Το κείμενο βασίζεται στις σημειώσεις της ομιλίας μου στην παρουσίαση του βιβλίου στο Redn’Noir. 

Το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα αποτελεί κατά την άποψή μου μία πολύ σημαντική συνεισφορά στην συζήτηση για την ένοπλη πάλη. Ο λόγος είναι ότι πολύ απλά παρουσιάζει μεθοδικά, τεκμηριωμένα και νηφάλια ένα από τα κατεξοχήν ζητήματα που ποτέ δεν συζητούμε ούτε μεθοδικά, ούτε τεκμηριωμένα, ούτε νηφάλια: το ένοπλο.

Ξεκινά με μία πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση για την έννοια της ελευθερίας στο πλαίσιο των σύγχρονων δημοκρατικών καθεστώτων. Ο επίσημος λόγος για την τρομοκρατία προσπαθεί να μας πείσει πως υπάρχει μία προσπάθεια εξισορρόπησης δύο ανταγωνιστικών αξιών, της ελευθερίας και της ασφάλειας. Όμως, λέει η Τσουκαλά:

“η δημοκρατία είναι το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η ασφάλεια. Δεν είναι ένα θεωρητικά ίσο με την ασφάλεια σύνολο αξιών που μπορούν να θυσιαστούν, αν αυτό κριθεί αναγκαίο από τους κυβερνώντες”.

Αυτή είναι όμως η ιδεολογική διαχείριση του τρόμου στον υποτιθέμενο πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας. Για να περάσω σε έναν άλλον στοχαστή της πολιτικής βίας, που θα μου επιτρέψετε να πω ότι είναι πιο διάσημος από τη Νατάσα Τσουκαλά, ο Γιάννης Πρετεντέρης έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο Η αναμέτρηση. Ζωή και θάνατος της 17 Νοέμβρη. Εκεί λέει ότι η αναμέτρηση της δημοκρατίας με τους εχθρούς της είναι τόσο παλιά όσο η ίδια η δημοκρατία.

Να προσέξουμε λίγο το λεξιλόγιο εδώ: είναι από τη μία μεριά η δημοκρατία και από την άλλη μεριά οι εχθροί της. Έχει ενδιαφέρον ότι λίγο παρακάτω χρησιμοποιεί ένα απόφθεγμα της Θάτσερ, που λέει ότι “το έγκλημα δεν είναι πολιτική, είναι έγκλημα”. Δεν τον προβλημάτισε το στιγμιότυπο κατά το οποίο η Μάργκαρετ Θάτσερ αγόραζε ακριβό ουίσκι για να πάει δώρο στο φίλο της τον Πινοσέτ όταν ήταν αυτός στο Λονδίνο. Αν τον είχε προβληματίσει, τότε θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε ένα τουλάχιστον πράγμα με τον Γιάννη Πρετεντέρη, ότι το ζήτημα είναι πιο πολύπλοκο από το να αποφανθούμε ότι στη μία μεριά είναι η δημοκρατία και στην άλλη οι εχθροί της.

Το ζήτημα είναι ποιος νιώθει ο καθένας εχθρούς και φίλους. Γιατί αν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, θα καταλάβουμε και για ποιον λόγο οι εμπρηστικές επιθέσεις σε αυτοσχέδια τζάμια δεν έχουν διωχθεί με βάση το άρθρο 187A ΠΚ, όπως γράφει πάλι η Τσουκαλά, υποτίθεται διότι δεν πρόκειται για επίσημα τέμενη και διότι δεν θεωρείται ότι αποσκοπούν στον εκφοβισμό του πληθυσμού. Στην πραγματικότητα, καταλαβαίνουμε, αυτό οφείλεται στο ότι η εφαρμογή του νόμου δεν είναι μαθηματικά, αλλά προκύπτει από πολιτικούς συσχετισμούς και προκαταλήψεις.

