Πριν λίγες μέρες, εδώ, αναφέρθηκα στην ιστορία του επικεφαλής του νοσοκομείου της φυλακής Μοαμπίντ του Βερολίνου, Φόλκερ Λέσχορν, ο οποίος είχε αρνηθεί να υπακούσει στις επίσημες εντολές για υποχρεωτική σίτιση των φυλακισμένων ανταρτών της Φράξιας Κόκκινος Στρατός (Rote Armee Fraktion, RAF, γνωστή και ως Ομάδα Μπάαντερ – Μάινχοφ). Ο γιατρός Λέσχορν διασύρθηκε, απειλήθηκε και διώχθηκε νομικά για «επίδειξη μη υπερασπίσιμης αλληλεγγύης στους τρομοκράτες φυλακισμένους». Στο σημείωμα της αυτοκτονίας του έγραψε, μεταξύ άλλων: «Δεν μπορώ πια να αντέξω την καταδίωξη που υφίσταμαι. Είχα καλό σκοπό».

Η γνωστή σε μας ιστορία του καλού γιατρού ξεκινά το Φεβρουάριο του 1981, όταν τα εν ζωή φυλακισμένα μέλη της δυτικογερμανικής οργάνωσης ένοπλης πάλης, χαρακτηρισμένης ως τρομοκρατικής, συμμετείχαν σε ομαδική απεργία πείνας, διαμαρτυρόμενοι για τις άθλιες συνθήκες κρατησής τους. Να θυμίσω ό,τι η συγκεκριμένη διήρκεσε 70 ημέρες και κόστισε, εν τέλει, δύο ζωές. Η μία ήταν του απεργού πείνας, Σίγκουρντ Ντέμπους (Sigurd Debus), που τον είχαν αναγκάσει σε υποχρεωτική σίτιση με εντολή της τότε δυτικογερμανικής κυβέρνησης. Η άλλη ήταν του γιατρού της φυλακής, Φώλκερ Λεσχορν (Volker Leschhorn).

Όπως έγραφα και τότε, αποδείχθηκε πολύ δύσκολο να εντοπίσω λεπτομέρειες για τον άνθρωπο αυτόν σε οποιαδήποτε γλώσσα που γνωρίζω – και δεν γνωρίζω γερμανικά. Μου προσφέρθηκε η βοήθεια από δύο αναγνώστες μας, τον Ίωνα και τη Μαρία, τους οποίους ευχαριστώ. Όμως, και στα γερμανικά, όσα βρήκαμε ήταν πολύ λίγα. Μοιάζει ως αυτός ο άνθρωπος, ο κατ’ ουσίαν δολοφονηθείς από το γερμανικό κράτος, να έχει εξαφανιστεί ή να επιδιώκουν να εξαφανιστεί από την Ιστορία. Και οι λόγοι ήταν δύο, όπως αποδεικνύεται: το μεν δυτικογερμανικό κράτος δεν ήθελε να θυμάται ότι δολοφόνησε έναν ακόμη άνθρωπο, έναν γιατρό με επαγγελματικό ήθος και συνείδηση, οι δε αντάρτες πόλης δεν επιθυμούσαν την αποκατάσταση του «διότι και αυτός ανήκε στο σύστημα». 

Ο μόνος που βρήκαμε να αγωνίστηκε να διασωθεί η μνήμη και η στάση του, μετά το θάνατό του, ήταν ο πάστορας Χάινριχ Άλμπερτς (Heirich Albertz), πάστορας της φυλακής,  που, μετά την αυτοκτονία του καλού γιατρού, είπε για εκείνον, στο κήρυγμα του, στην εκκλησία της Αγίας Άννας στο Ντάλεμ του Βερολίνου: «… ο γιατρός στον οποίον είμαστε ευγνώμονες διότι στις αρχές του 1981 στο Μόαμπιτ δεν πέθανε κανένας κρατούμενος από την απεργία πείνας, ένας γιατρός που έθεσε την συνείδησή του υψηλότερα από τις εντολές των προϊσταμένων του…».  Όσο και αν η αυτοκτονία θεωρείται μη χριστιανική πράξη, ο πάστορας γνώριζε ότι ο γιατρός αφαίρεσε ο ίδιος τη ζωή του, γιατί τον κυνήγησε ο, ακόμη εν ζωή και τιμώμενος, Αλεξάντερ φόν Στάλ (Alexander von Stahl), τότε υπουργός Δικαιοσύνης (Senatsdirektor in der Justizbehörde) του κρατιδίου του Δυτικού Βερολίνου.

