκλώσει το Δελχί και συνεχίζουν να το κάνουν», με την κυβέρνηση Μόντι « να αρνείται ωστόσο να αλλάξει γνώμη για τους τρεις νόμους για τα αγροτικά προϊόντα». «Έχει υποτιμήσει σοβαρά την αποφασιστικότητα των αγροτών και την αντοχή τους, με αποτέλεσμα να παρασυρθεί», σημειώνει. Όπως μας εξηγεί, «το δικτατορικό ύφος του Μόντι και η φασιστική ιδεολογία του BJP καθιστά εκ φυσεως την κυβέρνηση ανίκανη να μετακινηθεί από τις θέσεις της ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των αγροτών, καθώς είναι χέρι με χέρι με τους μονοπωλιακούς επιχειρηματικούς ομίλους της Ινδίας και η παράδοση της γεωργίας στο πιάτο προς αυτά τα συμφέροντα είναι μια πτυχή του λόγου ύπαρξης της».

«Το καλοκαίρι του τρέχοντος έτους, όπως γνωρίζει όλος ο κόσμος υπήρξε ένα καταστροφικό δεύτερο κύμα Covid-19 στην Ινδία, το οποίο ήταν καταστροφικό λόγω της κακοδιαχείρισης από μέρους της ινδικής κυβέρνησης», μας εξηγεί η Σρουτζάνα για το πως η έξαρση του κορονοϊού στην Ινδία επηρέασε τις κινητοποιήσεις. «Δεκάδες χιλιάδες Ινδοί πέθαναν λόγω της έλλειψης θεραπείας και διαθεσιμότητας ιατρικού οξυγόνου», με τους αγρότες να συνεχίζουν να διαμαρτύρονται κατά την διάρκεια της κρίσης υγείας, αποφεύγοντας εντούτοις τις μαζικές διαμαρτυρίες. «Πριν από το δεύτερο κύμα, οι αγρότες οργάνωναν μεγάλες Μάχα Παντσαγιάτ (Μεγάλες Συνελεύσεις Αγροτών) απέναντι στα αγροτικά νομοσχέδια, όπου συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες αγρότες σε όλη τη βόρεια Ινδία» σημειώνει προσθέτοντας πως «μια πολύ σημαντική πτυχή αυτών των Μάχα Παντσαγιάτ ήταν η απόρριψη κατά της δεξιάς Ινδουιστικής κινητοποίησης του BJP». «Πρόκειται για τους ίδιους που κινητοποιήθηκαν από το BJP σε αντι-μουσουλμανική βία εναντίον των γειτόνων τους το 2013, καθώς ο Μόντι και το BJP ήρθαν στην εξουσία το 2014 λόγω αυτής της αντι-μουσουλμανικής βίας και ρητορικής», συμπληρώνει.

«Η πόλη Μουτζαφαρναγκάρ το επίκεντρο των βίαιων δεξιών Ινδουιστικών κινητοποιήσεων του 2013, είναι επίσης στο επίκεντρο των σημερινών Μάχα Παντσαγιάτ», καθώς την πρώτη εβδομάδα αυτού του μήνα, ένα τεράστιο Μάχα Παντσαγιάτ με τη συμμετοχή των αγροτών των 15 μεγάλων πολιτειών της χώρας, πραγματοποιήθηκε στην ίδια πόλη η οποία είχε γίνει γνωστή κατά τις (ακροδεξιές) ταραχές του 2013». Σήμερα οι «Ινδουιστές αγρότες και οι ηγέτες τους μετανιώνουν και απορρίπτουν την πολιτική της Ινδουιστικής Δημοκρατίας του Μπτζίπ, κάνοντας βήματα προς τη συνεργασία με τους συναδέλφους τους που είναι Μουσουλμάνοι και Σιχ» σημειώνει επισημαίνοντας πως «η ταξική αλληλεγγύη μεταξύ των αγροτών αψήφησαν τη δεξιά πολιτική του BJP, αποτελεί άμεση νίκη του αγροτικού κινήματος».

