Το 2021 έληξε με μια πολύ σημαντική βιντεο-συνδιάσκεψη ανάμεσα στον Πρόεδρο των ΗΠΑ Joseph Biden και της Ρωσίας Vladimir Putin, η οποία συνέχισε αντίστοιχη συνδιάσκεψη στις αρχές του Δεκεμβρίου, καρπός της οποίας ήταν η διατύπωση των «κόκκινων γραμμών» της Ρωσίας για το τι θεωρεί αναπόσπαστο για την ασφάλειά της. Η κινητικότητα αυτή δείχνει έναν δυναμισμό εμπέδωσης αυτού του μηχανισμού επίλυσης των κρίσεων στο ανώτατο δυνατό επίπεδο χωρίς να παρεμβάλλονται «ιέρακες», οι οποίοι θα μπορούσαν δυνητικά να φέρουν προσκόμματα. Η χαρακτηριστική διαφορά μεταξύ των δύο δυνάμεων είναι η πολυπαραγοντικότητα στο πώς χαράσσεται η αμερικανική εξωτερική πολιτική σε αντίθεση με το συγκεντρωτικό πυραμιδωτό σχήμα της ρωσικής ιεραρχίας. Οι απευθείας συνομιλίες των δύο ηγετών αποσκοπούν στο να δίνονται εγγυήσεις κατόπιν συνεννοήσεως στο ανώτατο επίπεδο και μετά να διαχέονται προς τα κάτω, αντί να υπάρχει διαμεσολάβηση ποικίλων συμφερόντων.

του Διονύσιου Σκλήρη

Ο πραγματισμός του Joseph Biden δείχνει να είναι ένας καλός σύμβουλος για τη διάνοιξη νέων δυνατοτήτων συνεννόησης και παρά το έντονο ύφος στις προειδοποιήσεις σχετικά με φερόμενη εισβολή στην Ουκρανία. Η ρωσική πλευρά τονίζει κυρίως ως απότοκο των συνομιλιών το ότι δεν θα αναπτυχθούν νατοϊκά όπλα μεγάλου βεληνεκούς στην Ουκρανία. Ωστόσο, ο Νόμος για την Εθνική Άμυνα που υπέγραψε ο Πρόεδρος Biden για το 2022, και ο οποίος περιλαμβάνει αύξηση 5% στις στρατιωτικές δαπάνες, περιέχει 300 εκατομμύρια δολάρια για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό των δυνάμεων της Ουκρανίας, ενώ άλλα 150 εκατομμύρια δολάρια προορίζονται για τις χώρες της Βαλτικής και 4 δισεκατομμύρια δολάρια για την ευρωπαϊκή άμυνα, γεγονός που φανερώνει τους προσανατολισμούς της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Με την προώθηση διμερών συζητήσεων, η Ρωσία ελπίζει να βγάλει εκτός των σημαντικών διαβουλεύσεων την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για αυτό και ήταν άμεση η αντίδραση να μεταβεί ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Josep Borrell στην Ουκρανία για συνάντηση με τον Ουκρανό Υπουργό Εξωτερικών Dmytro Kuleba. H διπλωματική αρχή που διέπει τις τοποθετήσεις του Borrell είναι ότι αποτελεί αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα κάθε κυρίαρχης χώρας το να επιλέγει τις συμμαχίες της, μια αρχή που αντίκειται στο πνεύμα της θέσεως κόκκινων γραμμών από τη Ρωσία για την επέκταση του ΝΑΤΟ στα ανατολικά. Σημειωτέον ότι και στο ενεργειακό επίπεδο η νέα γερμανική κυβέρνηση με την αναστολή του αγωγού Nord-Stream 2 δείχνει να προσανατολίζεται προς την ενεργειακή απεξάρτησή της από τη Ρωσία με τρόπο πιο ριζικό από τις προηγούμενες κυβερνήσεις της Angela Merkel. Ωστόσο κατά τρόπο κατοπτρικό προς τον Joe Biden, και ο σοσιαλδημοκράτης Καγκελάριος της Γερμανίας Olaf Scholz επιδιώκει άμεση διαβούλευση με τη Ρωσία, διά του συμβούλου του Jens Plötner, παραμερίζοντας την Υπουργό Εξωτερικών Annalena Baerbock (από το κόμμα των Οικολόγων). Το σημαντικό σε κάθε περίπτωση είναι ότι ο Biden βασίζει την επίλυση του Ουκρανικού ζητήματος στη Συμφωνία του Minsk, η οποία συνεπάγεται ότι οι περιοχές της Ανατολικής Ουκρανίας με αυτονομιστές θα λάβουν διευρυμένη αυτονομία, ενώ θα παραχωρηθεί και αμνηστία σε όσους αναμίχθηκαν στον εμφύλιο. To κυρίως υποκείμενο διακύβευμα είναι πάντως το αν το ΝΑΤΟ θα επεκταθεί εντέλει στα ανατολικά, αψηφώντας τη Ρωσία και την επίδοση του τελεσιγράφου της, καθώς και το αν οι οικονομικές κυρώσεις προς τη Ρωσία είναι εντέλει λειτουργικές ή αν ωθούν στην ολοκλήρωση της σύνδεσής της με την Κίνα.