Σε συνέντευξη του το 1982, στην μόνη που ρωτάται για τον καλό γιατρό, ο τον Σταλ δήλωσε πως ο Λέσχορν δεν φέρθηκε σα γιατρός, ότι …μετετράπη σε τρομοκράτη. Συγκεκριμένα, είπε ό,τι «ασπάστηκε» μερικώς τις διεκδικήσεις των κρατούμενων απεργών πείνας και «ταυτίστηκε απολύτως» με τη μοίρα τους. Κοινώς, τον ένοιαζε να μη πεθάνουν στα χέρια του άνθρωποι… Γι’ αυτό και ο von Stahl επεδίωξε με κάθε τρόπο την πολιτική και κοινωνική δολοφονία του Λέσχορν – και γι’ αυτό του το «κατόρθωμα» ανταμείφθηκε και αναβαθμίστηκε στην πολιτική ιεραρχία.

Ο φον Σταλ ήταν ο πολιτικός βραχίονας της δολοφονίας του καλού γιατρού, όμως το έγκλημα είχε και άλλες διαστάσεις και έθιξε πολύ περισσότερους, μεταξύ των εργαζομένων στο νοσοκομείο της φυλακής.

Μεταξύ των ελάχιστων πηγών που εντοπίσαμε, ήταν και ένα γράμμα. Τον Απρίλη του 2015, στο έγκριτο ιατρικό, επιστημονικό, περιοδικό Deutsches Ärzteblatt (Heft 16 von 17. April 1985 p.1134), δημοσιεύτηκε επιστολή της ιατρού Ανμαρί Φίεγκαντ (Dr. med. Annemarie Wiegand), στην οποία αναφέρει: 

«Όχι μόνο οι γιατροί αλλά και δικαστικοί υπάλληλοι σε υπεύθυνες θέσεις υπέστησαν αδιανόητα καψόνια από την δικαστική αρχή του [δυτικού] Βερολίνου με υπεύθυνο τον [βουλευτή στο τοπικό  κοινοβούλιο] Κουρτ Μπούνγκ [Kurt Bung] του SPD [σοσιαλδημοκράτες]. 

Οι υπεύθυνοι στο νοσοκομείο των φυλάκων ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται μέχρι εξαντλήσεως, σωματικής και ψυχικής. Το πρώτο θύμα της απεργίας πείνας ήταν ένας 36χρονος υπάλληλος ασφάλειας του σωφρονιστικού ιδρύματος Μοαμπίτ, ο οποίος απεβίωσε τον Ιούλιο του 1981, ύστερα από υπερεργασία, κατά την διάρκεια της απεργίας πείνας (σύμφωνα με δηλώσεις του καθηγητή Scholz, Υπουργού δικαιοσύνης του Δ. Βερολίνου). 

Επίσης, ένας νεαρός γιατρός, εξαιτίας της πίεσης που υπέστη, κατέληξε ψυχωσικός. Ο Δρ. Λέσχορν, αρχίατρος του νοσοκομείου των φυλακών, μετατέθηκε τον Ιούλη του 1981 στο Τεγελ και έτσι καταδικάστηκε σε απραξία. Ταυτόχρονα του απαγγέλθηκαν πειθαρχικές διώξεις ώστε να μην έχει την δυνατότητα να παραιτηθεί. Κρεμάστηκε στις 11 Ιανουαριού του 1982». 

