της Eylem Yanardagoglu*
Αυτή ήταν η πρώτη μου «διαδικτυακή» εμπειρία πραξικοπήματος. Ξεδιπλωνόταν μπροστά στα μάτια μου σε τρεις οθόνες: στην τηλεόραση, το τάμπλετ και το κινητό μου τηλέφωνο. Ενημερωνόμουν συνέχεια από τα κοινωνικά δίκτυα και τις συνομιλίες στα τσατ μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, ενώ πανικοβαλλόμουν από τις εκρήξεις των αεροπλάνων που έκαναν χαμηλές πτήσεις πάνω από το σπίτι μου. Την επόμενη μέρα και τις πολλές ημέρες που ακολούθησαν, συγκλονισμένη παρακολουθούσα την ακατάπαυστη 24ωρη δημοσιογραφική κάλυψη.
Το πραξικόπημα δεν έκοψε τη σύνδεση στο διαδίκτυο. Προσπάθησε, όμως, να διαταράξει την ευρύτερη τηλεπικοινωνιακή υποδομή. Στην Κωνσταντινούπολη, μια ομάδα στρατιωτών προσπάθησε να πάρει τον έλεγχο του ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού CNNTurk και να σταματήσει τη μετάδοση. Πέτυχαν ακριβώς το αντίθετο. Η απόπειρά τους μεταδόθηκε ζωντανά σε εκατομμύρια θεατές. Οι συντάκτες του διαδικτυακού CNNTurk μετέδωσαν ζωντανά την είδηση στο Facebook σε εκατοντάδες χιλιάδες followers. Τα βίντεο τους εκτιμάται ότι μόνο μέσω Facebook τα είδαν 8,5 εκατομμύρια άνθρωποι.
Ο πρόεδρος Ερντογάν που απεχθανόταν το twitter, θεωρώντας το «απειλή», και περιφρονούσε τις νέες πλατφόρμες, κατέφυγε στο διαδίκτυο και τα νέα Μέσα για να μιλήσει. Τη νύχτα εκείνη απευθύνθηκε στο έθνος μέσω του τηλεφώνου της συντάκτριας του CNNTurk, που το κρατούσε μπροστά στην κάμερα μαζί με ένα μικρόφωνο. Τι ειρωνεία όμως, μιας και το CNNTurk -αδειοδοτημένο από το CNN- ανήκει στον όμιλο Doğan Media, στον οποίο ο κ. Ερντογάν ασκούσε από το 2007 έντονες οικονομικές πιέσεις με την επιβολή σημαντικών φορολογικών προστίμων, επειδή είχε κριτική στάση απέναντι στις πολιτικές του κόμματος του ΑΚΡ. Η χρήση του Facetime χαρακτηρίστηκε από το CNNTurk ως «παγκόσμιο δημοσιογραφικό επίτευγμα» και «κάλεσμα για δημοκρατία». Για κάποιους σχολιαστές-φαν της τεχνολογίας, η χρήση του διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων «ενίσχυσε τη δημοκρατία» και συγκράτησε τη δύναμη του στρατού εκείνη τη νύχτα.
Η Τουρκική Ένωση Δημοσιογράφων εκτιμά ότι μέχρι το τέλος του Ιουνίου του 2017 φυλακίστηκαν 159 δημοσιογράφοι και έκλεισαν περίπου 200 Μέσα ενημέρωσης. Είναι δύσκολο να αιτιολογήσεις όλες τις περιπτώσεις, αλλά οι κατηγορίες συνήθως περιλαμβάνουν τον ισχυρισμό ότι [οι δημοσιογράφοι] ήταν μέλη μιας ένοπλης οργάνωσης που συνωμοτούσε εναντίον της κυβέρνησης και ότι έκαναν τρομοκρατική προπαγάνδα. Έντεκα δημοσιογράφοι της Cumhuriyet, της παλαιότερης εφημερίδας στην Τουρκία, φυλακίστηκαν για πάνω από 250 ημέρες. Στις 20 Ιουλίου του 2016 κηρύχθηκε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης (OHAL) για τρεις μήνες. Εξακολουθεί να ισχύει μέχρι και σήμερα.
