Στις 19 Μαρτίου 2011, οι ΝΑΤΟικές δυνάμεις εξαπέλυσαν επίθεση κατά της Λιβύης, υπό τις ευλογίες του ΟΗΕ, που είχε δώσει το πράσινο φως στον Μπάρακ Ομπάμα, νομιμοποιώντας το νέο νατοϊκό δόγμα, της «ευθύνης στην προστασία» των λαών. Τα προσχήματα που χρησιμοποιήθηκαν αποδείχθηκαν αργότερα εν πολλοίς ψευδή, ώστε να δικαιολογήσουν την επίθεση και ο ΟΗΕ ήρε την υποστήριξή του, όταν όμως ήταν πλέον αργά.

Αμερικανικές, Βρετανικές, Γαλλικές και Καναδικές στρατιωτικές μονάδες αεροπορίας, στρατού και ναυτικού, επετέθησαν, εκείνη τη μέρα, με το άλλοθι της απόφασης 1973 του ΟΗΕ, και εντός επτά μηνών διατράνωσαν τη νίκη τους επί της αποσυνάγωγης [rogue] Λιβύης του Καντάφι. Νίκη που μετέτρεψε την Λιβύη σε ου τόπο, ένα απέραντο νεκροταφείο, ένα πεδίο ρατσιστικών συγκρούσεων, ένα παζάρι ανθρώπων και όπλων. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Ετούτη εδώ είναι η ιστορία του Χαλέντ που μετέτρεψε το θρήνο και τη οργή του σε πόλεμο για τη Δικαιοσύνη.

Στις 19 Ιουνίου 2011 ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί, τηλεφώνησε στο Λίβυο στρατηγό Ελ Χουελντί Ελ Χαμιντί, προσφέροντάς του την Προεδρία της Λιβύης, υπό τον όρο να στραφεί κατά του Καντάφι. Γνωρίζουμε ότι η απάντηση υπήρξε αρνητική.

Στις 20 Ιουνίου 2011 και ώρα 2:30 πρωινή, νατοϊκά αεροπλάνα βομβάρδισαν τα σπίτια της οικογένειας του στρατηγού Ελ Χουελντί Ελ Χαμεντί και του γιού του, Χαλέντ, αφήνοντας πίσω τους ένα σωρό συντρίμμια. Κάτω από τα συντρίμμια θάφτηκαν οι κατοικούντες στο «στόχο» και οι γείτονές τους. Από τα δεκαεννέα θύματα, τα δεκατρία ήταν μέλη της οικογένειας Αλ Χαμιντί. Ο Χαλέντ έχασε, μέσα σε λίγα λεπτά, την έγγυο σύζυγό του Σαφαέ Αζουάι, τα παιδιά του, Χαλέντα και Ελ Χουελντί, τη θεία του Νάγια, την ανηψιά του Σαλάμ, τον εξάδελφό του, Μωχάμεντ…

Στις 21 Ιουνίου 2011 ο εκπρόσωπος του ΝΑΤΟ, Μάικ Μπράκεν, ανακοίνωσε ότι η επίθεση είχε ως στόχο «ένα κέντρο επικοινωνιών», το οποίο «εντοπίστηκε μετά από εκτενείς έρευνες», και, με το γνωστό ανθρωπισμό του ΝΑΤΟ, εναντίον του «χρησιμοποιήθηκαν βόμβες ακριβείας ώστε να μη πληγούν άμαχοι». Οι εμπειρογνώμονες που εστάλησαν επί τόπου και εξέτασαν τα συντρίμμια δεν βρήκαν τίποτε που να υποδεικνύει ότι σε εκείνο το σημείο, ή και την περιοχή, υπήρχε κέντρο επικοινωνιών ή οποιοασδήποτε άλλης μορφής δυνάμει στρατιωτική δομή.

