του Θάνου Καμήλαλη

Την περίοδο λοιπόν που, από τη μία κυβέρνηση και αντιπολίτευση διαγωνίζονται (ή διαγκωνίζονται) στην «προσέλκυση επενδύσεων» κι από την άλλη οι υπάρχουσες «επενδύσεις» δείχνουν το αληθινό τους πρόσωπο, είναι όλο και πιο εμφανή τα συστατικά αυτού του «νέου και αναπτυξιακού» μοντέλου, όπως επίσης και οι αποδείξεις της αποτυχίας του, όσον αφορά τουλάχιστον την πραγματική ανάπτυξη.

Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα για την πορεία και το κόστος αυτών των επενδύσεων από την περίπτωση της Fraport και της «ιδιωτικοποίησης» (σε κρατική γερμανική εταιρεία) των 14 κερδοφόρων περιφερειακών αεροδρομίων.. Οι πληροφορίες του Spiegel  και τα ντοκουμέντα του TPP για την υπόθεση των απαιτήσεων ύψους 74 εκατ. Ευρώ κατέδειξαν αυτό που πολλοί υποψιάζονταν και αρκετοί κατήγγειλαν: Την εφαρμογή μία αποικιοκρατικής σύμβασης, γεμάτης με «παραθυράκια» και ρήτρες υπέρ της εταιρείας, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να οδηγήσουν σε απαιτήσεις από το Δημόσιο.

Λίγες μέρες μετά τις αποκαλύψεις για τη διαιτησία, μία φωτογραφία από το αεροδρόμιο «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης, όπου ο πίνακας αναγελλίας πτήσεων τέθηκε για ένα διάστημα εκτός λειτουργίας, κάνει τον γύρο του διαδικτύου:

Φανταστείτε απλά τι κραυγές θα ακούγονταν στον δημόσιο λόγο και τι στάση θα υπήρχε στα περισσότερα ΜΜΕ αν αυτή η φωτογραφία αφορούσε ένα δημόσιο αεροδρόμιο. Σκεφτείτε τους τίτλους με αναφορές στον τρίτο κόσμο, το ανίκανο Δημόσιο και την ανάγκη ιδιωτικοποίησης. Τώρα διαγράψτε αυτές τις εικόνες, γιατί το αεροδρόμιο ανήκει πλέον σε ιδιώτη, που απ’ό,τι φαίνεται στην Ελλάδα της κρίσης, περιβάλλεται από το παπικό αλάθητο.

Παράλληλα, η Fraport φαίνεται να σχεδιάζει τη μείωση των ωρών λειτουργίας πολλών διεθνών αεροδρομίων της χώρας για τη χειμερινή περίοδο 2017-2018, τροφοδοτείται από το ελληνικό κράτος με πυροσβέστες, ενώ έχει καταγγελθεί ότι λειτουργούσε το αεροδρόμιο της Κέρκυρας (όπου ένας εργαζόμενος έχασε τη ζωή του) «χωρίς γιατρό σε μόνιμη βάση». Προσθέστε σε όλα αυτά τη συμμετοχή της Lufthansa, μετόχου της Fraport, ως τεχνικού συμβούλου κατά τη διαδικασία της πώλησης, τη χρηματοδότηση ύψους 280. εκατ. από το «πακέτο Γιούνκερ, 300 εκατ. από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, χρήματα που κατά κανόνα προορίζονται για κράτη και όχι ιδιωτικές εταιρείες το «δάνειο» 280 εκατ. από την Alpha Bank, την ενεργοποίηση βασιλικού διατάγματος του 1953 για τη διασφάλιση των συμφερόντων της εταιρείας κι έχετε το τέλειο παράδειγμα κρατικοδίαιτης επένδυσης (η κρατικοδίαιτου καπιταλισμού). Ή, όπως αποκαλείται, τη «μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση της χώρας».

Δεύτερο παράδειγμα, η Eldorado Gold. Η εταιρεία δηλαδή που απέκτησε έναντι πινακίου φακής (13 εκατ. ευρώ) τα μεταλλεία της Χαλκιδικής από το Δημόσιο, μεταβίβαση που κρίθηκε σκανδαλώδης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η εταιρεία που δεν μπορεί να αποδείξει ότι η μέθοδος μεταλλουργίας της είναι εφαρμόσιμη χωρίς να προκαλεί πρωτοφανή περιβαλλοντική καταστροφή, παράγοντας δηλαδή επίπεδα τοξικού αρσενικού που δεν συναντώνται πουθενά στον κόσμο. Η εταιρεία που έχει μετατρέψει σε κρανίου τόπο μέρος της Χαλκιδικής (με επεκτατικές μάλιστα βλέψεις) και που συμπεριφέρεται ως κράτος εν κράτει, με ιδιωτικές αλλά και τις τοπικές αστυνομικές δυνάμεις να αναλαμβάνουν την «προστασία» της. 