Παράλληλα, το μόνο εκτενές άρθρο που υπάρχει για τον αυτόχειρα γιατρό είναι ένα άρθρο του Ντερ Σπήγκελ (Der Spiegel), δημοσιευμένο την 1η Φλεβάρη του 1982, τα κυριότερα αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύουμε εδώ, σε μετάφραση του γερμανομαθή αναγνώστη μας Ίωνα Εωσθινού.

«Πραγματικά Χριστιανός

Ώθησε η Δικαστική Αρχή του Βερολίνου  τον γιατρό των φυλακών, Λέσσχορν,  στην αυτοκτονία;

  Στην τελευταία συνάντηση που είχε με τον αδερφό του, ανέφερε πως κοιμήθηκε καλά για πρώτη φορά μετά από καιρό και πως είχε μία γεμάτη βδομάδα εμπρός του. Μετά, έφυγε για να πάει σε κάποιον γιατρό. Κάποιες ώρες αργότερα, ο αδελφός του τον βρήκε νεκρό σε ένα υπόγειο στου Σαρλότενμπουργκ. Ο 49χρονος Φώλκερ Λεσσχορν, υψηλόβαθμος γιατρός στο σωφρονιστικό σύστημα του Βερολίνου, είχε αυτοκτονίσει δι’ απαγχονισμού. Ένα τρίμηνο πριν είχε προσπαθήσει να αυτοστραγγαλιστεί με τον ιμάντα ενός πιεσόμετρου. 

Ο ψυχολόγος αδερφός του, Βέρνερ Λέσσχορν (Werner Leschhorn), δήλωσε: “Παρά τις όποιες ελπίδες για ανάρρωση, τον τελευταιο καιρό δεν ήταν σε θέση να λάβει οποιαδήποτε βοήθεια. Η κατάθλιψή του κατέληξε να αποτελεί συστατικό της προσωπικότητάς του.” 

Ο Φώλκερ, σύμφωνα με τον αδερφό του, ήταν ένας “ευσυνείδητος άνθρωπος” , που έσπασε από την πίεση της γραφειοκρατίας της Δικαιοσύνης.

Σχετικά με τα αίτια της αυτοκτονίας δεν υπαρχουν αμφιβολίες. Το τελευταίο του σημείωμα διαβάζεται ως ένα τελευταίο “Κατηγορώ” : “Τί μπορεί να κάνει κανείς υπό αυτές τις συνθήκες; Δεν μπορώ να αντέξω πλέον τον διωγμό της τοπικής κυβέρνησης (Senate).  Δεν θα έπρεπε να είχαν έρθει έτσι τα πράγματα”. 

“Οι περιστάσεις που δεν θά έπρεπε να είχαν έρθει έτσι” και χωρίς τις οποίες η αυτοχειρία φαίνεται ανεξήγητη, κάνουν την εν λόγω περίπτωση υπόθεση της [δυτικό]βερολινέζικής δικαιοσύνης. Ο Λέσσχορν αναφέρθηκε με δική του πρωτοβουλία στην  τεταμένη σχέση μεταξύ των ιατρικών και των υπηρεσιακών του καθηκόντων, ανεπηρέαστος από τις επιθέσεις στον ρόλο που διαδραμάτισε ως γιατρός – και σύμφωνα με τον πάστορα του Βερολίνου Heinrich Albertz, δεν τα κατάφερε απέναντι σε μία «πραγματικά χριστιανικής διοίκηση».

Οι προσπάθειές του να χτίσει μία σχέση εμπιστοσύνης με τους φυλακισμένους Monika Berberich, Gabriele Rollnik και Andreas Vogel κάτα την διάρκεια των απεργιών πείνας των καταδικασθέντων της Φράξιας Κόκκινος Στρατός (RAF) σε όλη τη Ομποσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας [Δυτική],  οι σχέσεις του με δικαστές, οι οποίες παρέκαμπταν τους προϊσταμένους του, καθώς και οι κακολογίες σωφρωνιστικών υπαλλήλων οδήγησαν σε ρήξη τις δικαστικές αρχές και τον Λέσσχορν. Εξαιτίας παρατυπίων κατα την εκτέλεση των καθηκόντων του ως αρχίατρου ειδικής παθολογίας του νοσοκομείου του Σωφρωνιστικού Ιδρύματος του Βερολίνου, το περασμένο καλοκαίρι του επιβλήθηκε πειθαρχική δίωξη.

