Το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο αφήγημα είναι ότι στην εποχή μας, για να το θέσουμε λίγο σχηματικά, όπως, όμως, τίθεται συχνά στον δημόσιο λόγο, συγκρούονται δύο δυνάμεις, αφενός ο φιλελευθερισμός που τείνει προς μεγαλύτερη ανοικτότητα και διεθνή ενότητα, βασιζόμενος στην παγκοσμιοποίηση που φέρνουν οι αγορές, και, αφετέρου, ο εθνικισμός, που επιθυμεί κλειστότητα, φραγμούς, διαιρέσεις στο τοπικό επίπεδο και είναι αντιδραστικός ως προς το άνοιγμα και την παγκόσμια ενότητα που φέρνει ο φιλελεύθερος διεθνισμός.
Αν και υπάρχει ένας πυρήνας αλήθειας σε αυτόν τον κυρίαρχο λόγο, όπως μια δόση αλήθειας υπάρχει σε όλα τα κλισέ, θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε τα όριά του και τι προσπαθεί να συγκαλύψει. Θα επιχειρήσουμε να δείξουμε τις αντιφάσεις του παγκοσμιοποιημένου «κόσμου» μας και πώς μπορεί να συντονιστεί μαζί του μια περισσότερο διαλεκτική θεώρηση της Ιστορίας, με τελικό σκοπό τη διερώτηση πώς θα μπορούσε να αρθρωθεί σήμερα μια πανανθρώπινη καθολικότητα πέρα από την υποτιθέμενη ενότητα της παγκοσμιοποίησης και την διαίρεση του εθνικισμού.
Φαντασιώδεις ενώσεις, πραγματικές διαιρέσεις
Αν και η εποχή μας δεν είναι η πρώτη φορά έντονης διεθνοποίησης, -πριν τη μεταπολεμική αποαποικιοποίηση οι μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις είχαν «ενώσει» τον κόσμο με τη δύναμη των υπέρτερων όπλων τους-, έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την ψηφιακή τεχνολογία και τις νέες δυνατότητες που αυτή διανοίγει, όπως, μεταξύ άλλων, τη χρηματιστικοποίηση, δηλαδή τη μεγάλη σημασία που έχει αποκτήσει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έναντι του παραγωγικού, ενώ πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι η ίδια η παραγωγή είναι διεθνοποιημένη. Ωστόσο, το γεγονός ότι η παραγωγή ενός προϊόντος είναι διεθνοποιημένη και συμμετέχουν πολλές χώρες σε αυτήν δεν σημαίνει ότι αυτό γίνεται με τρόπο ισότιμο. Συνήθως υπάρχουν τρία είδη χωρών σε σχέση με τη σύγχρονη παραγωγή. α) Οι σημαντικές εταιρείες εξακολουθούν να είναι «εθνικές» με την έννοια ότι έχουν την έδρα τους σε μία ιμπεριαλιστική δύναμη σε πολίτες της οποίας ανήκουν συνήθως η ιδιοκτησία και το μάνατζμεντ[1]. Οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις συνεχίζουν να μονοπωλούν την τεχνολογική καινοτομία, ενώ είναι στραμμένες κυρίως στη δημιουργία εμπορικών δικτύων και στις υπηρεσίες. β) Άλλες χώρες πρωτεύουν στην καθαυτό βιομηχανική παραγωγή κυρίως με τη μορφή τελικής συναρμολόγησης προϊόντων, μέρη των οποίων έχουν κατασκευαστεί σε πολλές άλλες χώρες. Η ανάπτυξη αυτών των χωρών βασίζεται στο χαμηλό κόστος παραγωγής. γ) Μία τρίτη ομάδα χωρών προσανατολίζεται περισσότερο στο να παράγει και να εξάγει πρώτες ύλες, συμπληρωματικά προς τις άλλες δύο ομάδες χωρών. Συχνά, από τις χώρες αυτές προέρχονται και μετανάστες ή παράτυποι μετανάστες, οι οποίοι συντελούν ως στρατοί ανέργων στο να παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα οι μισθοί.
