Με αφορμή την ψήφιση από τη βουλή του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» το Κέντρο Διοτίμα καταθέτει τους προβληματισμούς του σχετικά με το ότι η διαδικασία που ισχύει κατά την εξέταση θυμάτων εμπορίας ανθρώπων και ανηλίκων επεκτείνεται και στην εξέταση των θυμάτων όλων των σεξουαλικών εγκλημάτων που μεταξύ των άλλων περιλαμβάνουν τον βιασμό και τη σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας, όπως και άλλες πράξεις (π.χ. κατάχρηση σε γενετήσια πράξη, κ.λπ. Με βάση τη νέα διάταξη, θα διορίζεται και θα παρίσταται, ως πραγματογνώμονας ψυχολόγος ή ψυχίατρος, ο οποίος θα προετοιμάζει την παθούσα/όντα για την εξέταση από τις ανακριτικές αρχές (π.χ. αστυνομία, ανακριτής), χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους και θα αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάστασή της/του.

Ακόμα, η κατάθεση των παθόντων για τα προαναφερόμενα αδικήματα θα συντάσσεται εγγράφως και θα καταχωρίζεται σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο με την πρόβλεψη για την ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης ή την ανάγνωση της γραπτής κατάθεσης στο ακροατήριο να αναπληρώνει την φυσική παρουσία των θυμάτων/ επιζωσών στο δικαστήριο.

Τέλος, για τα θύματα των παραπάνω πράξεων επιβάλλεται η διενέργεια ειδικής κοινωνικής έρευνας για την αξιολόγηση των προσωπικών χαρακτηριστικών τους, της σχέσης τους με τον δράστη και των συνθηκών τέλεσης του εγκλήματος, του βαθμού της βλάβης που υπέστησαν καθώς και των περιστάσεων του εγκλήματος προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος επαναθυματοποίησής τους (όπως αναφέρεται στην ανάλυση των συνεπειών της ρύθμισης). Στην περίπτωση αυτή, η κοινωνική έρευνα θα μπορεί να διεξαχθεί και από κοινωνικούς λειτουργούς δήμων ή περιφερειών.

Η διεύρυνση των παραπάνω προβλέψεων σε θύματα εγκλημάτων όπως ο βιασμός και η σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο, στερείται δικαιολογητικής βάσης και τα θύματα ούτε θα μπορούν να θεωρηθούν εκ προοιμίου ευάλωτα ούτε είναι ευάλωτα αποκλειστικά και μόνο λόγω του ότι είναι θύματα έμφυλης βίας, ώστε να δικαιολογείται η κατάθεσή τους στο πλαίσιο διαφορετικών και φερόμενων ως προστατευτικών διαδικαστικών προϋποθέσεων.

Το κυριότερο όμως είναι ότι με την νέα διάταξη επιλέγεται η διενέργεια μιας υποχρεωτικής ιατρικής πράξης σε όλα τα θύματα βιασμού και σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας χωρίς εξατομικευμένη κρίση, η οποία προσβάλλει το δικαίωμά τους σε αναγνώριση και σεβασμό, αλλά και το δικαίωμά τους να υποβάλλονται μόνο στις απολύτως αναγκαίες ιατρικές πράξεις στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην Οδηγία 2012/29.