Του Γιώργου Κολέμπα
[email protected], http://www.topikopoiisi.eu/
Αυτές ακριβώς οι αλλαγές συμπεριφοράς (σε επίπεδο τομέα), ήταν σε θέση να αντισταθμίσουν, τα τελευταία χρόνια, τις ευεργετικές επιπτώσεις της αυξημένης αποτελεσματικότητας των αυτοκινήτων (σε επίπεδο προϊόντος). Το αποτέλεσμα αυτό καλείται άμεσο «φαινόμενο αναπήδησης» («rebound effect») ή «δίλημμα αποδοτικότητας», το οποίο σημαίνει ότι «καταναλώνουμε περισσότερο συνολικά» (π.χ. οδηγώντας περισσότερα χιλιόμετρα κάθε μέρα).
Πέρα από τον χώρο της αυτοκίνησης, το φαινόμενο της αναπήδησης εμφανίζεται γενικότερα σε κάθε τομέα όταν γίνονται αλλαγές από την πλευρά της προσφοράς (στο επίπεδο του προϊόντος ή της τεχνολογίας) χωρίς να γίνει συζήτηση για αλλαγή από την πλευρά της ζήτησης (στην κατανάλωση δηλαδή που αφορά στον τομέα ή στην συνολική οικονομία). Αυτός είναι ο λόγος που οφείλουμε, όταν συζητάμε για την ενεργειακή αποδοτικότητα, να εξετάζουμε επίσης τις κοινωνικές και βιοφυσικές διαστάσεις της χρήσης ενέργειας.
Ο μύθος της «αποϋλοποίησης» των ανεπτυγμένων οικονομιών
Ένας άλλος μύθος είναι η «αποϋλοποίηση» των οικονομιών στις ανεπτυγμένες χώρες, που θεωρείται ότι συντελέιται όταν οι δραστηριότητες του τριτογενούς τομέα παροχής υπηρεσιών αυξάνονται και υπεβαίνουν ως ποσοστό του ΑΕΠ τις παραγωγικές δραστηριότητες στον πρωτογενή ή/και δευτερογενή τομέα της οικονομίας. Και αυτό με το επιχείρημα ότι οι δραστηριότητες στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα είναι ενεργειακά πιο εντατικές.
Για την ενεργειακή απόδοση χρησιμοποιείται ο λεγόμενος συντελεστής οικονομικής ενεργειακής έντασης (Εconomic Εnergy Ιntensity, EEI), που είναι ο λόγος μεταξύ της τελικής ενέργειας που καταναλώνεται από την οικονομία και του εγχώριου ΑΕΠ (E / ΑΕΠ = ΕΕΙ). Εξετάζοντας το EEI και το ΑΕΠ στις ανεπτυγμένες οικονομίες, πολλοί καθησυχάζονται με ένα φθίνοντα EEI και ένα αυξανόμενο ΑΕΠ. Για την αντιμετώπιση όμως των εξωτερικών περιορισμών που καθορίζουν τη βιωσιμότητα της οικονομικής διαδικασίας (δηλαδή τους περιορισμένους φυσικούς πόρους), πρέπει να συγκρίνουμε το σχετικό μέγεθος της κοινωνίας με το μέγεθος των διαθέσιμων περιβαλλοντικών υπηρεσιών.
Έχουμε διαφορετική εικόνα αν σχετίσουμε την κατακεφαλή κατανάλωση ενέργειας με το κατα κεφαλήν ΑΕΠ, όπου η καμπύλη δείχνει σαφώς ότι η οικονομία μεγεθύνεται μέσω της αύξησης της κατά κεφαλή κατανάλωσης ενέργειας, αντανακλώντας τις μεταβολές στην κατανάλωση ενέργειας.
Από τους δύο παραπάνω μύθους συμπεραίνουμε δύο πράγματα. Πρώτον, από μόνη της η επιδίωξη της αυξημένης ενεργειακής απόδοσης και της τεχνολογικής προόδου δεν είναι επαρκής, αφου δεν αποτελεί μια αποτελεσματική στρατηγική για την επίλυση της ενεργειακής κρίσης. Δεύτερον οι κοινωνικές και βιοφυσικές διαστάσεις (π.χ. μέγεθος πληθυσμού, ενέργεια που καταναλώνεται κατά κεφαλή, κ. λπ.) είναι επίσης σημαντικές για να κατανοήσουμε και να σχεδιάσουμε αλλαγές.
Αν δεν γίνουν προσπάθειες στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο και στο πεδίο της ατομικής και κοινωνικής συνείδησης για αλλαγές στο παραγωγικό και καταναλωτικό πρότυπο, καθώς και στο πρότυπο των αναγκών και το αξιακό σύστημα των πολιτών-καταναλωτών, δεν μπορεί να υπάρξει επιτυχημένη ενεργειακή μετάβαση μόνο μέσω της τεχνολογικής καινοτομίας.
Αυτό είναι και το σκεπτικό πίσω από το πρόταγμα της «αποανάπτυξης», που μεταξύ των στόχων του έχει και την επίτευξη υψηλότερης ενεργειακής απόδοσης στις «αποαναπτυξιακές» οικονομίες.
Η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα: Αέναη «ανάπτυξη», υπερκαταναλωτισμός και τεχνοφασισμός-κατάρρευση ή «αποανάπτυξη», άμεση δημοκρατία και βιωσιμότητα-ευζωία.
H στήλη (φιλ≠) ελευθέρως παίρνει θέση σε ζητήματα επικαιρότητας από ριζοσπαστική σκοπιά. Η σύνταξη της στήλης γίνεται συλλογικά από τη συντακτική της ομάδα και είναι ανοιχτή σε κάθε ενδιαφερόμενο. Για αποστολή προτεινόμενων κειμένων προς δημοσίευση ή και επικοινωνία με τη συντακτική ομάδα της στήλης μπορείτε να μας αποστέλλετε e-mail στο [email protected]