Εντέλει, στην τρέχουσα παγκοσμιοποίηση, η ελευθερία στη ροή των κεφαλαίων και στο εμπόριο συνυπάρχει με τα αυστηρά σύνορα και την ανελευθερία στη διακίνηση των ανθρώπων. Σε αυτήν πάντως τη διαπίστωση, η οποία αίρει το κλισέ ότι η παγκοσμιοποίηση ισούται με την απόλυτη ελευθερία και ανοικτότητα, χρειάζεται να γίνουν δύο διευκρινίσεις. Η μία είναι ότι σκοπός των συνόρων και της τήρησής τους είναι πλέον όχι ο διηνεκής αποκλεισμός ανθρώπων, αλλά το καναλιζάρισμά τους με τρόπο που να είναι ο πλέον επωφελής για το κεφάλαιο. Η ελεγχόμενη ροή μεταναστών αποσκοπεί στην ώθηση προς τα κάτω της τιμής της εργασίας στις χώρες υποδοχής και στη σχετική άρση κοινωνικών κατακτήσεων των τελευταίων δεκαετιών, ενώ, κατά δεύτερον, «βοηθά» στο να στοχοποιούνται οι επήλυδες ως ένα εξιλαστήριο θύμα που ελκύει πάνω του τον θυμό του κοινωνικού σώματος. Η δεύτερη είναι ότι η μεταναστευτική ορμή είναι ντε φάκτο ασυγκράτητη, ιδίως καθώς πυροδοτείται συχνότατα είτε από «ανθρωπιστικούς» πολέμους, που οι ίδιες οι δυτικές δυνάμεις έχουν ξεκινήσει, είτε από τη γενικότερη οικολογική καταστροφή, που ερημοποιεί μεγάλες περιοχές του πλανήτη, οπότε ο έλεγχος των πληθυσμιακών μετακινήσεων είναι σχετικός και όχι απόλυτος· συχνά πρόκειται για έναν όχι-και-τόσο ευσεβή πόθο των κρατούντων που πραγματώνεται μόνο μερικώς και στην πράξη όσο χρειάζεται, ώστε να πέσει η τιμή της εργασίας, χωρίς να διαλυθεί μια ορισμένη «ευταξία» των δυτικών κοινωνιών. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να συνοψίσουμε ότι η τρέχουσα παγκοσμιοποίηση βασίζεται: α) στην ελευθερία ροής των κεφαλαίων, β) στην ελευθερία του εμπορίου, γ) στην ύπαρξη εν μέρει κλειστών συνόρων, όπου τα έθνη-κράτη (συναρμοζόμενα ενίοτε σε ευρύτερους σχηματισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση) με τους περιφρουρητικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς τους έχουν τη λειτουργία να ελέγχουν τη μετακίνηση των ανθρώπων.