Γιατί η άλλη πλευρά του τριγώνου του πολυπολικού πλέον κόσμου μας είναι ο Σι Τζινπίνγκ, με τον οποίο ο Ρώσος πρόεδρος αναμένεται να συνυπογράψει σημαντικές συμφωνίες. Η Ρωσία αναζητεί να ισοφαρίσει με ένα άνοιγμα στην Κίνα την όπως φαίνεται ως τώρα απώλεια ενός μέρους της ευρωπαϊκής αγοράς με την αναστολή του αγωγού Nord-Stream 2 στη Βαλτική, καθώς η γερμανική κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατών, φιλελευθέρων και οικολόγων έχει αναβάλει τη συμφωνία για λόγους εσωτερικής γερμανικής νομοθεσίας. Την ίδια στιγμή, όμως, ο αγωγός Power of Siberia 2 θα μεταφέρει φυσικό αέριο από την Ανατολική Σιβηρία στην Κίνα, με αποτέλεσμα ο αποκλεισμός της Ρωσίας από την Ευρώπη να την ωθεί έτι περαιτέρω στην «αγκαλιά» της Κίνας. Οι δύο περιφερειακές δυνάμεις αναζητούν εναλλακτικές στην παντοκρατορία δυτικών τεχνολογικών μέσων, όπως το δορυφορικό σύστημα πλοήγησης GPS, με τη συνεργασία του κινεζικού BeiDou και του ρωσικού Glonass, η οποία μπορεί να αμφισβητήσει την προνομιακή παντοδυναμία του αμερικανικού μέσου.

Σε κάθε περίπτωση οι ισχυρότατες διαβεβαιώσεις των ΗΠΑ ότι, αν η Ρωσία επέμβει στην Ουκρανία, θα αντιμετωπίσει δριμείες οικονομικές κυρώσεις μπορούν να διαβαστούν και αντίστροφα, ήτοι ως ένα κλείσιμο του ματιού ότι η αντίδραση των ΗΠΑ θα είναι κυρίως οικονομική και όχι κάτι περισσότερο. Και, παρόλο που η Ρωσία μάλλον δεν έχει λόγο να επιθυμεί μια ευθεία εμπλοκή της στην κινούμενη άμμο του Ουκρανικού, αν τελικά αναγκαστεί να το κάνει, η συνέπεια μάλλον θα είναι ένας «πόλεμος δι’ αντιπροσώπων», καθώς το αποτέλεσμα των πρόσφατων συνδιασκέψεων είναι ότι οι ΗΠΑ δεν απέκλεισαν μελλοντική επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, ματαιώνοντας το ρωσικό αίτημα, αλλά ούτε και έδειξαν σπουδή αυτή η ένταξη να γίνει άμεσα, καθώς κάτι παρόμοιο θα έθετε ζήτημα ολικού ευθέως πολέμου ανάμεσα στις δύο στρατιωτικές υπερδυνάμεις, αν υπάρξει εμπλοκή στο ουκρανικό μέτωπο.

Σημειωτέον ότι περιπλοκές τόσο σε μία «entente cordiale» Biden και Putin, όσο και στη σινορωσική προσέγγιση μπορεί να προκαλέσει η έκρυθμη κατάσταση στο Καζακστάν. Το τι ακριβώς συνέβη στο Καζακστάν είναι ίσως δύσκολο ακόμη να αποτιμηθεί. Όμως, δεν θα ήταν ίσως άτοπο να επιστρατεύσουμε την ψυχαναλυτική φροϋδική έννοια του πολυκαθορισμού (overdetermination), για να δείξουμε επάλληλα στρώματα εύλογων αναγνώσεων, που δεν αποκλείουν αναγκαστικά η μία την άλλη, όπως:

α) Μία αυθεντική λαϊκή διαδήλωση από τις 2 Ιανουαρίου που προκλήθηκε από την απότομη αύξηση των τιμών των καυσίμων, τα οποία δεν μπορούσαν πλέον να προμηθευθούν οι κάτοικοι σε μια αραιοκατοικημένη χώρα.