Η πρώτη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση στην Τουρκία εκδιώχθη από την πρώτη στρατιωτική επέμβαση το 1960. Οι ηγέτες της, οι οποίοι κατηγορήθηκαν μεταξύ άλλων για κατάχρηση ραδιοφωνικών εκπομπών για προπαγάνδα, αργότερα εκτελέστηκαν. Η TRT (Τουρκική Δημόσια Ραδιοφωνία και Τηλεόραση) ιδρύθηκε την περίοδο μετά το πραξικόπημα ως ένας αυτόνομος δημόσιος τηλεοπτικός σταθμός, αλλά έχασε την αυτονομία της στη δεύτερη στρατιωτική επέμβαση στις 12 Μαρτίου 1971. Τελικά μετατράπηκε σε ένα φερέφωνο των κυβερνήσεων. Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980 έθεσε επίσης υπό στενό έλεγχο τα έντυπα και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα.
Η εισαγωγή των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών, μετά το πραξικόπημα, άνοιξε το δρόμο για τις επιχειρηματικές ελίτ που επένδυσαν στον τραπεζικό τομέα και στις κατασκευές και ανέλαβαν τον έλεγχο μέσων μαζικής ενημέρωσης, ώστε να αποκτήσουν πνευματική και πολιτική επιρροή. Η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας δημιούργησε μια αλληλεξάρτηση μεταξύ του κράτους και των ΜΜΕ. Οι δημοσιογραφικές αξίες υπονομεύονταν από τις πελατειακές σχέσεις, καθώς οι ιδιοκτήτες των Μέσων εξαρτιόνταν από κρατικά δάνεια και επιδόματα. Η Τουρκία κατείχε ένα από τα χειρότερα ρεκόρ στην ελευθερία του Τύπου τις δεκαετίες 1980 και 1990.
«Δεν θα ασκείς κριτική». Σκίτσο του Κάρλος Λατούφ με τον Ερντογάν σαν άλλον Θεό που περνάει χειροπέδες στον Τύπο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ο Πρόεδρος Ερντογάν ήρθε στην εξουσία για πρώτη φορά, ήταν υπερασπιστής της ελευθερίας του λόγου. Πολλές μεταρρυθμίσεις εισήχθησαν, στο πλαίσιο της διαδικασίας εναρμόνισης με την ΕΕ, ώστε τα Μέσα να είναι πιο ελεύθερα. Το 2008, στη δεύτερη θητεία του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKΡ), το Συνταγματικό Δικαστήριο επέβαλε στους ηγέτες του AKP ένα βαρύ πρόστιμο για δραστηριότητές του που δεν ταίριαζαν με τις αρχές ενός κοσμικού κράτους. Το δικαστήριο, όμως, δεν απαγόρευσε το ίδιο το AKP. Οι ηγέτες του ΑΚΡ πίστευαν ότι η δυσφήμισή τους προερχόταν από τα κοσμικά, κεμαλικά ΜΜΕ. Ο κ. Ερντογάν, σε έναν φημισμένο λόγο του, αμφισβήτησε ανοιχτά τις εκδοτικές γραμμές των μέσων ενημέρωσης που δεν υποστηρίζουν τις πολιτικές του ΑΚΡ και κάλεσε το κοινό «να μην διαβάζει» τέτοιες εφημερίδες. Εκείνη την περίοδο, στήθηκαν μίντια φιλικά προσκείμενα στο ΑΚΡ από επιχειρηματίες φιλικά προσκείμενους στο ΑΚΡ.