Στις 15 Φεβρουαρίου του 2012, ο νομικός σύμβουλος της Επιτροπής Έρευνας για τη Λιβύη [Commission of Inquiry on Libya, COIL], του ΟΗΕ, αναγώρισε ότι «δεν υπήρχε καμμία σοβαρή πληροφορία για κέντρο επικοινωνιών στην περιοχή», αλλά, παρ’ όλα αυτά «είναι πεπεισμένος ότι ο στρατηγός  Ελ Χουελντί Ελ Χαμιντί και ο γιός του Χαλέντ ήταν νόμιμοι στόχοι». Η ίδια η επιτροπή κατέληξε ότι η επίθεση δεν φαινόταν συμβατή με το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες του πολέμου, αλλά «το ΝΑΤΟ δεν παρείχε επαρκή στοιχεία» για να ξεκαθαρίσει το θέμα του δικαίου ή μη χαρακτήρα της επίθεσης κατά μιας ιδιωτικής κατοικίας.

Ο στρατηγός  Ελ Χουελντί Ελ Χαμιντί ήταν ένας από τους δώδεκα του Επαναστατικού Συμβουλίου ΑλΦατέχ, που κυβέρνησε τη Λιβύη από το 1969 ως το 1977 και ανέδειξε σε ηγέτη τον Μουαμάρ Καντάφι. Περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων της επίθεσης από την COIL έδειξε ότι η επίθεση κατά του στρατηγού και η δολοφονία του ήταν διαταγή από την κεντρική διοίκηση του ΝΑΤΟ, μετά την αποτυχία Σαρκοζί να τον στρέψει κατά του Καντάφι.

Τον Ιούλιο του 2011, η Τρίπολη έδωσε στη δημοσιότητα τα πρώτα ονόματα αμάχων θυμάτων. Ήταν πάνω από χίλια. Η καταμέτρηση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Το ΝΑΤΟ αποχώρησε από τη Λιβύη τον Οκτώβριο του 2011. Η κατάληψη της εξουσίας από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ την έβαλε στα αζήτητα.

Ο Χαλέντ Ελ Χαμιντί αποφάσισε να ζητήσει δικαιοσύνη για τη δολοφονία της οικογένειάς του. Δημιούργησε το Σύνδεσμο Θυμάτων του ΝΑΤO και ξεκίνησε το νομικό κυνήγι των δολοφόνων, από δικαστήριο σε δικαστήριο, με την επίκληση και με τις θέσεις του περίφημου «Διεθνούς Δικαίου».

Σε ποιό κράτος, από όσα συμμάχησαν για την καταστροφή της Λιβύης, ανήκει η βόμβα που δολοφόνησε την οικογένεια του Χαλέντ Ελ Χαμιντί, στις 20 ιουνίου του 2011, στο Σομάν της Λιβύης; Αυτό το ερώτημα, που δεν έχει απαντηθεί ακόμη, είναι που θέτουν ξανά και ξανά οι δικηγόροι του Χαλέντ. «Μόνο η ΝΑΤΟική συμμαχία το γνωρίζει και δεν θα το αποκαλύψει ποτέ», δήλωνε ο δικηγόρος του Χαλέντ, βέλγος Γιαν Φερμόν, το 2018, επτά χρόνια μετά την τραγωδία, που οδήγησε έναν άνθρωπο, το Χαλέντ ελ Χαμιντί, να τα βάλει μόνος του με το ΝΑΤΟ.