«Σε αντίθεση με τις προσδοκίες της κυβέρνησης, τους τελευταίους τρεις μήνες οι αγρότες έχουν εντείνει ξανά τις διαμαρτυρίες τους, οι οποίες έχουν γίνει συχνό φαινόμενο σε όλες τις πολιτείες», συμπληρώνει. Ωστόσο, η νίκη αυτή δεν είναι χωρίς κόστος. Η αγροτική εξέγερση αντιμετωπίζει από την πρώτη στιγμή την αντίδραση της κυβέρνησης Μόντι, τόσο στο επίπεδο της βίας και της καταστολής, όσο και σε αυτό της προπαγάνδας και του κοινωνικού αυτοματισμού.

«Νωρίς αυτό τον μήνα, σκοτώθηκε ένας αγρότης από την αστυνομία σε μια τέτοια διαμαρτυρία στην πόλη Καρνάλ της πολιτείας Χαριάνα, καθώς η αστυνομία έλαβε εντολές να σπάσει τα κεφάλια των διαμαρτυρόμενων αγροτών», καθώς «η απελπισμένη κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τη διαμαρτυρία, ανέστειλε το διαδίκτυο και τις υπηρεσίες SMS σε αυτές τις περιοχές». «Η κυβέρνηση Μόντι κατέφυγε σε πολλά κόλπα για να απειλήσει, να εξευτελίσει, ακόμη και να κατευνάσει τους αγρότες και να τους κάνει να αναδιπλωθούν από την εξέγερση», καθώς ήδη από τις «πρώτες ημέρες της διαμαρτυρίας, η κυβέρνηση και τα μέσα ενημέρωσης κατέβαλαν έντονες προσπάθειες να διχάσουν τους αγρότες και να κάμψουν το ηθικό τους χαρακτηρίζοντας τους Σιχ αγρότες του Παντζάμπ ως τρομοκράτες και αποσχιστές». Ωστόσο «παρά την ένταση της κυβερνητικής προπαγάνδας, αυτή απέτυχε να διχάσει τους αγρότες ή να βλάψει το κίνημα».

Όταν ο σεχταρισμός δεν λειτούργησε, το BJP καθοδήγησε «την προπαγάνδα ότι μόνο οι πλούσιοι αγρότες και οι έμποροι σιτηρών αντιτίθενται στα 3 αγροτικά νομοσχέδια και ότι οι μικροί και περιθωριακοί αγρότες θα ωφεληθούν». «Αυτή η προπαγάνδα» ωστόσο «δεν είχε κανέναν αντίκρισμα μεταξύ των αγροτικών κοινοτήτων, που καταλαβαίνουν σαφώς ότι παρά τις υπάρχουσες αντιφάσεις, η ενότητα είναι απαραίτητη ενάντια στους νόμους που θα επιτρέψουν στις ινδικές μεγάλες εταιρείες Adani και Ambani, καθώς και στις ξένες πολυεθνικές να κατακτήσουν τη γεωργία».

«Η κυβέρνηση προσπάθησε επίσης να στρέψει τους αγρότες της μιας περιοχής εναντίον της άλλης, λέγοντας ότι οι γεωργικές επιδοτήσεις και η Ελάχιστη Τιμή Στήριξης (MSP) που δίνονται από την κυβέρνηση ωφελούν μόνο τους αγρότες της πολιτείας Παντζάμπ», πρακτική που «επίσης απέτυχε να σταθεί εμπόδιο στην ενότητα των αγροτών, καθώς αν μη τι άλλο το κίνημα των αγροτών είναι πιο διαδεδομένο από ό,τι στο παρελθόν». Αντ’ αυτού «το αγροτικό κίνημα απαίτησε να νομιμοποιηθεί η MSP, κάτι το οποίο θα διασφάλιζε ότι όλοι οι αγρότες ανεξάρτητα από την περιοχή τους, θα είναι σε θέση να πωλούν τις καλλιέργειες τους σε μια εγγυημένη τιμή». «Οι αγρότες είναι ανένδοτοι ότι οι διαμαρτυρίες δεν θα υποχωρήσουν μέχρι η κυβέρνηση να πάρει πίσω τους τρεις νόμους, οι οποίοι απειλούν τα προς το ζην τους και δίνουν στις εταιρείες τον έλεγχο των γεωργικών αγορών», καταλήγει.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επιχειρεί να δώσει άλλοθι στην κυβέρνηση