Ταυτοχρόνως, μπορούμε, επίσης, να διευκρινίσουμε ότι: α) Συχνά τον ρόλο του ελέγχου της μετακίνησης των ανθρώπων δεν τον αναλαμβάνουν τα έθνη-κράτη, αλλά συνομαδώσεις τους ή συνασπισμοί «προθύμων». β) Η παγκοσμιοποίηση ευνοεί ζωνοποιήσεις και εντός της επικράτειας ενός έθνους-κράτους, αλλά και διατέμνοντας τα εθνικά σύνορα. Σε αυτές τις ζωνοποιήσεις το απώτερο διακύβευμα είναι συνήθως όχι η άμεση κτήση εδαφών ή υλών, αλλά ο έλεγχος των ροών. Εξ ου και οι πόλεμοι σήμερα λαμβάνουν χώρα λιγότερο για την ίδια την κατάκτηση και περισσότερο για μια οιονεί «μαφιόζικη» επίδειξη πυγμής, εκβιασμό προς αντιφρονούντες και «πώληση προστασίας» προς ομοφρονούντες. γ) Στη «μεταμοντέρνα» ζωνοποίηση, εκτός από τους συνασπισμούς, υπάρχουν και μικρά κράτη που έχουν ειδικούς ρόλους, είτε ως προτεκτοράτα, είτε ως φορολογικοί παράδεισοι. Και εδώ είναι δομική η σημασία ύπαρξης συνόρων, μόνο που δεν μιλάμε πάντοτε για ολοκληρωμένα έθνη-κράτη, αλλά για μικροσκοπικές χώρες με συχνά κατασκευασμένα ή ανύπαρκτα τα αντίστοιχα έθνη τους[2]. δ) Η ζωνοποίηση ενισχύεται, εξάλλου, με την περαιτέρω υπερέξαρση τοπικιστικών εθνικισμών, οπότε οι μεγαλύτερες διεθνικές συνομαδώσεις βαίνουν ταυτόχρονα με κατακερματισμούς τέως κραταιών εθνικών κρατών σε ανταγωνισμούς εθνοτήτων εντός τους. ε) Από την άλλη, ειδικά ο ασύμμετρα ισχυρός ιμπεριαλιστικός εθνικισμός των Η.Π.Α. λειτουργεί ως εγγυητής του συστήματος της παγκοσμιοποίησης προωθώντας και «εθνικά» συμφέροντα μέσω της κατίσχυσης στους στρατιωτικούς συσχετισμούς, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στις τεχνολογίες αιχμής και τη διάδοση ενός μονότροπου αγγλόφωνου πολιτισμού, αλλά και διασφαλίζοντας μια υπερεθνική τάξη όπου χωράνε περιφερειακοί συνασπισμοί σε υποδεέστερους ρόλους όχι χωρίς εντάσεις, ενώ κάθε φορά εντοπίζονται ορισμένοι εξωτερικοί «παρίες» ως αποδιοπομπαίοι. στ) Ενίοτε συγκρούονται σε εθνικές εκλογές διαφορετικές μερίδες του κεφαλαίου μιας χώρας, από τις οποίες άλλη ευνοεί την άρση εθνικών φραγμών, ενώ άλλη τον μεγαλύτερο προστατευτισμό, όπως είδαμε στην περίπτωση της σύγκρουσης της Hillary Clinton με τον Donald Trump, με τον «προστατευτισμό» να εννοείται πάντως σχετικά και όχι απολύτως. Παρά τις έξι αυτές διευκρινίσεις, το γεγονός παραμένει ότι το έθνος-κράτος με τα σύνορά του, τις περιφρουρητικές και κατασταλτικές του δυνάμεις, την εγχώρια αστική τάξη του κ.ο.κ. παραμένει μια δομική συνιστώσα της παγκοσμιοποίησης, ακόμη κι αν δίνει τη θέση του σε συνομαδώσεις ισχύος μεταξύ πολλών εθνών-κρατών ή αν εντάσσεται σε μια λογική ζωνοποίησης, όπου παίζουν ιδιαίτερο ρόλο ειδικές ζώνες εντός ενός έθνους- κράτους ή διατέμνουσες γειτονικά έθνη- κράτη ή μικρά κράτη με ad hoc κατασκευασμένη ή ανύπαρκτη την εθνική συνείδηση. Αν και δεν αποκλείεται να έχουμε μια «παγκόσμια διακυβέρνηση» στο μέλλον, μια τέτοια εξέλιξη θα απαιτούσε όχι μόνο την καταστροφή των «παριών», αλλά και μια ριζική και διαλεκτική αλλαγή του παρόντος συστήματος της παγκοσμιοποίησης, στο οποίο το έθνος- κράτος είναι αναπόσπαστο μέρος του, διαδραματίζοντας αναγκαίους ρόλους.