Πριν ακόμη εξεταστούν οι καταγγελίες εναντίον του, οι Αρχές διέταξαν την μετάθεσή του από το νοσοκομείο της φυλακής Μοαμπίτ σε μία βοηθητική θέση στην φυλακή Τέγκελ, η οποία δεν άρμοζε σε καμία περίπτωση με την βαθμίδα του: ουσιαστικά τον ξεφορτωθήκανε με δυσμενή μετάθεση.

Παρά τις παραστάσεις αλληλεγγύης όλων των υψηλά ιστάμενων ιατρών των σωφρωνιστικών ιδρυμάτων του Βερολίνου, δεν άλλαξε τίποτα. Ούτε καν η προσπάθεια του Λέσσχορν για αποκατάσταση της θέσης του μέσω αγωγής στο διοικητικό δικαστήριο δεν έφερε κάποιο αποτέλεσμα.

Κάτα την διάρκεια των απεργιών πείνας τον Φερουάριο του 1981, με συμμετοχή 44 κρατούμενων σε όλη την επικράτεια, ο Λέσσχορν και οι συνάδελφοί του δεν κράτησαν την στάση που προσδοκούσαν οι Δικαστικές Αρχές. Αρνήθηκαν να σιτίσουν καταναγκαστικά τους ασθενείς τους/απεργούς πείνας ενάντια στη θέλησή τους.

Η στάση τους αυτή ανταποκρίνεται και με τις αντικειμενικά τυπικές διατάξεις του νόμου. Διότι η Παράγραφος 101 του Σωφρονιστικού Κώδικα υποχρεώνει μεν τους γιατρούς των φυλακών να σιτίζουν ακόμη και δια της βίας τους φυλακισμένους ασθενείς, ενάντια στη θέληση των τελευταίων όταν η ζωή τους βρίσκεται σε “άμεσο κίνδυνο”. Στην περίπτωση δε που ο κίνδυνος για την ζωή τους είναι σοβαρός [αλλά όχι άμεσος]  τότε η αναγκαστική σίτιση είναι μόνον επιτρεπταία αλλά όχι προβλεπόμενη.

Έτσι ο Λέσσχορν, αναφερόμενος ορθώς  στο έκτακτο των περιστάσεων, ένιωθε υποχρεωμένος να συμμορφώνεται με το νόμο μονάχα με “ιατρικώς κατάλληλο τρόπο” χωρίς χρήση  βίας “ενάντια στη συνειδητά εξεφρασμένη βούληση των αντιστεκόμενων κρατουμένων” μια στάση, όπως αυτή υιοθετείται από σχεδόν όλους τους δυτικογερμανούς γιατρούς φυλακών. 

Επιπλέον υπήρχε διαφορετική αντίληψη μεταξύ του Λεσσχορν και της  Διοίκησης, σε τί έκταση του ήταν επιτρεπτό να επικαλεστεί, στην προκείμενη έκτακτη περίπτωση, το ιατρικό απόρρητο. Επίσης δεν ήθελε να ανταποκριθεί στις προτροπές του Kurt Bung, ηγετικού στελέχους του κυβερνητικού συμβουλίου της τοπικής κυβέρνησης, να προωθήσει εγγράφως στις αρχές πληροφορίες που αποκόμησε ως γιατρός από τους κρατούμενους-ασθενείς του. 