Στην ερώτηση μας για το σημείο στο οποίο έχει φτάσει η εφαρμογή των αγροτικών νόμων, η Σρουτζάνα μας ενημέρωσε ότι αυτή είναι σε εκκρεμότητα μέχρι να δωθούν περαιτέρω οδηγίες από το Ανώτατο Δικαστήριο, καθώς όταν «αμφισβητήθηκαν οι γεωργικοί νόμοι στο Ανώτατο Δικαστήριο και στο πλαίσιο της εξέγερσης, εκείνο συγκρότησε μια επιτροπή για να εξετάσει τα ζητήματα που τέθηκαν από τους αγρότες». Ωστόσο επεσήμανε πως «είναι κάπως περίεργο το γεγονός ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας έκανε κάτι τέτοιο, καθώς το κοινοβούλιο έχει θεσπίσει τη νομοθεσία, με το δικαστήριο να μην μπορεί πραγματικά να παρέμβει σε αυτή, εκτός από το να την κηρύξει είτε συνταγματικά έγκυρη ή άκυρη».

Αυτό που γενικά πιστεύεται είναι «ότι το Ανώτατο Δικαστήριο το κάνει για να σώσει το πρόσωπο της κυβέρνησης, καθώς υπό την εξουσία του Μόντι, το ινδικό δικαστικό σώμα, ειδικά το ανώτατο δικαστήριο, φαίνεται να ακολουθεί τη γραμμή της κυβέρνησης αντί να ασκεί αμερόληπτα την δικαστική εξουσία». «Αναλαμβάνοντας αυτό το ρόλο του Διαπραγματευτή και βάζοντας τους νόμους σε αναμονή μέχρι η επιτροπή να υποβάλει την έκθεση και το δικαστήριο να λάβει μια απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο παρείχε χώρο στην κυβέρνηση να καθυστερήσει τις διαμαρτυρίες» καταλήγει. Άλλωστε «έχοντας δει τις διάφορες φιλοκυβερνητικές και φιλο-ινδουιστικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τότε που εκλέχθηκε ο Μόντι, οι αγρότες δεν περιμένουν καμία θετική έκβαση από τη δικαστική διαδικασία και απέρριψαν κατηγορηματικά την επιτροπή που συγκροτήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο».

Οι αγρότες γνωρίζουν πως «το εν λόγω δικαστήριο αποτελείται από πολλούς ‘εμπειρογνώμονες’ που έχουν λάβει δημόσια θέση υπέρ των τριών γεωργικών νόμων, γεγονός που αποτελεί παρωδία της διαδικασίας» και για το λόγο αυτό «δεν έχουν αυταπάτες σχετικά με τη φιλο-επιχειρηματική στάση του κατεστημένου , τόσο της κυβέρνησης όσο και του δικαστικού συστήματος». Αυτός είναι σύμφωνα με την Σρουτζάνα ο λόγος για τον οποίο εντείνουν τη διαμαρτυρία τους, ανεξάρτητα από το τι θα κάνει το Ανώτατο Δικαστήριο και τι θα πει η επιτροπή του. «Το προφανές σχέδιο του Μόντι να εφαρμόσει τους νόμους αφού εξαντλήσει τους αγρότες έχει πολύ λίγες πιθανότητες επιτυχίας, καθώς οι αγρότες θεωρούν ότι αυτός ο αγώνας αφορά την ίδια τους την ύπαρξή», σημειώνει.