Ανατρέποντας το φαύλο δίπολο μεταξύ φιλελεύθερης και εθνικιστικής Δεξιάς
Μέχρι πρόσφατα ίσχυε μία πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση που έκανε ο Slavoj Žižek ως παράδειγμα της εγελιανής διαλεκτικής. Σύμφωνα με τον Σλοβένο στοχαστή, υπάρχει μία θεμελιώδης ασυμμετρία μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Ο αριστερός είναι κάποιος που μπορεί να πει απερίφραστα «είμαι αριστερός», ήτοι να αναγνωρίσει το χάσμα, τη ριζική διαφορά μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Αντιθέτως, ο δεξιός είναι κάποιος που θα προτιμήσει να τοποθετήσει τον εαυτό του στο «Κέντρο» και να καταδικάσει κάθε «εξτρεμισμό» ως παρωχημένο και επικίνδυνο. Σύμφωνα με τους όρους μιας εγελιανής διαλεκτικής, η διάκριση Αριστεράς και Δεξιάς τίθεται μόνο από την προοπτική της Αριστεράς, ενώ η Δεξιά ομιλεί από την προοπτική του Κέντρου, εκλαμβάνοντας τον εαυτό της ως το όλον και απορρίπτοντας την πραγματικότητα του πολιτικού χάσματος. Με τον τρόπο αυτό, κατά τη δεξιά θεώρηση έχουμε απλώς διάκριση Αριστεράς και «Κέντρου», με τον χώρο της Δεξιάς να μένει κενός, καθώς οι δεξιοί δεν αυτοπροσδιορίζονται ως «δεξιοί», αλλά ως κεντρώοι και εναπόκειται στους αριστερούς να πραγματοποιήσουν ένα έργο καταγγελτικής αποκάλυψης ότι «όποιος λέει ότι είναι κεντρώος, στην πραγματικότητα είναι δεξιός»[3].
Ενώ η παρατήρηση του Žižek είναι πολύ εύστοχη για το τι συνέβαινε επί της πρόσφατης «φιλελεύθερης συναίνεσης», όπου η ακραία νεοφιλελεύθερη συμμαχία δεξιών (συχνά εθνικιστών) και φιλελεύθερων αυτοπροσδιοριζόταν ως «Κέντρο» σε αντίθεση με τον εξτρεμισμό και υποτιθέμενο «λαϊκισμό» της Αριστεράς, πλέον έχουμε την ανάδυση μιας καινούργιας ρητά εθνικιστικής «Νέας Δεξιάς»[4], η οποία επιχειρεί το αντίστροφο από αυτό που λέει ο Žižek: Ενώνει σε ένα σύνολο τους λεγόμενους «φιλελέφτηδες», υποστηρίζει δηλαδή αφενός ότι όσοι νομίζουν ότι είναι «κεντρώοι φιλελεύθεροι» είναι στην πραγματικότητα αριστεροί, και αφετέρου ότι όσοι νομίζουν ότι είναι «αριστεροί» είναι στην πραγματικότητα ένα με τους «φιλελεύθερους» και δεν είναι πραγματικά εξτρεμιστές και ακραίοι, όπως θα ήθελαν να πιστεύουν. Οπότε πραγματική ή πρακτική «λύση» μπορεί να προέλθει μόνο από τον χώρο μιας ρητά αυτοπροσδιοριζόμενης εθνικιστικής και συντηρητικής Δεξιάς, η οποία, πάντως, θα μπορούσε να ονομαστεί «Νέα Δεξιά», επειδή έπεται της φιλελεύθερης συναίνεσης και αντιδρά σε αυτήν. Νομίζω ότι μπορούμε να ομολογήσουμε ότι υπάρχει ένας πυρήνας αλήθειας σε αυτές τις αξιώσεις. Λ.