β) Μια εργαλειοποίηση των αρχικά αυθεντικών διαδηλώσεων από ξένες δυνάμεις στο πλαίσιο ενός σχεδίου αποσταθεροποίησης. Δείγματα του σχεδίου αποσταθεροποίησης ήταν ο μαζικός εξοπλισμός των εξεγερμένων, η σπουδή για κατοχή και καταστροφή δημόσιων κτηρίων και, κυρίως, στρατηγικών σημείων της πρωτεύουσας, τα χειρουργικά χτυπήματα με μαζικούς φόνους ανθρώπων των σωμάτων ασφαλείας του Καζακστάν. Το αποφασιστικό επιχείρημα είναι ότι από αυθόρμητες λαϊκές διαδηλώσεις δεν μπορεί να προκύψει τόσο σύντομα μια παρόμοια επιτελική στρατιωτική ικανότητα. Με άλλα λόγια, η εξέγερση στο Καζακστάν θύμισε την πορεία κλιμάκωσης γεγονότων σε αντίστοιχες «έγχρωμες επαναστάσεις» σε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες (Ουκρανία, Γεωργία, Κιργιζιστάν, Αρμενία συν την αποτυχημένη στη Λευκορωσία), ενώ είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ήλθε αμέσως μετά τον διάλογο του Ρώσου και του Αμερικανού Προέδρου για την Ουκρανία ως ένας πιθανός αντιπερισπασμός. Σε αυτήν την περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε και την περίπτωση του Αφγανιστάν, που η εμπλοκή της Σοβιετικής Ένωσης στον εκεί πόλεμο το 1979-1989 σηματοδότησε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το Καζακστάν είναι, θυμίζουμε, μια χώρα μεταξύ Ρωσίας και Κίνας, απολύτως κομβική για την ευρασιατική ολοκλήρωση και για τους σύγχρονους «Δρόμους του Μεταξιού», οπότε μία δυτική σφήνα θα ήταν υπονομευτική για τη στενότερη συνεργασία των δύο ευρασιατικών δυνάμεων. Επίσης, είναι μια χώρα κατά πλειοψηφία μουσουλμανική που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αφύπνιση ενός αντιρωσικού ισλαμικού φονταμενταλισμού στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας και ίσως και εντός της. Καθώς και μια χώρα πολύ μεγάλη σε έκταση (9η μεγαλύτερη στον κόσμο) με πολλές διαφορετικές εθνότητες, η οποία θα μπορούσε να διασπαστεί κατά τη διάρκεια ενός πιθανού εμφυλίου. Δεν πρέπει βεβαίως να υποτιμώνται και τα πλούσια κοιτάσματά της σε ουράνιο.