Πεθαίνοντας και πολεμώντας

Καθ’ όλη την διάρκεια των κινητοποιήσεων η Ινδία αντιμετώπισε ένα από τα φονικότερα χτυπήματα της πανδημίας, με τις σοκαριστικές εικόνες μαζικής υπαίθριας καύσης νεκρών να κάνουν τον γύρο του κόσμου. Πρόσφατα οι New York Times αποκάλυψαν ότι οι κυβερνητικά διορισμένη επιτροπή επιστημόνων της χώρας υποβάθμισε πέρυσι την πιθανότητα ενός νέου ξεσπάσματος της νόσου Covid-19, μόλις 8 μήνες πριν το θανατηφόρο κύμα πλήξει την Ινδία. Με αφορμή τα παραπάνω, ρωτήσαμε την συνομιλήτρια μας ποιος είναι σήμερα ο αντίκτυπος της πολιτικοποίησης της επιστήμης από την κυβέρνηση του Ναρέντα Μόντι.

«Κατά την αντιμετώπιση της πανδημίας Covid19, η κυβέρνηση του BJP απέτυχε εγκληματικά σε αρκετά επίπεδα» σημειώνει η Σρουτζάνα λέγοντας πως είναι δύσκολο να αποφασίσει από πού να ξεκινήσει την αφήγηση των προβλημάτων. «Από τότε που ο Μόντι ήρθε στην εξουσία υπάρχει μια άνευ προηγουμένου συγκέντρωση κάθε κυβερνητικής απόφασης στα χέρια του ίδιου και μιας μικρής ομάδας ανθρώπων που είναι κοντά του», εξηγεί. «Δυστυχώς, ούτε ο Μόντι ούτε οι άνθρωποι γύρω από αυτόν είναι γνωστοί για τη λήψη των αποφάσεών τους με βάση τις επιστημονικές απόψεις», με την «χάραξη πολιτικής να επικεντρώνεται κυρίως στην προπαγάνδα, την οπτική και την εξιδανίκευση της φιγούρας του πρωθυπουργού». «Ο ίδιος ο Μόντι είναι ένας διάσημος διακινητής της ψευδοεπιστήμης, ο οποίος είπε στο έθνος να χτυπήσει τα γκονγκ (είδος θρησκευτικής καμπάνιας) και να φυσήξει κοχύλια κατά την ιερή ώρα, για να διώξει την πανδημία Covid-19», προσθέτει. Η ίδια επισημαίνει πως «η μέθοδος αντιμετώπισης της πανδημίας ήταν να απευθυνθεί στις λαϊκές δεισιδαιμονίες και την άγνοια παρά να διασφαλίσει τη διάδοση των επιστημονικών γεγονότων», ενώ ο ίδιος ο Μόντι «προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την πανδημία ως μέσο προβολής του εαυτού του ως ανώτατου ηγέτη που έχει τον έλεγχο των πάντων, συμπεριλαμβανομένης της πανδημίας».

Σε ότι αφορά τα χρηματοδοτούμενα από το δημόσιο επιστημονικά ιδρύματα ιατρικής και έρευνας της Ινδίας, καθώς και τους οργανισμούς υγείας, αυτά «είχαν μακρά ιστορία στην αντιμετώπιση κρίσεων και επιδημιών υγείας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο πλαίσιο των περιορισμένων πόρων που τους παρέχονταν». Επισημαίνεται ακόμα πως αυτά τα ιδρύματα «είχαν αυτονομία στην έρευνα και τη κλίμακα της πολιτικής παρέμβασης στις επιστημονικές και ιατρικές αποφάσεις, ωστόσο βλέπουμε τώρα πώς υπό την εξουσία του Μόντι δεν ισχύει το ίδιο».

