Η ενόχληση των ευρωπαίων αξιωματούχων εκφράστηκε στο Eurogroup της Πέμπτης στο Λουξεμβούργο, όπου η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ παρουσίασε τις θέσεις του ταμείου για αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ, αλλά και τις προτάσεις του ΔΝΤ για την νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. 
 
Η παρεμβατικότητα του ΔΝΤ στα πράγματα της ευρωζώνης ενοχλεί πλέον τις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη που επιζητούν τρόπους σταδιακής υποβάθμισης του ρόλου του ταμείου. Ωστόσο, για να γίνει αυτό θα πρέπει το ΔΝΤ να απεμπλακεί οριστικά από το ελληνικό πρόγραμμα.
 
Βασικό πρόβλημα -αλλά όχι το μόνο- είναι το πώς θα καλυφθεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα που για το διάστημα Σεπτεμβρίου 2014 – Φεβρουαρίου 2016 ανέρχεται σε 16 δισ. ευρώ. 
 
Το ποσό θα μπορούσε να καλυφθεί μέσω του απευθείας δανεισμού από τις αγορές. Ωστόσο σήμερα το μέσο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου κυμαίνεται στο 4,8%, ενώ το ταμείο δανείζει την Ελλάδα με 4%. Άλλα σενάρια εμπλέκουν την ΕΚΤ στην κάλυψη του ποσού των 16 δισ. ευρώ, υποστηρίζοντας ότι η Κεντρική Τράπεζα θα μπορούσε να αγοράσει ομόλογα αντίστοιχου ύψους που θα εξέδιδε το Ελληνικό Δημόσιο, χωρίς αυτό να αποτελεί άμεση νομισματική ενίσχυση. 
 
Στην ίδια λογική κινούνται και σενάρια που θεωρούν πιο πιθανή την κάλυψη του ποσού από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), μέσω νεόυ μνημονίου.
 

Αιχμές ΔΝΤ για τους ευρωπαϊκούς χειρισμούς
 

Από την πλευρά του ΔΝΤ, η έκθεση με τις προκαταρκτικές προτάσεις των στελεχών του για τις μελλοντικές αλλαγές στη στρατηγική χορήγησης των δανείων του ΔΝΤ (Fund's Lending Framework and Sovereign Debt) κάνει λόγο για καθυστερήσεις στην περίπτωση της Ελλάδας.
 
Η έκθεση αναφέρει μεταξύ άλλων πως στο πλαίσιο του πρώτου ελληνικού προγράμματος η χρηματοδοτική βοήθεια καθυστέρησε μέχρις ότου η Ελλάδα έχασε την πρόσβαση στις αγορές. Ακόμη διατυπώνονται αιχμές για τους ευρωπαϊκούς χειρισμούς.

Όπως αναφέρεται, ο φόβος ότι μια ελληνική αναδιάρθρωση θα επηρέαζε τα ομόλογα της ευρωζώνης ενισχύθηκε λόγω της ασάφειας για τη χάραξη πολιτικής ως προς το αν η αναδιάρθρωση του χρέους θα έπρεπε να επιτραπεί στην Ευρωζώνη, ανησυχίες που κορυφώθηκαν μετά τις αποφάσεις της Ντοβίλ τον Οκτώβριο του 2010.

 
Τέλος, η ίδια έκθεση επιχειρεί να δικαιολογήσει την τεράστια εμπλοκή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, μέσω του επιχειρήματος ότι οι διαβεβαιώσεις χρηματοδότησης της Ελλάδας από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ ήταν λιγότερο σαφείς στο πρόγραμμα του 2010 και ότι το πρόγραμμα κατά την κατάρτισή του, δεν προέβλεπε αναδιάρθρωση του χρέους του ιδιωτικού τομέα και την ανάγκη για αναδιάρθρωση του χρέους του επίσημου τομέα.