γ) Η εξέλιξη της καταστολής της εξέγερσης καθιστά πάντως πιθανή και μια επανεργαλειοποίηση των γεγονότων, αυτή τη φορά από τη μεριά του καθεστώτος και των Ρώσων συμμάχων του. Και εδώ η αντιστοιχία είναι περισσότερο όχι με κάποια άλλην πρώην Σοβιετική δημοκρατία, αλλά με την Τουρκία του 2016 όπου υπήρξαν και οι τρεις φάσεις, ήτοι και η αυθεντική λαϊκή δυσαρέσκεια και η εργαλειοποίηση, για να έχουμε πραξικόπημα εναντίον του Recep Tayyip Erdoğan, αλλά και η αντι-εργαλειοποίηση από τον ίδιο τον Τούρκο Πρόεδρο για να κάνει μαζικές εκκαθαρίσεις αντιφρονούντων και να επανορίσει τη θέση της χώρας του στο διεθνές στερέωμα. Εν προκειμένω, ο Πρόεδρος του Καζακστάν Kassym-Jomart Tokayev βρήκε την ευκαιρία να ξεφορτωθεί τον προηγούμενο Πρόεδρο της χώρας (με αυξημένο λόγο) Nursultan Nazarbayev, που κυβερνούσε από την αρχή του ανεξάρτητου Καζακστάν μέχρι πρόσφατα, ενώ οι εκκαθαρίσεις συνεχίστηκαν στις μυστικές υπηρεσίες, όπου ο επικεφαλής φυλακίστηκε με την κατηγορία της προδοσίας. Επίσης, ταχύτατα ήταν τα αντανακλαστικά της Ρωσίας, η οποία κινητοποίησε τον Οργανισμό του Συμφώνου Συλλογικής Ασφαλείας (CSTO), προκειμένου να ελέγξει την κατάσταση στο Καζακστάν, ενώ τη σχετική εντολή έδωσε ο προεδρεύων του οργανισμού Αρμένιος Πρόεδρος Νικόλ Πασινιάν, μέχρι πρότινος φιλοδυτικός. Μετά, λοιπόν, την Αρμενία και τη Λευκορωσία μία τρίτη κρίση στην πρώην Σοβιετική Ένωση εργαλειοποιείται, για να τεθούν σε στενότερη σχέση με τη Μόσχα οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, ενώ οι εκκαθαρίσεις θα συνεχιστούν και θα περιλάβουν πιθανότατα και ανθρώπους του προηγούμενου Προέδρου Nazarbayev που είχε μια επαμφοτερίζουσα στάση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης (αλλά και Κίνας) με τη λεγόμενη «πολυμερή διπλωματία του». Η Ρωσία με τον τρόπο αυτό κατορθώνει να «καπαρώσει» τον χώρο της Κεντρικής Ασίας για τον ευρασιατικό συνασπισμό, παρουσιάζοντας μάλιστα πλεονέκτημα έναντι της «άσπονδης φίλης» Κίνας, που η σχέση αγάπης-μίσους μαζί της έχει διαρκέσει τόσο στον Ψυχρό Πόλεμο όσο και μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Το ερώτημα επανέρχεται στο πώς θα επηρεάσουν οι εξελίξεις αυτές τον διάλογο ΗΠΑ και Ρωσίας. Η Μόσχα επιθυμεί την επαναφορά μιας γεωπολιτικής νοοτροοπίας «ζωνών επιρροής» και την κατοχύρωσή της, ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω σαλαμοποίηση του πρώην Σοβιετικού χώρου, που έχει αρχίσει με την Ουκρανία και τη Γεωργία, με απόπειρες και για τη Λευκορωσία και Αρμενία. Οι Η.Π.Α. από την άλλη επιθυμούν να εξαγοράσουν χρόνο, χωρίς να έλθουν σε ευθεία σύγκρουση με τη Ρωσία, ώστε η διαδικασία της σαλαμοποίησης να συνεχιστεί. Τα δύο νέα στοιχεία σε σχέση με ό,τι συνέβαινε στην πρώτη 15ετία του 21ου αιώνα είναι ότι αφενός η Ρωσία έχει επιδείξει δείγματα ικανότητας ανάσχεσης της δυναμικής της σαλαμοποίησης με τη στενότερη πρόσδεση στο άρμα της χωρών, όπως η Λευκορωσία, η Αρμενία, τώρα και το Καζακστάν συν ότι κατήγαγε μία σχετική νίκη στη Συρία. Και αφετέρου έχει ένα αίσθημα επείγοντος, καθώς οι πολεμικές συγκρούσεις μεταφέρονται όλο και πιο κοντά της.

Από την άλλη, οι ΗΠΑ έχουν καταφέρει μέσα από τις εξελίξεις αυτές να φέρουν και πάλι πιο κοντά τους την υπονομευτική Τουρκία του Erdoğan, ο οποίος διά της νεο-τουρανικής ιδεολογίας του θεωρεί τη χώρα του ως έχουσα λόγο στην Κεντρική Ασία, την περιοχή που δεσπόζουν οι ευρασιατικές δυνάμεις της Ρωσίας, της Κίνας και του Ιράν. Η ντε φάκτο θέση Τουρκίας και Ρωσίας σε αντίπαλα στρατόπεδα παντού και δη στην Κεντρική Ασία μετά την απόσυρση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν (και παρά τις εμπορικές συμφωνίες τους) ίσως εξηγεί και μια εξέλιξη που αφορά πιο άμεσα στη χώρα μας, ήτοι την ακύρωση του αγωγού East Med στην Ανατολική Μεσόγειο και την εκπομπή του μηνύματος ότι ο τουρκικός παράγοντας δεν μπορεί να αγνοηθεί στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να του δοθεί ένας τρόπος να αποκτήσει ενεργειακή ανεξαρτησία από τη Ρωσία. Ο κρίσιμος, λοιπόν, διάλογος αυτού του μήνα λαμβάνει χώρα σε ένα μεταιχμιακό πεδίο όπου ένας μονοπολικός κόσμος έχει παρέλθει και ένας πολυπολικός δυσκολεύεται να ανατείλει.