χ. στις περιπτώσεις, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Ελλάδα, όπου ένα αριστερό κόμμα αναγκάστηκε να εφαρμόσει νεοφιλελεύθερες («μνημονιακές») πολιτικές, στήριξε την καινότητα των επαγγελιών του στον κοινωνικό προοδευτισμό και τον δικαιωματισμό, τον οποίο, όμως, μοιράζεται εν πολλοίς με τους φιλελεύθερους, έστω κι αν από διαφορετική αφετηρία. Σήμερα, η μοίρα των «αριστερών» κομμάτων είναι να αρχίζουν αυτοπροσδιοριζόμενα ως σε διαμάχη με τον φιλελευθερισμό και να καταλήγουν σε μία ταύτιση μαζί του. Με αυτήν την έννοια, ο αντίστροφος ζιζεκισμός ότι το χάσμα μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς μπορεί πλέον να ειδωθεί κυρίως από μία «νεοδεξιά» προοπτική που θα διαχώριζε μεταξύ αφενός δεξιού συντηρητισμού και αφετέρου φιλελεφτισμού φαίνεται να έχει μια βάση. Από την άλλη, όμως, ισχύει επίσης το ότι η «Νέα Δεξιά» προβάλλει ένα όραμα που έρχεται από το παρελθόν, είναι οπισθοδρομικό και δεν είναι συνεπές και εφικτό. Στην ουσία ο προστατευτισμός και ο απομονωτισμός είναι αδύνατος εντός του συστήματος και η «Νέα Δεξιά» μπορεί να προσφέρει απλώς μία λίγο διαφορετική διαχείριση ζητημάτων, όπως οι μετακινήσεις των πληθυσμών ή η διεθνική ολοκλήρωση υποστηρίζοντας μια μερίδα του κεφαλαίου έναντι μιας άλλης, στοχοποιώντας έναν εχθρό αντί για κάποιον άλλο και παλινωδώντας διαρκώς προκειμένου να κερδηθεί χρόνος μεταξύ των αντιφάσεων. Πάντως, ακόμη κι αν η αναβίωση του εθνικισμού που ζούμε είναι ένα μεσοδιάστημα, αναμένοντας είτε την τελεολογική επικράτηση της φιλελεύθερης διεθνικής παγκοσμιοποίησης, είτε την εσχατολογική καταστροφή της, παραμένει το γεγονός ότι τον ιδεολογικό τόνο στην Ευρώπη τον δίνουν εν πολλοίς πολιτικοί, όπως ο Kurz στην Αυστρία ή ο Orbán στην Ουγγαρία, με την εικόνα να συμπληρώνεται από ηγέτες, όπως ο Trump, η May, ο Putin και ο Erdogan. Με την (προς το παρόν!) εξαίρεση της Ελλάδας, οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί λαοί στρέφονται προς τη Νέα Δεξιά ως ένα αντίδοτο, έστω κι αν προσωρινό και ημιτελές, κυρίως επειδή αυτή έχει πιο απτούς εχθρούς να κατονομάσει ως υπαίτιους, είτε πρόκειται για το φιλελεύθερο alter ego της, είτε για τους ξένους που διαρρηγνύουν την ασφαλή εθνική συνοχή.
Η Αριστερά βρίσκεται σε μια πολύ επικίνδυνη καμπή, καθώς όταν λαμβάνει την εξουσία αναγκάζεται να μπει σε ένα φαύλο δίλημμα: είτε α) να ακολουθήσει εν πολλοίς τη νεοφιλελεύθερη μονοτροπία, διαφοροποιούμενη μόνο αφενός σε επίπεδο ρητορικής και αφετέρου μέτρων κοινωνικού δικαιωματισμού, στα οποία συμπίπτει με τους φιλελευθέρους, είτε β) να στραφεί στον απομονωτισμό. Το ειρωνικό είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις οι αριστεροί είναι αυτοί που πραγματώνουν με αυθεντικό τρόπο τα ιδεολογικά αιτήματα των δεξιών, ακόμη κι αν οι τελευταίοι δεν το αναγνωρίζουν. Λ.