«Σήμερα, το χρηματοδοτούμενο από το δημόσιο επιστημονικό κατεστημένο εκφοβίζεται να μην δημοσιεύσει ή να πει τίποτα που θα έθετε ερωτήματα στην προπαγάνδα της κυβέρνησης του Μόντι για την αντιμετώπιση της πανδημίας, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα σε όλο τον κόσμο», με ενδεικτική την περίπτωση που οι επιστήμονες του Συμβουλίου Ιατρικής Έρευνας της Ινδίας (ICMR) δημοσίευσαν επιστημονικές εργασίες που ήταν αντίθετες με την προπαγάνδα της κυβέρνησης και στην συνέχεια αναγκάστηκαν να αποκηρύξουν τις μελέτες. «Δεν είναι αλήθεια ότι το ICMR που υποτίθεται ότι συμβουλεύει την κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας είναι σώμα ανίκανων επιστημόνων», σημειώνει. «Αντιθέτως, είναι ένα όργανο εμπειρογνωμόνων που υπηρέτησε καλά όλα αυτά τα χρόνια, ωστόσο «υπέκυψε στην πολιτική πίεση και πήγε ενάντια στην κατανόηση των επιστημόνων που το απαρτίζουν».

Άλλωστε όπως προσθέτει η συνομιλήτριά μας «η μεταχείριση που επιφυλάσσεται στους δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι εναντιώνονται στην κυβέρνηση Μόντι είναι ευρέως γνωστή», ενώ «η παρέμβαση στην έρευνα και την επιστήμη δεν είναι κάτι νέο για τον ίδιο». «Από τότε που ανήλθε στην εξουσία, οι κυβερνητικές στατιστικές υπηρεσίες αναγκάστηκαν να αλλάξουν τις μεθοδολογίες τους για να δείξουν υψηλά ποσοστά ανάπτυξης, όταν η οικονομία βρισκόταν σε κρίση», με αποτέλεσμα «οποιαδήποτε στοιχεία που έδειχναν υψηλά επίπεδα ανεργίας, χαμηλή βιομηχανική δραστηριότητα και αυξανόμενη φτώχεια να μην δημοσιεύονται, μέχρι να παύσουν να είναι ενοχλητικά πολιτικά ». «Όταν αυτή η στάση επεκτάθηκε στην ιατρική επιστήμη, οδήγησε στην καταστροφή που έζησε η Ινδία στο δεύτερο κύμα της πανδημίας Covid -19», διαπιστώνει.

Επισημαίνεται πως «ήδη από τον Νοέμβριο του 2020, μια κοινοβουλευτική ομάδα προειδοποίησε ότι οι ιατρικές υποδομές της Ινδίας, συμπεριλαμβανομένου του ιατρικού οξυγόνου, είναι ανεπαρκείς για την αντιμετώπιση της πανδημίας», με την κυβέρνηση να έχει μπροστά της «6 μήνες για να αναβαθμίσει τις υποδομές πριν από την έναρξη του δεύτερου κύματος, δίχως να κάνει απολύτως τίποτα, εκτός από το να ξοδεύει χρήματα σε μια προπαγανδιστική εκστρατεία σχετικά με το πόσο καλά χειρίστηκε ο Μόντι το Covid 19». «Εκτός από την έλλειψη εκτίμησης και την άγνοια σε ότι αφορά την χάραξη επιστημονικής πολιτικής», η κυβέρνηση «αποδυνάμωσε επίσης εντελώς τα υπουργεία και τον γραφειοκρατικό μηχανισμό και συγκέντρωσε όλες τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων στο Πρωθυπουργικό Γραφείο (PMO)», με αποτέλεσμα «η αντιμετώπιση της πανδημίας σε μια χώρα 1,3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων να συγκεντρώνεται στο γραφείο ενός ατόμου που δεν έχει χρόνο για επιστημονικές προσεγγίσεις και συνέπεια τους θανάτους δεκάδων χιλιάδων Ινδών που μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να αποφευχθούν αν υπήρχε προηγούμενη προετοιμασία και επιστημονικός χειρισμός».