Από αυτήν την άποψη είναι πικρά και ειρωνικά διασκεδαστική η αμηχανία των αμερικανικών διωκτικών αρχών κατά την προσπάθειά τους να διατυπώσουν έναν γενικά αποδεκτό ορισμό της τρομοκρατίας. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούσε να βρεθεί καμιά διατύπωση η οποία να μην περιγράφει ταυτοχρόνως και τα εγκλήματα της κρατικής τρομοκρατίας, όταν για παράδειγμα το υπουργείο εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών λέει ότι “τρομοκρατία διαπράττεται εκ μέρους παράνομων και συνωμοτικών ομάδων που επιδιώκουν να επηρεάσουν ένα κοινό”,  και εύλογα μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι αυτό μπορεί κάλλιστα να ειπωθεί και για τις μυστικές υπηρεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το πρώτο ζήτημα που με απασχόλησε στο βιβλίο είναι η φονική βία. Όπως διαβάζουμε εδώ, το κράτος και με τον επικοινωνιακό του μηχανισμό, δηλαδή την τηλεόραση, αλλά και με το νομικό του μηχανισμό, δηλαδή τις προβλέψεις της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, δεν διακρίνει ανάμεσα σε αδικήματα χαμηλότερης σε υψηλότερης έντασης όταν αποδίδεται τρομοκρατική πρόθεση. Με βάση την ψευδοθεωρία, όπως την ονομάζει η Τσουκαλά, του σπασμένου παραθύρου, η βαρύτητα της πράξης είναι ξαφνικά αδιάφορη, με αποτέλεσμα τα δελτία ειδήσεων να μπορούν με τους δραματικότερους τόνους και την ακόμη δραματικότερη μουσική που διαθέτουν να παρουσιάζουν την είδηση ότι κάποιος μοίρασε φυλλάδια.

“Σε απόλυτη τιμή, μας λέει η Τσουκαλά, οι περισσότερες από τις πράξεις αυτές συνιστούν αδικήματα ήσσονος βαρύτητας, δεδομένου ότι προκάλεσαν υλικές μόνο ζημιές, συχνά περιορισμένης έκτασης” (σ.49).

Εκεί έγκειται και η σημασία της υποτιθέμενης πεποίθησης της αστυνομίας ότι υπάρχει “διαγενεακη συνέχεια” στην τρομοκρατία. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι με διάφορους εντυπωσιακούς τίτλους για τον “έμπειρο καθοδηγητή πίσω από τις βόμβες” και τους παροπλισμένους τρομοκράτες της 17 Νοέμβρη που καθοδηγούν τους καινούργιους, δημιουργείται η εικόνα ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια συνέχιση της τρομοκρατίας όπως την ξέραμε.

Σε αυτή την περίπτωση θα ήταν σημαντικό κατά την άποψή μου να ρωτήσουμε πολύ απλά πόσους έχει σκοτώσει το ένοπλο αυτής της γενιάς. Υπάρχουν δηλαδή ενεργές ομάδες του αντάρτικου πόλης αυτή τη στιγμή οι οποίες σχεδιάζουν και διεκπεραιώνουν επιθέσεις κατά της ζωής; Που μελετούν τον συγχρονισμό των φαναριών για να οργανώσουν σχέδιο διαφυγής μετά από δολοφονικά χτυπήματα, όπως βλέπουμε σε αυτές τις αστυνομικές περιγραφές του βιβλίου του Κουφοντίνα; Ο Σάββας Ξηρός έχει δώσει μία συνέντευξη που δημοσιεύεται σε βιβλίο υπό τον τίτλο “Πολιτική ευθύνη” στην οποία απαντά στην ερώτηση αν έχει μετανιώσει για τη δράση του, λέγοντας “θα ήθελα να μην έχω κάνει φόνο. Όλα τα άλλα παλεύονται. Αυτό όχι”.