Μέχρι το τέλος του 2013, το κίνημα υπέρ του Γκιουλέν που είναι γνωστό ως Τρομοκρατική Οργάνωση Φετουλάχ (FETO) και θεωρείται ο εγκέφαλος πίσω από το αποτυχημένο πραξικόπημα, υποστήριζε μέσα ενημέρωσης όπως τα Zaman, Bugün, Taraf, τα οποία θεωρούνταν ότι υποστήριζαν τις πολιτικές του ΑΚΡ. Τα μίντια του κινήματος, που τώρα έχουν απαγορευτεί, θεωρήθηκαν ενορχηστρωτές της χειραγώγησης μιας συγκεκριμένης ατζέντας μέσω δημοσιογράφων και μέσω της χρήσης συχνά κατασκευασμένων στοιχείων που διέρρεαν. Οι συντάκτες της εφημερίδας Taraf, οι οποίοι είναι τώρα στη φυλακή, το 2011 είχαν βάλει τον γνωστό πια τίτλο: «Δεν συνελήφθησαν επειδή έκαναν δημοσιογραφία», για τους δημοσιογράφους Αχμέτ Σικ και Νεντίμ Σενέρ που ερευνούσαν το κίνημα Γκιουλέν. Η κάλυψη της Taraf αυτή την περίοδο συνεχίζει να προκαλεί μεγάλες συζητήσεις μεταξύ των ανθρώπων των μίντια σχετικά με τη δημοσιογραφική ακεραιότητα, την ευθύνη και την ελευθερία των ΜΜΕ.
Στο τέλος του 2013, όταν διέρρευσαν στο διαδίκτυο ηχογραφημένες συνομιλίες πολιτικών, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου, αποκαλύπτοντας σκάνδαλα διαφθοράς, οι Αρχές πίστεψαν ότι οι υποστηρικτές του Γκιουλέν διέρρευσαν τις ηχογραφήσεις για να ανατρέψουν την κυβέρνηση. Εκείνη την περίοδο, το YouTube και το Twitter μπλοκαρίστηκαν πολλές φορές και οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας Zaman συνελήφθησαν. Από το 2013 και μετά, πολλοί δημοσιογράφοι έχασαν τη δουλειά τους.
Τους πρώτους έξι μήνες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, 5 πρακτορεία ειδήσεων, 23 ραδιόφωνα, 62 εφημερίδες, 19 περιοδικά και 29 τυπογραφεία και δίκτυα διανομής έκλεισαν με την υποψία συνεργασίας με τον Γκιουλέν
Αφού κηρύχθηκε η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF) δημοσίευσαν μια έκθεση σχετικά με την εκκαθάριση στα ΜΜΕ. Στα τρία κυβερνητικά διατάγματα που εισήχθησαν κατά τη διάρκεια των πρώτων έξι μηνών μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, 5 πρακτορεία ειδήσεων, 23 ραδιόφωνα, 62 εφημερίδες, 19 περιοδικά και 29 τυπογραφεία και δίκτυα διανομής έκλεισαν με την υποψία «συνεργασίας» με τον Γκιουλέν. Ένα από τα εκτελεστικά διατάγματα διέταξε το κλείσιμο 20 φιλο-κουρδικών, αριστερών και αντικυβερνητικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών και απαγόρευσε την πρόσβαση στα website τους.
Στις 14 Ιουνίου 2017, κατά τον ιερό μήνα του Ραμαζανιού, ο δημοσιογράφος και βουλευτής του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), Ένις Μπερμπέρογλου, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλάκιση για δημοσιεύματά του στην εφημερίδα Cumhuriyet, που υπαινίσσονταν ότι τα φορτηγά της Εθνικής Μυστικής Υπηρεσίας (MİT) μετέφεραν όπλα σε τζιχαντιστές στη Συρία. Ο τότε αρχισυντάκτης της Cumhuriyet, ο Τζαν Ντουντάρ, είχε επίσης κατηγορηθεί για τη δημοσίευση αυτών των εγγράφων. Ο Ντουντάρ έφυγε από την Τουρκία αφού βγήκε από τη φυλακή.
Στις 17 Ιουνίου, ο πρόεδρος Ερντογάν κάλεσε σε δείπνο περίπου 180 δημοσιογράφους και εκπροσώπους των Μέσων. Τους είπε ότι, όταν ταξιδεύει στο εξωτερικό, δέχεται κριτική για τον υψηλό αριθμό φυλακισμένων δημοσιογράφων στην Τουρκία, αλλά ότι στην πραγματικότητα, μόνο δύο από αυτούς φέρουν την επίσημη δημοσιογραφική ταυτότητα και κρατούνται κυρίως, γιατί έχουν σχέση με τρομοκρατικές οργανώσεις.