Το κόστος εδώ για το Δημόσιο και τους πολίτες είναι πολλαπλό: Περιβαλλοντική καταστροφή, σημαντικό πλήγμα στη δημόσια Υγεία, προβλήματα στην ύδρευση των γύρω χωριών, τρομοκρατία και σειρά δικαστικών διώξεων κατά πολιτών που αντιτίθενται στην εξόρυξη (και χαρακτηρίζονται μάλιστα «εγκληματική οργάνωση»), εξαφάνιση κάθε διαφορετικής οικονομικής δραστηριότητας εκτός της μεταλλευτικής κι ενώ μάλιστα δεν είναι καθόλου σίγουρα τα οφέλη για τα δημόσια ταμεία από τις δραστηριότητες της εταιρείας. Και όσο κι αν η κυβέρνηση προσπαθεί να καθησυχάσει τις αντίθετες φωνές, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα της «διαιτησίας» η αλήθεια είναι ότι η Eldorado, με αυτές τις συνθήκες, δεν πρόκειται να πάει πουθενά.

«Όσο ένα οικόπεδο στο Βραχάτι»

Τρίτο παράδειγμα, το Ελληνικό, η αγωνία δηλαδή σχεδόν σύσσωμου του πολιτικού κόσμου και των ΜΜΕ για τα συμφέροντα του Λάτση και των συνεταίρων του στην περιοχή.

Ο κανόνας του ξεπουλήματος επαναλαμβάνεται και εδώ: Η έκταση 6.200 στρεμμάτων του Ελληνικού πουλήθηκε στη Lamda Development για 912 εκατ., ενώ σύμφωνα με το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας η πραγματική της αξίας είναι 3 δισ. ευρώ. Όπως έλεγε τότε το TEE (επί προεδρίας μάλιστα του νυν υπουργού, Χρήστου Σπίρτζη) «η αξία αυτή είναι 222% μεγαλύτερη από τα 915 εκατομμύρια ευρώ που συμφώνησε κατ' αρχήν το ΤΑΙΠΕΔ για την πώληση της συγκεκριμένης έκτασης […] Αντιστοιχεί σε κόστος γης 92 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο δόμησης, «αξία που δεν υπάρχει πουθενά στις γύρω περιοχές» και  «τέτοιες αξίες υπάρχουν στο Βραχάτι Κορινθίας ή στον Αγιο Βασίλειο Αντιρρίου».

Από την πλευρά της, η Περιφερειάρχης Αττικής, Ρένα Δούρου εξηγούσε, όσον αφορά το τίμημα, ότι «το υπουργείο Οικονομικών είχε εκτιμήσει την αξία του σε 5 δισ. ευρώ το 2008 και σε 1,27 δισ. ευρώ το 2013 και ότι το τίμημα «θα καταβληθεί σε βάθος χρόνου, με το 74% σε βάθος 15ετίας». Επιπρόσθετα, η Ρένα Δούρου είχε αναφέρει και κάτι που αποσιωπάται σήμερα: Το κόστος που θα αναλάβει το Δημόσιο «την κατασκευή όλων των υποβοηθητικών έργων (κατασκευή δικτύων, σταθμών ενέργειας, υπογειοποίηση της λεωφόρου Ποσειδώνος)» και «το κόστος μετεγκατάστασης των φορέων που στεγάζονται σήμερα στις υποδομές του Ελληνικού». Σύμφωνα με τις τότε εκτιμήσεις Δούρου, το κόστος αυτό είναι 2 δισ. ευρώ, δηλαδή διπλάσιο του τιμήματος.

Κι αν οι εκτιμήσεις Σπίρτζη και Δούρου μοιάζουν πλεόν θολή ανάμνηση, αξίζει επίσης να θυμηθούμε τα συμπεράσματα της Ομάδας Έργου για το Ελληνικό, που συστάθηκε από το Μέγαρο Μαξίμου το 2016, για να μελετήσει τη συμφωνία ελληνικού Δημοσίου και Lamda Development (που τελικά οριστικοποιήθηκε, χωρίς αλλαγές). Όπως είχε αποκαλύψει η «Real News», βάσει της σύμβασης παραχώρησης «το ελληνικό Δημόσιο και ο πωλητής επιβαρύνονται με δυσανάλογο τρόπο και αναλαμβάνουν υπερβολικές δεσμεύσεις και υποχρεώσεις απέναντι στον αγοραστή, ώστε να υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επένδυση στο μέλλον να τους επιβαρύνει υπέρμετρα». Όπως υποστήριξε η Ομάδα Έργου «η σύμβαση διασφαλίζει, σε κάθε περίπτωση, τη Lamda, παρέχοντάς της πλήθος δικαιωμάτων, σε αντίθεση με το ελληνικό Δημόσιο, το οποίο αναλαμβάνει πλήθος υποχρεώσεων για καταβολή αποζημιώσεων». Όπως έγραφε η «Real News»