Η πρώτη αγωγή κατατέθηκε στο Αυτόφωρο Δικαστήριο των Βρυξελλών, στις οποίες εδρεύει το ΝΑΤΟ, τον Οκτώβριο του 2011 και ζητούσε τη δίωξη της βορειατλαντικής συμμαχίας, ως υπεύθυνης για τη δολοφονία της οικογένειας του Χαλέντ. Το ΝΑΤΟ απάντησε, εκπροσωπούμενο από την βελγική κυβέρνηση, ότι δεν αναγνωρίζει τα Βελγικά δικαστήρια. Το αίτημα του Χαλεντ απορρίφθηκε επισήμως, και το δικαστήριο επιβεβαίωσε την πλήρη ασυλία του ΝΑΤΟ ένα χρόνο μετά. Ακολούθησε νέα προσφυγή του Χαλεντ και άλλη και άλλη, βασισμένες στο ανθρώπινο δικαίωμα των πολιτών στη δικαιοσύνη, και τη χάρτα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Το τελευταίο κεφάλαιο της πολυετούς του δικαστικής περιπέτειας παίχτηκε το Νοέμβριο του 2017. Στις 23 Νοεμβρίου εκείνου του έτους, το ανώτερο Εφετείο των Βρυξελλών απάντησε αρνητικά στην έφεση που κατέθεσε ο Φερμόν, επιβεβαιώνοντας το ακαταδίωκτο του οργανισμού, που ως δικαίωμα αναγνωρίζεται ως ανώτερο του δικαιώματος των πολιτών στη Δικαιοσύνη. Το ακαταδίωκτο και η σιωπή ήταν και παραμένουν οι μεγάλοι αντίπαλοι του Χαλέντ, λένε οι δικηγόροι του. Το ΝΑΤΟ δεν αποκαλύπτει ποιό κράτος- μελος κρύβονταν πίσω από το βομβαρδισμό του σπιτιού του.

«Η ασυλία του ΝΑΤΟ επιβεβαιώθηκε. Χάσαμε μια τεράστια ευκαιρία να επιβληθεί επιτέλους το Διεθνές Δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνή ανθρωπιστικό νόμο. Όμως θα συνεχίσουμε», δήλωσε αμέσως μετά ο δικηγόρος. Η ασυλία του ΝΑΤΟ, άλλωστε, είχε προβλεφθεί και καλυφθεί με τη συμβαση της Οττάβας.

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1951 υπογράφηκε, στην Οττάβα, «σύμβαση επί του Νομικού Καθεστώτος του Οργανισμού της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού, των Εθνικών Αντιπροσώπων και του Διεθνούς Προσωπικού», την οποία έχει επικυρώσει και η Ελλάδα  το 1956. Στο άρθρο πέντε αυτής της σύμβασης προβλέπεται ότι άπαντες οι εμπλεκόμενοι σε επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ έχουν πλήρη ασυλία [shall enjoy immunity from every form of legal process], εκτός του ΝΑΤΟ.

Ως τώρα η υπόθεση του Χαλέντ στηρίζεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το ανθρώπινο δικαίωμα στη δικαιοσύνη, όπως και στο Διεθνές Δίκαιο περί εγκλημάτων πολέμου – στα οποία σαφώς ανήκει η επίθεση στο Σορμάν – και περί της προστασίας των αμάχων. Οι προσπάθειες που έγιναν για την δίωξη του ΝΑΤΟ για «επιθετικό πόλεμο», που σύμφωνα με τον ορισμό της Νυρεμβέργης αποτελεί «το μέγιστο έγκλημα πολέμου», δεν ευοδώθηκαν. Γι’ αυτό και οι νομικοί σύμβουλοι του Χαλέντ θεωρούν ότι «ο αγώνας κατά της ασυλίας [του ΝΑΤΟ] αποτελεί πάνω και πρώτα από όλα ένα λαϊκό αγώνα. Είναι πολιτικός αγώνας αυτός που κάνουμε, απλώς τον ‘μεταφράζουμε’ σε νομικούς όρους».

Στις 21 Αυγούστου 2019 ο Χαλέντ ελ Χαμιντί ανακοίνωσε, μέσω των δικηγόρων του, ότι το επόμενο βήματα του είναι να καταφύγει στα γαλλικά δικαστήρια, κατά του πρώην προέδρου Νικολά Σαρκοζί και του ΝΑΤΟ.

 

 

*Η συνέντευξη Φερμόν, της οποίας δημοσιεύονται αποσπάσματα, δόθηκε στην Ιταλίδα δημοσιογράφο Marinella Correggia προ διετίας. Από το άρθρο και η φωτογραφία.