«Αν το πραξικόπημα είχε πετύχει, τηλεοπτικοί σταθμοί και εφημερίδες θα έκλειναν, δημοσιογράφοι θα φυλακίζονταν και η δημοσιογραφία θα μιλούσε από μία και μόνη σκοπιά. Το πραξικόπημα απέτυχε. Αλλά για να δούμε τι έγινε μετά»
Από τον περασμένο Ιούλιο, πολλοί δημοσιογράφοι είτε έχουν καταδικαστεί και φυλακιστεί είτε έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Ο αγώνας για την ελευθερία του Τύπου συνεχίζεται, καθώς η Τουρκία εξακολουθεί να κατέχει το παγκόσμιο ρεκόρ για τον μεγαλύτερο αριθμό δημοσιογράφων στη φυλακή.
Σε μια ιδιωτική μας συζήτηση, ένας δημοσιογράφος της αριστερής εφημερίδας Evrensel μού είπε:
«Αν είσαι έμπειρος δημοσιογράφος, ξέρεις τι θα έπρεπε να περιμένεις αν το πραξικόπημα είχε πετύχει: Τηλεοπτικοί σταθμοί και εφημερίδες θα έκλειναν, δημοσιογράφοι θα φυλακίζονταν και η δημοσιογραφία θα μιλούσε από μία και μόνη σκοπιά. Το πραξικόπημα απέτυχε. Αλλά για να δούμε τι έγινε μετά: Τα αντικυβερνητικά μίντια έκλεισαν, οι δημοσιογράφοι συνελήφθησαν.
»Εκτός από μια-δυο εφημερίδες και websites, δεν υπάρχουν άλλα Μέσα που μπορούν να πουν τις ειδήσεις λίγο διαφορετικά. Όλοι τα λένε από την ίδια πλευρά. Δεν ήταν ποτέ εύκολο να κάνεις δημοσιογραφία στην Τουρκία. Αλλά υπήρχαν κάποια ψήγματα νομιμότητας. Τώρα χάθηκε κι αυτό. Εγώ καταδικάστηκα σε φυλάκιση με αναστολή.
»Το μόνο που κάναμε ήταν να καλύπτουμε τις ειδήσεις για το τι συνέβαινε σε κουρδικές πόλεις. Δεν θυμάμαι ποτέ να ήταν τόσο δύσκολο να γράψεις, να κάνεις ένα ποστ στο facebook. Τώρα σκέφτομαι πάντα δυο φορές πριν να γράψω την κάθε μου λέξη. Οι δημοσιογράφοι δολοφονούνταν τη δεκαετία του '90. Σήμερα δολοφονείται η δημοσιογραφία. Θα πρέπει να κλαίμε για αυτό. Αν σταματήσω να κάνω δημοσιογραφία, θα θάψω την αλήθεια. Πιστεύω ότι χρειάζεται αλληλεγγύη μεταξύ αναγνωστών και δημοσιογράφων για να ξεπεράσουμε αυτές τις μαύρες μέρες.»
Οι επικριτές της κυβέρνησης πιστεύουν ότι το τρέχον κλίμα κατά των δημοσιογράφων δεν στοχεύει μόνο τα ΜΜΕ και τους εργαζόμενους σε αυτά, αλλά δίνει ένα ισχυρό μήνυμα ότι δεν μπορούν πλέον να κάνουν δημοσιογραφία, αν δεν την ασκούν με τον τρόπο που θέλουν οι Αρχές.
Στην Τουρκία, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα διαμόρφωναν ανέκαθεν το σκηνικό της ενημέρωσης και τους θεσμούς που προέκυπταν μετά τις στρατιωτικές επεμβάσεις. Το περσινό αποτυχημένο πραξικόπημα μπορεί να το παρακολουθήσαμε στην τηλεόραση, στο twitter και το facetime, αλλά ένα χρόνο μετά, κοιτάζοντας τα επακόλουθά του, μένω με την αίσθηση ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τα παιδικά μου χρόνια.
*Η Eylem Yanardagoglu είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Νέων Μέσων του Πανεπιστημίου Kadir Has στην Κωνσταντινούπολη.