Η κυβέρνηση μετά από 3 μήνες γνωρίζει πλέον ότι το πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις δεν είναι ούτε ο Γιάνης Βαρουφάκης, ούτε ο δυσκίνητος κρατικός μηχανισμός. Όλες οι προσπάθειες για μια «αμοιβαία επωφελή συμφωνία», όπως την οραματίζεται ο Αλέξης Τσίπρας, τορπιλίζονται από τους ευρωπαίους «εταίρους» μας. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάμβανε με τη σημερινή του εμπειρία την διακυβέρνηση της χώρας ίσως να μην επέμενε στον όρο «Θεσμοί» για να αντικαταστήσει αυτόν της «Τρόικας».

Δεν τα ήξερε ο ΣΥΡΙΖΑ αυτά πριν ζητήσει την ψήφο του ελληνικού λαού; Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι υψηλής ιστορικής σημασίας αλλά μόνο ιστορικής. Το αν ο Αλέξης Τσίπρας όντως πίστευε ότι η εκλογή του μπορεί να αλλάξει τους συσχετισμούς στην Ευρώπη ή θεωρούσε ότι θα μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα την κρίση χρέους ακόμα και αν η Ευρώπη δεν άλλαζε έχει μικρή διαφορά για το τελικό αποτέλεσμα. Αν δηλαδή ο προεκλογικός αγώνας του ΣΥΡΙΖΑ βασίστηκε σε υπέρμετρη αισιοδοξία ή εσκεμμένα επετράπη να ανοίξει η συζήτηση σε βαθμό που να χωράει και το «πάση θυσία στο ευρώ» και το «το ευρώ δεν είναι φετίχ» έχει μικρή σημασία για την καθημερινότητά μας προκαλεί όμως σοβαρό προβληματισμό ιδεολογικά.

Στις 18 Φεβρουαρίου ο Αλέξης Τσίπρας ανέγνωσε τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης που βασίστηκαν στο πρόγραμμα Θεσσαλονίκης. Σήμερα, 100 ημέρες μετά, η κυβέρνηση όχι μόνο έχει καταργήσει το πρόγραμμα αλλά, όπως επισημαίνει και ο Κωνσταντίνος Πουλής, κοντεύει να καταργήσει και τη Θεσσαλονίκη.

Η κυβέρνηση έφερε στη βουλή θετικά νομοσχέδια όπως αυτό για την καταπολέμηση της ανθρωπιστικής κρίσης, την διόρθωση αδικιών του δημοσίου με την επαναπρόσληψη καθαριστριών, σχολικών φυλάκων, καθηγητών, την επαναλειτουργία της ΕΡΤ, την κατάργηση της τράπεζας θεμάτων στα σχολεία κ.λπ. Κι όμως κανείς δεν τολμάει να ισχυριστεί ότι η ανθρωπιστική κρίση έχει αντιμετωπιστεί έστω και σε έναν μικρό βαθμό, οι προσλήψεις φαίνεται ότι αφαιρούνται από τις 15.000 προϋπολογισμένες θέσεις, η ΕΡΤ ξεκινάει με τον Λάμπη Ταγματάρχη επικεφαλής και στο έκτακτο νομοσχέδιο για την παιδεία εναντιώθηκαν όλα σχεδόν τα σωματεία καθηγητών.

Στην συχνή ερώτηση που επαναλαμβάνεται από τους αναγνώστες του TPP «είναι δηλαδή το ίδιο ο ΣΥΡΙΖΑ με την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ;» η απάντηση είναι «ασφαλώς και όχι, αλλά δεν έχει μεγάλη σημασία». Είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι ο Αλέξης Τσίπρας και τα μέλη της κυβέρνησης δεν θέλουν να εφαρμόσουν π.χ. τις ιδιωτικοποιήσεις που σχεδίασε το ΤΑΪΠΕΔ, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε για τους προηγούμενους υπουργούς της ΝΔ, ωστόσο όλα αυτά έχουν μικρή σημασία όταν τελικά οι ιδιωτικοποιήσεις προχωράνε. Κι όταν μας ρωτάνε «ναι αλλά δεν έχουν αξία οι έστω μικρές αλλαγές σε αυτές τις συμφωνίες προς όφελος της χώρας;» η απάντησή μας πρέπει να είναι ότι «οι μικρές αλλαγές έχουν μικρή αξία». Η ελληνική κοινωνία επέλεξε την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ περιμένοντας πολλά και όχι λίγα.

Μήπως έχει δίκιο ο Αλέξης Τσίπρας όταν υποστηρίζει ότι η ελληνική κοινωνία δεν του έδωσε εντολή να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ; Φυσικά και έχει δίκιο. Ο Ελληνικός λαός του έδωσε την εντολή να επιχειρήσει μια αναπτυξιακή συμφωνία αλλά στη βάση των υποσχέσεών του ότι δεν θα κάνει υποχωρήσεις στο ανθρωπιστικό του πρόγραμμα και ότι πάνω από όλα βάζει την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού.

Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο πρωθυπουργός έχει πείσει ότι προσπαθεί πραγματικά για μια τίμια λύση και για αυτό απολαμβάνει και υψηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις και έχουν δίκιο. Η κυβέρνηση όντως φαίνεται ότι προσπαθεί για κάτι καλύτερο. Αν η ιστορία τελικά κριθεί με βάση τις προθέσεις και τις προσπάθειες τότε πραγματικά ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να ελπίζει σε κάποιου είδους ρεκόρ. Το πρόβλημα είναι τι γίνεται στο επίπεδο της αποτελεσματικότητας.

Οι πιστωτές της Ελλάδας δεν έχουν κανένα απολύτως ενδοιασμό και λειτουργούν ως οικονομική συμμορία. Εδώ έκαναν τα ίδια με τους δικούς τους, σε μια κυβέρνηση της αριστεράς θα χαρίζονταν;

Ακόμα και σήμερα που οι κυβερνητικές πηγές δηλώνουν έτοιμες για συμφωνία και επιπλέον υποχωρήσεις όλα αυτά θα είχαν σημασία αν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη ότι η άλλη πλευρά είναι έτοιμη να συμφωνήσει έστω και σε επικοινωνιακό επίπεδο. Ακόμα δηλαδή και αν η κυβέρνηση δώσει και τα τελευταία (ΦΠΑ και ασφαλιστικό) και ουσιαστικά υποχωρήσει σε όλα τα επίπεδα της διαπραγμάτευσης αυτό δεν εγγυάται την «επιτυχημένη ολοκλήρωση της αξιολόγησης».

Τούτο σημαίνει ότι στα χρόνια που Αντώνης Σαμαράς έσωζε την Ελλάδα οι ευρωπαίοι πρόλαβαν να θωρακίσουν τα τραπεζικά τους συστήματα, να προετοιμαστούν για ενδεχόμενα σενάρια εξόδου της Ελλάδας από το κοινό νόμισμα αλλά και να στρώσουν την προπαγάνδα στους λαούς τους ώστε σήμερα να μπορούν να δώσουν ένα μάθημα. Ένα μάθημα όχι στους Έλληνες (σε αυτούς έκαναν περισσότερα από μαθήματα) αλλά στους ευρωπαίους πολίτες που τολμάνε να ονειρεύονται περισσότερη δημοκρατία και βαυκαλίζονται με την δύναμη της ψήφου τους.

Σήμερα ο Δημήτρης Στρατούλης σε δηλώσεις του επανέφερε την ελπίδα για μια αξιοπρεπή στάση της Ελλάδας στη διαπραγμάτευση. Ανέφερε ότι κατά την άποψή του η κυβέρνηση δεν έχει συμφωνήσει ούτε στην επέκταση του ΕΝΦΙΑ αυτή τη στιγμή. Ο Νίκος Παππάς μιλώντας στο Κόκκινο επιπλέον σημειώνει ότι η κυβέρνηση δεν θα κάνει μια συμφωνία που θα μοιάζει με τα λάθη του παρελθόντος. Την ίδια ώρα το Μαξίμου αναφέρει ότι θα ληφθούν κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες για την συνέχιση των διαπραγματεύσεων και αυτό ακούγεται ελπιδοφόρο, αφού κάθε τι δημοκρατικό μπορεί να ασκήσει πιέσεις προς όλους -και κυρίως στους πιστωτές μας.

Ένα από τα σημαντικότερα που πρέπει να συζητήσουμε είναι για ποιο λόγο αναζητάμε μια συμφωνία. Τι περιμένουμε από αυτή; Γιατί αν ψάχνουμε χρήματα ίσα για να πληρώσουμε τους μισθούς του Ιουνίου δεν είναι σίγουρο ότι η κοινωνία είναι διατεθειμένη να πληρώσει μερικές δόσεις ΕΝΦΙΑ ακόμα.

Αναλογιζόμενοι όλα τα παραπάνω είναι σαφές ότι αυτό που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η ελληνική κοινωνία είναι περισσότερη διαφάνεια. Περισσότερη ειλικρίνεια. Είναι απαραίτητο για όλους να κατανοήσουμε ότι όταν το κοινό ανακοινωθέν κάνει λόγο για «πρόοδο» στην ουσία αναφέρεται στις δικές μας υποχωρήσεις. Ότι ο «έντιμος συμβιβασμός» βασίζεται στον φόβο μιας ολόκληρης κοινωνίας που είναι έτοιμη να συνθηκολογήσει με τον τρόπο που το έκανε η Γαλλία στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι ανάγκη να ακούσουμε τον πρωθυπουργό να μας ενημερώνει για το όραμα, τους εκβιασμούς και τα όρια της κυβέρνησής μας. Για τα όσα είμαστε έτοιμοι να δώσουμε, για τα λίγα που θέλουν να μας δώσουν και τα όσα απαιτούμε να πάρουμε.

Και αν ξέρουμε τα πάντα και αποφασίσουμε να υποχωρήσουμε τότε και μόνο τότε μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια έντιμη λύση… μια έντιμη ταπείνωση