χ. μία κυβέρνηση, όπως του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., πραγματώνει σήμερα τα αιτήματα κοινωνικού δικαιωματισμού των φιλελευθέρων με τρόπο πολύ πιο αυθεντικό από τους ίδιους, οι οποίοι κρύβονται πίσω από την ανάγκη «φιλοευρωπαϊκού» συνασπισμού με τη συντηρητική Δεξιά, υποχωρώντας από τα πιστεύω τους. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αποτυγχάνοντας να γίνει αριστερός, έχει εν πολλοίς γίνει ένας φιλελεύθερος συγκριτικά πιο γνήσιος από τους αυτοπροσδιοριζόμενους ως φιλελευθέρους (ακόμη κι αν μένουν πάρα πολλά ακόμη να γίνουν στο επίπεδο του κοινωνικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα). Από την άλλη, αν μια αριστερή κυβέρνηση επέλεγε τη ρήξη, -κάτι που δεν είδαμε στην Ελλάδα-, και πάλι θα πραγμάτωνε το ιδεώδες της εθνικής συνοχής με τρόπο πιο γνήσιο από τους δεξιούς εθνικιστές, οι οποίοι μένουν απλώς στην πρόφαση της εθνικής αναδίπλωσης. Αυτό, όμως, που θα χρειαζόταν να γίνει είναι όχι να γίνεται κατ’ ατύχημα η Αριστερά ένας συγκριτικά πιο πετυχημένος ή και πιο αυθεντικός εκφραστής των σκοπών των δύο μορφών της Δεξιάς, σύμφωνα με μια μεταμοντέρνα πανουργία του Λόγου, αλλά, αντιθέτως, να πραγματώσει το δικό της θετικό όραμα, το οποίο και θα ανέτρεπε το φαύλο δίπολο που τώρα βιώνουμε.
Αναζητώντας την καθολικότητα
Στο τελευταίο μέρος του σημειώματός μας δεν θα εκθέσουμε τι θα μπορούσε να ήταν ένα τέτοιο θετικό όραμα της Αριστεράς, το οποίο θα ανέτρεπε το φαύλο δίπολο, όπως ίσως θα οφείλαμε. Θα κάνουμε, αντιθέτως, μερικές σκέψεις για το τι θα μπορούσε να σημαίνει η καθολικότητα στην εποχή μας, ως διακρινόμενη από τις ενότητες και διαιρέσεις που εκθέσαμε. Αυτό που εννοούμε ως καθολικότητα είναι μια εννόηση της ανθρωπότητας ως τόσο ενωμένης, ώστε ο κάθε άνθρωπος να μπορεί να δεξιωθεί, κοινωνήσει και εσωτερικεύσει τον κάθε άλλο, επειδή ακριβώς δεν θα υπάρχουν οι φραγμοί που θα του το απαγορεύουν. Η ανθρώπινη καθολικότητα δεν είναι κάτι το υπαρκτό και το εμπειρικό, αλλά ένας ορίζοντας τιθέμενος στο μέλλον και επερχόμενος εξ αυτού, ένα είδος πίστης. Υπάρχουν, πάντως, σαφώς συνθήκες που φράσσουν τον δρόμο στην ανθρώπινη καθολικότητα, καθώς και συνθήκες που δείχνουν να την προάγουν, αλλά εμπεριέχουν δομικά στοιχεία που την αναιρούν. Στο πρώτο μέρος του σημειώματος δείξαμε εν τροχάδην ότι η τρέχουσα παγκοσμιοποίηση από τη μια συντελεί σε μία ενότητα του κόσμου κυρίως εργαλειοποιώντας την τεχνολογική κατάργηση των αποστάσεων και μεγιστοποίηση της επικοινωνίας, αλλά και προάγοντας την απρόσκοπτη ροή των κεφαλαίων και διάδοση των εμπορευμάτων, που έχουν ως αποτέλεσμα μια ορισμένη ενοποίηση του πλανήτη. Από την άλλη, όμως, θέτει σύνορα στα ανθρώπινα πρόσωπα και εντείνει την ανισότητα μέσα από κατακερματισμούς στο πλαίσιο της ολοένα και ισχυρότερης ζωνοποίησης. Έχουμε έτσι έναν νεο-εθνικισμό που βασίζεται όχι μόνο σε έθνη-κράτη, αλλά