Τελικά, η παραπάνω πολιτική οδήγησε στις πολυ-διαδεδομένες «εικόνες ανθρώπων να κείτονται στους δρόμους με κομμένη την ανάσα από την έλλειψη οξυγόνου και των νεκρών σωμάτων στις όχθες του ποταμού» οι οποίες όπως μας τονίζει η Σρουτζάνα «θα στοιχειώσουν την Ινδία για δεκαετίες».

Αντικομμουνιστική βία και απόπειρα φίμωσης δημοσιογράφων

Προς το τέλος της συζήτησής μας, ζητάμε από την συνομιλήτρια μας ένα σχόλιο σχετικά με τις πρόσφατες βίαιες επιθέσεις μελών του BJP ενάντια σε γραφεία που οργανώσεων που συνδέονται με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδίας (Μαρξιστικό), όπως και την προηγούμενη απόπειρα φίμωσης της αντι-κυβερνητικής ιστοσελίδας Newsclick.

«Η κυβέρνηση Μόντι συνηθίζει να διαχειρίζεται κάθε πολιτική κρίση μέσω χειραγώγησης των ΜΜΕ, καταπνίγοντας τη φωνή των ανεξάρτητων δημοσιογράφων και των ΜΜΕ, όπως και καταστέλλοντας την αντιπολίτευση», διαπιστώνει η Σρουτζάνα τονίζοντας ωστόσο πως «η κλίμακα της κρίσης στην Ινδία είναι σήμερα σε τέτοιο βαθμό που η προπαγάνδα των ΜΜΕ δεν πρόκειται να κάνει τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι τα πράγματα είναι καλά ή ότι θα είναι στο μέλλον». «Η ινδική οικονομία που πριν ακόμη από την πανδημία ήταν καθ’ οδόν προς σοβαρή οικονομική κρίση, υπέστη άλλο ένα συντριπτικό πλήγμα», καθώς «όλο και περισσότερες οικογένειες βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας και παρατηρούνται μεγάλης κλίμακας απώλειες θέσεων εργασίας σε κάθε πολιτεία ξεχωριστά». Για τους παραπάνω λόγους «ο πληθυσμός είναι ανήσυχος και οι αγρότες βρίσκονται ήδη σε τροχιά πολέμου με την κυβέρνηση».

Στα παραπάνω εντοπίζει η συνομιλήτρια μας «τους λόγους πίσω από την επίθεση σε πολλούς ανεξάρτητους οργανισμούς ΜΜΕ από την κυβέρνηση Μόντι», καθώς «ενώ τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης υποβάθμιζαν το κίνημα των αγροτών, τα μικρά ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης το ανέδειξαν». «Ξαφνικά, πολλά από αυτά τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, όπως το Newslcick, είδαν μια τεράστια αύξηση στην αναγνωσιμότητα και την τηλεθέασή τους, καθώς δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που αναζητούσαν μια ειλικρινή κάλυψη του αγροτικού κινήματος άρχισαν να στρέφονται στα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης», σημειώνει.

«Από τότε που οι διαδηλώσεις των αγροτών έλαβαν ευρεία μετάδοση, η εκδικητική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να αναγκάσει αυτά τα ανεξάρτητα ΜΜΕ είτε να κλείσουν είτε να παραδωθούν στη γραμμή της κυβέρνησης», μέσω διαφορετικών κυβερνητικών υπηρεσιών επιβολής που επικαλλούνται υποτιθέμενο ξέπλυμα χρήματος, φοροδιαφυγή, υποστήριξη αντεθνικών δραστηριοτήτων κλπ. «Καμία από αυτές τις κατηγορίες δεν μπορεί να αποδειχθεί, αλλά η παρατεταμένη παρενόχληση, οι εβδομαδιαίες ανακρίσεις και οι ακροάσεις στο δικαστήριο έχουν ως στόχο να αποδυναμώσουν και να εκφοβίσουν αυτά τα μέσα ενημέρωσης για να τα φιμώσουν ή να τα κλείσουν», σημειώνει η Σρουτζάνα.