Οι επιθέσεις κατά της ζωής αποτελούν από ηθική και πολιτική άποψη ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, για το οποίο έχω γράψει με άλλη αφορμή. Δεν είναι πάντως το κοινωνικό φαινόμενο με το οποίο βρισκόμαστε αντιμέτωποι αυτή τη στιγμή.

Το δεύτερο ζήτημα είναι ο περίφημος μηδενισμός των αναρχικών προκηρύξεων και δράσεων της εποχής μας. Η Τσουκαλά αναφέρεται εκτενώς σε διάφορες πτυχές αυτού του φαινομένου και κυρίως στην ευγενικά διατυπωμένη κριτική ότι αν δεν συνοδεύονται αυτές οι ιδέες από μία ριζική κριτική της πολιτικής εξουσίας και ένα σχέδιο αλλαγής του κόσμου, πρόκειται για φαινόμενα που εξαντλούνται στο πεδίο της υπαρξιακής δικαίωσης των ανταρτών.

Βεβαίως αυτό μπορεί να είναι σημαντικό για τους ίδιους, λέει το επιχείρημα, αλλά είναι πολιτικά απρόσφορο, αν δεν είναι και επιζήμιο. Η Νατάσα είναι πολύ προσεκτική στις διατυπώσεις της σε αυτό το σημείο, εγώ εκφράζω κάπως πιο ωμά τη διαμάχη για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε ποιο ακριβώς είναι το θέμα στο οποίο καλούμαστε να σκεφτούμε και να πάρουμε θέση.

Ως προς αυτό το σημείο,  κατανοώ πολιτικά το επιχείρημα που λέει ότι ο κόσμος αλλάζει με τις τεκτονικές αναταραχές που συμβαίνουν στο επίπεδο της κοινωνίας και όχι κάθε φορά που κάποιος παίρνει ένα όπλο και προσπαθεί να δολοφονήσει έναν βασιλιά. Όμως συχνά καταλήγει η Αριστερά να προσποιείται ότι δεν θυμάται πως καμμία ιστορική αλλαγή δεν έχει συμβεί αναίμακτα, συνεπώς η άρνηση της βίας σε επίπεδο αδιαπραγμάτευτης αρχής, είναι πολιτικά παράλογη. Περισσότερο θα είχε νόημα σε αυτή την περίπτωση να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα περιπτωσιολογικά, ή όπως λέγεται υποτιμητικά: α λα καρτ.

Έχω πολύ μεγάλη κατανόηση για τη φράση “Δεν περιμένουμε τα προλεταριακά υποκείμενα που ζητούν καλύτερο μισθό να ξυπνήσουν”, που παρατίθεται στο βιβλίο από προκήρυξη. Θα ήθελα να μου επιτραπεί να εκφράσω μία στάση πιο ανάμεικτη, ενδιάμεση και προσωπική. Αν παίρναμε την πιο ωμή εκδοχή αυτών των επιχειρημάτων όπως διατυπώνεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα, θα έλεγα ότι σε σχέση με τους καθώς πρέπει επαναστάτες που φροντίζουν να μη διασύρουν την τιμή της εργατικής τάξης παρανομώντας, κοιτάζω συχνά με θετικότερη ματιά αυτούς που έχουν επιλέξει να ζουν σε συνθήκες υψηλότερης θερμοκρασίας από τον περίγυρό τους. Ένα κομμάτι αυτής της κριτικής λέει πως είναι αδύνατο να συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν και κανείς να μην τριγυρίζει στο δρόμο μέρα μεσημέρι ουρλιάζοντας και σπάζοντας σανίδια στο κεφάλι του. Ούτε εγώ το καταλαβαίνω αυτό. Πώς γίνεται να είναι όλοι τόσο κόσμιοι; Τόσο ήρεμοι; Δίπλα στη Μόρια και το θέαμα ενός αστυνομικού που χαιρετά υπηρεσιακά έναν υπόδικο πρόεδρο ποδοσφαιρικής ομάδας, το ερώτημα είναι πως μπορεί κανείς μη λυσσάει.