σε ζώνες μεγαλύτερες ή μικρότερες από αυτά. Το όραμα της καθολικότητας θα ήταν ο σκοπός να σπάσουν αυτές οι φραγές και να πετύχουμε την ενοποίηση των ανθρωπίνων προσώπων. Πρόκειται για ένα όραμα που δεν είναι «αντισμός», δεν είναι, δηλαδή, μία απλή αντίθεση στην υπάρχουσα παγκοσμιοποίηση. Είναι ένα θετικό όραμα ανθρώπινης συναδέλφωσης, το οποίο ενυπάρχει στα προτάγματα της νεωτερικότητας, αλλά και θρησκευτικών καταβολών της. Ωστόσο, είναι ένα όραμα, το οποίο αν πρόκειται να είναι αυθεντικό, δεν μπορεί παρά να είναι αντιστασιακό ως προς την ισχύ της τρέχουσας παγκοσμιοποίησης. Για τον λόγο αυτό επιλέγουμε το σημαίνον «Αριστερά», με τον κίνδυνο να γίνουμε μονομερείς, επειδή θεωρούμε ότι το σημαίνον αυτό εκφράζει μια ευρύτερη στάση, όχι απλά ιδεολογική, αλλά και ανθρωποτυπική ή υπαρξιακή, αντίστασης, ενώ το σημαίνον «Δεξιά» εκφράζει, αντιστρόφως, μια στάση συσχηματισμού σε μία κυρίαρχη συνοχή. Θεωρούμε ότι το σημαίνον «Αριστερά» δεν είναι από μόνο του αρκετό για να εκφραστεί η ανθρώπινη καθολικότητα, και μπορεί να έχει προβλήματα διαίρεσης, ιδεολογικοποίησης ή ανεπάρκειας. Δηλώνει, ωστόσο, μια θεμελιώδη στάση, η οποία διαφέρει από αυτήν του δεξιού στις δύο βασικές διακλαδώσεις του συντηρητικού και του φιλελεύθερου. Και το σημαντικό είναι ότι η στάση του αριστερού είναι η κατ’ εξοχήν αφετηρία σήμερα για την αναζήτηση της καθολικότητας, ακόμη κι αν δεν είναι το τέλος της. Η αριστερή αυτή αφετηρία είναι η έμφαση στην (επι)κοινωνία των ανθρώπων ως αντίσταση στη ροή των κεφαλαίων και των εμπορευμάτων. Η στάση αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκη εχθρική προς τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, ακόμη κι αν αυτά έχουν (εν μέρει) προέλθει από καπιταλιστικές επενδύσεις, αλλά μπορεί να τα αξιοποιήσει. Ωστόσο, επαναθέτει τις προτεραιότητες και αυτό μπορεί να το κάνει μόνο μέσω αντίστασης και όχι ακολουθώντας την τρέχουσα ροή.
Για την καθολικότητα που επέρχεται μέσω αντίστασης το κρίσιμο είναι η στάση έναντι του πρόσφυγα. Αν και η καθολικότητα είναι η δυνατότητα της δεξιώσεως, εσωτερίκευσης και κοινωνίας του κάθε ανθρώπου και όχι μιας κατηγορίας ανθρώπων αποκλειστικά, οι πρόσφυγες αποτελούν αυτούς που είναι κατ’ εξοχήν «υπερβολικοί» στο σύστημα της παγκοσμιοποίησης, για την ακρίβεια μια «υπερβολή» που βοηθά ωστόσο τη λειτουργία του συστήματος. Οι πρόσφυγες είναι σήμερα τρόπον τινά το νέο μεσσιανικό υποκείμενο, είναι οι νέοι προλετάριοι. Για αυτό και η αντιστασιακή καθολικότητα περνάει κατ’ εξοχήν από την κοινωνία με αυτούς. Η κοινωνία αυτή βρίσκει το κατ’ εξοχήν σημαίνον της στην «αλληλεγγύη» που δείχνει την κάτωθεν συν-ζήτηση της καθολικότητας, μία πολύ καίρια σήμερα τροπικότητα του σημαίνοντος «αγάπη»[5].