Το ίδιο συμβαίνει και στην Τρίπουρα «όπου το κομμουνιστικό κίνημα παραμένει ισχυρό παρά την εκλογική ήττα στις τελευταίες εκλογές και κινητοποιεί διαδηλώσεις μεγάλης κλίμακας τους μήνες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας για διάφορα θέματα σχετικά με τα τρόφιμα, τους μισθούς και τα μέσα διαβίωσης», την στιγμή που στην ίδια πολιτεία «καταγράφεται τους τελευταίους μήνες μια σοβαρή κρίση ανεργίας και πείνας με θανάτους από λιμοκτονία».

«Ένα ανασφαλές BJP που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα προσπαθεί να εξοντώσει σωματικά τους κομμουνιστές στην πολιτεία», με «τους μπράβους του να καίνε και να ισοπεδώνουν τα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος (Μαρξιστικό) και να επιτίθενται σε ακτιβιστές με σιδερένιες ράβδους και άλλο οπλισμό». «Σπίτια χιλιάδων κομμουνιστών ακτιβιστών κάηκαν, ισοπεδώθηκαν και λεηλατήθηκαν», ενώ «τα γραφεία των ΜΜΕ που τόλμησαν να γράψουν για τη βία του BJP έγιναν στόχος και πυρπολήθηκαν». «Αυτές οι επιθέσεις σχεδιάζονται και υποστηρίζονται από τον κρατικό μηχανισμό», καταγγέλλει η Σρουτζάνα, κάνοντας λόγο για «συνενοχή των πολιτικών, οι οποίοι παρακολουθούν καθώς οι μπράβοι του BJP συνεχίζουν τη βία τους».

«Όταν οπαδοί του BJP έστησαν τέσσερα οδοφράγματα για να εμποδίσουν τον σύντροφο Μανίκ Σαρκάρ, τον προηγούμενο πρωθυπουργό της πολιτείας, να συμμετάσχει σε μαζικό συλλαλητήριο στην Καθαΐλα, οι εργάτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδίας (Μαρξιστικό) έσπασαν τα οδοφράγματα και ο Μανίκ Σαρκάρ περπάτησε 6 χιλιόμετρα για να συμμετάσχει στη διαδήλωση», θυμάται. Το τελευταίο είναι μόνο ένα παράδειγμα «της σθεναρής αντίστασης των κομμουνιστών που παρά τη βία, συνεχίζουν την πολιτική τους δραστηριότητα και συνεχίζουν να οργανώνουν διαμαρτυρίες σε όλη την πολιτεία, κόντρα στη βία του BJP».

Την ώρα που γράφουμε αυτές τις γραμμές, οι αγρότες και οι εργάτες της Ινδίας συμμετέχουν στην Γενική Απεργία για την επέτειο του 1 χρόνου από την «Μαύρη Ημέρα».

«Από την Κεράλα στο νότο, έως τη Δυτική Βεγγάλη στην ανατολή», όπως δήλωσε στον Independent ο γενικός γραμματέας του Παν-Ινδικού Αγροτικού Μέτωπου Χάναν Μόλα, «από τους αγρότες στη Μαχαράστρα, την Τελανγκάνα, την Τρίπουρα και το Μπιχάρ», ο συνασπισμός 40 συνδικάτων που απαρτίζει το Ενιαίο Μέτωπο Αγροτών, συνεπικουρούμενος από εργαζόμενους στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, όλοι τους διαδηλώνουν για την ανατροπή της φασιστικής και αντεργατικής πολιτικής του Ναρέντα Μόντι.

.