Παράλληλα, αναπτύσσοντας το σκεπτικό της Έκθεσης, ο Μ. Ντράγκι υπερασπίστηκε την πολιτική της ΕΚΤ το καλοκαίρι του 2014, κρίνοντας πως τα μέτρα που ελήφθησαν τότε, ήταν αποτελεσματικά στο να οδηγήσουν σε ευρεία χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης, τόνωση της τραπεζικής πίστης και τελικά, σε στήριξη των διαδικασιών ανάκαμψης της ευρωζώνης· αποδείχτηκαν ωστόσο ανεπαρκή σε ό,τι αφορά τη σταθερότητα των τιμών.
Σε κάθε περίπτωση, αν δεν είχαν ληφθεί τα μέτρα αυτά, «η ευρωζώνη θα είχε οδηγηθεί πέρυσι σε αποπληθωρισμό και οι τιμές θα είχαν κατακρημνιστεί ακόμα ταχύτερα – η δε ανάπτυξη θα ήταν χαμηλότερη» υπογράμμισε.
Ο στόχος για τον πληθωρισμό
Χωρίς την πολιτική τόνωσης, υπήρχε συγκεκριμένος κίνδυνος, με την ποσοτική χαλάρωση να μην πλησιάσουμε τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% για τον πληθωρισμό. Γι' αυτό αποφασίσαμε να προσαρμόσουμε τη νομισματική μας πολιτική, μειώσαμε και πάλι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από πλευράς της ΕΚΤ στο -0,3% και η καταληκτική προθεσμία για τις αγορές κάθε μήνα, προβλέπεται για τα τέλη Μαρτίου 2017, ενώ παράλληλα θα επανεπενδύσουμε τις βασικές πληρωμές από τα αποκτηθέντα στοιχεία ενεργητικού, μόλις ωριμάσουν και για όσο χρειαστεί, εξήγησε ο Μ. Ντράγκι.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ τόνισε στη συνέχεια ότι συχνά αλλάζουν τα δεδομένα, τόσο αυτά που αφορούν την ανάπτυξη όσο και αυτά για τους κινδύνους ύφεσης, αλλά και αυτά που αφορούν την ανασφάλεια σε σχέση με τις αναπτυξιακές προοπτικές των αναδυόμενων οικονομιών.
Τον Μάρτιο οι αποφάσεις
Αναφερόμενος στο άμεσο μέλλον δεν απέκλεισε την πιθανότητα αναθεώρησης των επιλογών της ΕΚΤ τον επόμενο μήνα: «Στην τελευταία συνεδρίαση, τον Ιανουάριο, κρίναμε ότι θα μπορούσε να απαιτηθεί αναθεώρηση, επανεξέταση και επαναπροσδιορισμός της νομισματικής μας πολιτικής στις αρχές Μαρτίου, όταν οι νέες μακροοικονομικές προβλέψεις θα είναι στη διάθεσή μας» τόνισε.