Ακόμα αναφέρει ότι το πλαίσιο για τη «διαδικασία άρσης του απορρήτου είναι ελλιπές και παρίσταται επιτακτική η ανάγκη για εκσυγχρονισμό και εξαντλητική ρύθμισή του σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Εν τούτοις ο διακηρυσσόμενος στόχος δεν επιτυγχάνεται όσον αναφορά τις διατάξεις που αποσκοπούν στην διακρίβωση των ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων».

Μεταξύ άλλων συμπληρώνει πως «το προωθούμενο νομοσχέδιο αποκλίνει από τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καθώς δεν προβλέπεται η απαιτούμενη ειδική αιτιολογία της διάταξης άρσης του απορρήτου και επίσης σε σχέση με την στόχευση της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, όταν το μέτρο λαμβάνεται εις βάρος κατηγορουμένου ή και κατά τρίτου προσώπου, περιλαμβανομένου και του αμέτοχου στο έγκλημα, σύμφωνα με την ειδικότερη πρόβλεψη της παρ. 4 του άρθρου 254 ΚΠΔ».

Μάλιστα «το περιεχόμενο της διάταξης άρσης του απορρήτου, ελλείπει ως στοιχείο της το αντικείμενο του μέτρου της άρσης, εάν δηλαδή αφορά το περιεχόμενο ή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας («δεδομένα κίνησης και θέσης» ή «μεταδεδομένα») συγκεκριμένου προσώπου ή εάν επιτρέπεται και στις περιπτώσεις που αφορούν αόριστο και άγνωστο αριθμό προσώπων, αλλά αρκεί η επικοινωνία να έλαβε χώρα εντός συγκεκριμένων γεωγραφικών ορίων».

Η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων καταλήγει ως «στο πεδίο των διατάξεων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο αποτελεί ένα ακόμη δείγμα συμβολικής ποινικής νομοθεσίας, η οποία καθοδηγείται από την εκάστοτε
επικαιρότητα και εξυπηρετεί επικοινωνιακές ανάγκες. Κεντρικός άξονας της προτεινόμενης νομοθετικής μεταβολής είναι η εκ νέου κακουργιοποίηση των εγκλημάτων της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και της προφορικής συνομιλίας (άρθρο 370Α ΠΚ) και της παραβίασης των μη δημόσιων
διαβιβάσεων δεδομένων ή ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών (άρθρο 370 Ε)».

Υπενθυμίζεται ότι «οι ανωτέρω εγκληματικές συμπεριφορές αναβαθμίσθηκαν σε κακουργήματα για πρώτη φορά με το Ν. 3674/2008 και πάλι υπό το κράτος της ειδησεογραφίας της εποχής εκείνης και επανέκτησαν τον χαρακτήρα του πλημμελήματος με τον νέο ΠΚ με το σκεπτικό ότι η επαύξηση των ποινών με το Ν.
3474/2008 ήταν ανορθολογική και αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του νΠΚ)».