Σύμφωνα με την κρίση διαφόρων νομικών, δικαίως αρνήθηκε ο Λέσχορν να παραχωρήσει αυτές τις πληροφορίες και βάσισε την επιφύλαξή του στην επαγγελματική του ηθική. Σε ένα έγγραφο της τοπικής κυβέρνησης αναφέραται ο λόγος πού ο Λέσχορν αντιτασσόταν στην παραχώρηση πληροφορίων για την κατάσταση του Andreas Vogel. Σύμφωνα με ο εν λόγω έγγραφο απάντησε πως δεν είναι “Vollzugsarzt”, ήτοι σωφρονιστικός ιατρός, όρο τον οποίον δεν αναγνώριζε, αλλά είναι απλώς και μόνο γιατρός σε νοσοκομείο ενός σωφρονιστικού ιδρύματος και σε κάθε περίπτωση υποχρεωμένος να τηρεί το ιατρικό απόρρητο. Η στάση του αυτή, μίας “τρίτης οδού” μεταξύ της άνευ όρων υπηρεσιακής πίστης και του “θεραπευτικού νιχιλισμού” όπως και η εμφανής προσπάθειά του να εξασφαλίσει ιατρικώς βάσιμες βελτιώσεις των συνθηκών κράτησης, δεν πέρασε απαρατήρητη από τους κρατούμενους-ασθένείς του. 

Σε μια 24σέλιδη αναφορά του, καταγράφεται πως στην αρχή της απεργίας πείνας οι ασθενείς του δεν τον αποδέχονταν και τον εκδίωκαν. Αργότερα όμως, και ιδίως στην πολύ σημαντική φάση των έξι ανένδοτων απεργών πείνας που τήρησαν το μποϋκοτάζ σίτισης επί 70 ημέρες, του επέτρεψαν να τους προσφέρει διαγνωστική και θεραπευτική φροντίδα, η οποία και απέτρεψε τον θάνατο τους – αυτό επιτεύχθη εξαιτίας της κατα κάποιο τρόπο ικανοποιητικής σχέσης ιατρού-ασθενή.

Ακριβώς αυτό του επέρριψαν ως κατηγορητήριο οι σωφρονιστικές και διοικητικές υπηρεσίες. Στα μάτια τους ο Λέσχορν δεν τήρησε την οφειλόμενη  απόσταση προς τους κρατούμενους. Του καταλόγισαν πως ενάντια στις υπηρεσιακές οδηγίες, ήρθε σε άμεση επαφή με δικαστικούς υπαλλήλους, για να επιτύχει την χαλάρωση των όρων κράτησης. Σε μία περίπτωση μάλιστα κανόνισε μία συνάντηση μεταξύ ενός κρατούμενου με κάποιον συγγενή του χωρίς την παρουσία κάποιου υπαλληλού ασφαλείας. Τέλος κανόνισε να συμπεριληφθούν δύο ασθενείς του σε μια “εμψυχωτική συζήτηση” [pep talk]. 

Η κατάσταση οξύνθηκε όταν ο Λέσχορν προέβαλλε αντίσταση σε επικείμενη έρευνα σε θάλαμο ασθενείας επικαλούμενος “ιατρικούς λογους” αναφωνώντας  “αφήστε τις γυναίκες ήσυχες, είναι ασθενείς” ενώ έσπρωξε και έναν δικαστικό υπάλληλο στην άκρη. Ακολούθησε διάρρηξη στις σχέσεις του με την τοπική κυβέρνηση και τις δικαστικές αρχές […]

Του Ιούλιο του 1981 όταν πήρε δυσμενή μετάθεση στο Tegel ένας συνάδελφός του του διέγνωσε “βαρειάς μορφής εξάντληση- κατάθλιψη και εμφανείς αυτοκτονικές τάσεις”. Κατόπιν κρίθηκε ακατάλληλος για εργασία. 

Ο Βέρνερ Λέσσχορν [Werner Leschhorn] αδερφός του νεκρού, ο οποίος βρήκε το πτώμα του στο κελάρι, δήλωσε εκ των υστέρων: “Ένα απλό ευχαριστώ, ίσως και μία λιτή συγγνώμη, και μπορεί ο Φώλκερ να ζούσε ακόμη”.»