Είναι χαρακτηριστικό ότι το ∆ηµόσιο είναι υποχρεωµένο να αποζηµιώσει τον επενδυτή ακόµα κι αν αυτός δεν έχει, σε διάστηµα 2 ετών από την υπογραφή της σύµβασης, τα προσδοκώµενα έσοδα από την πώληση των κατοικιών που θα κατασκευάσει. Το ίδιο ισχύει εάν στην έκταση βρεθούν αρχαία, εντοπιστεί µόλυνση του εδάφους, προκύψει δασικός χαρακτηρισµός ή υπάρξει δικαστική εµπλοκή

Κι αν όλα αυτά δεν είναι αρκετά, προσθέστε τα παρακάτω: Μία σύμβαση που υπογράφηκε στο «πόδι» χωρίς πρώτα γνωμοδότηση από δασάρχη ή γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου («σίριαλ» που παρακολουθήσαμε πρόσφατα) με φόβους για αποκοπή των πολιτών από ένα μεγάλο μέρος του παραλιακού μετώπου και για μη υλοποίηση των υποσχέσεων για μητροπολιτικό πάρκο στην περιοχή. Όλα για ένα καζίνο και πολλές πολυτελείς κατοικίες που θα εκμεταλλευθεί η ομάδα Λάτση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ασπάζεται το δόγμα

Μέσα σε ολα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι φανερό ότι έχει υποστεί ακόμα μία μετάλλαξη. Από τη σφοδρή καταγγελία τέτοιων «επενδυτικών σχεδίων», πέρασε μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου στο επιχείρημα της «εφαρμογής εκβιασμών». Τώρα όμως, η κυβερνητική ρητορική είναι αναφανδόν υπέρ της συνέχισης των επενδύσεων και της προσέλκυσης νέων. Ενδεικτικά παραδείγματα του νέου κυβερνητικού δόγματος είναι ο υφυπουργός Οικονομίας, Στέργιος Πιτσιόρλας, ο υπουργός Υποδομών Χρήστος Σπίρτζης και συνολικά η κυβερνητική ρητορική για το Ελληνικό.

Όταν αποκαλύφθηκαν οι απαιτήσεις της Fraport, ο Πιτσιόρλας, που με τον τελευταίο ανασχηματισμό μετακινήθηκε από το (πρώην αμαρτωλό για τον ΣΥΡΙΖΑ) ΤΑΙΠΕΔ στο υπουργείο Οικονομίας, ήταν αρκετά γενναιόδωρος. «Εάν υπάρξει από την πλευρά της Fraport τεκμηριωμένα κάποιο πρόβλημα, δεν θα πρέπει εμείς να είμαστε εντάξει με την σύμβαση; Θα πρέπει, θα πρέπει να είμαστε εντάξει με την σύμβαση. Δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το πρόβλημα». Υπενθυμίζεται ότι ο Πιτσιόρλας έχει αρκετά σημαντικό μερίδιο στη «διαπραγμάτευση» και την υπογραφή της σύμβασης με τη Fraport, καθώς εκείνο το διάστημα ήταν επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ. Τώρα, που το κόστος συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών έρχεται στην επιφάνεια «δεν καταλαβαίνει το πρόβλημα»…

Κι αν ο Πιτσιόρλας είναι γνωστός πιστός του δόγματος, η νέα μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται σαφέστερη με τις τοποθετήσεις Σπίρτζη. Όταν υπεγράφη η σύμβαση για την παραχώρηση των αεροδρομίων, ο Σπίρτζης είχε την αποδέχθηκε «με πολύ πόνο». Όπως είχε τονίσει συγκεκριμένα:

«Συνεχίζω και διαφωνώ με τον τρόπο που έγινε η παραχώρηση των 14 αεροδρομίων. Είναι, όμως, μέσα στις δεσμεύσεις που έχει η χώρα… Υπέγραψα όχι με βαριά καρδιά, αλλά με πολύ πόνο».

Αυτή η δήλωση ήταν στα πλαίσια της πρώτη μετάλλαξης ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή στην αποδοχή σειράς εκβιασμών, που συνοδευόταν με καταγγελία. Σχολιάζοντας τις απαιτήσεις της Fraport όμως, σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, ο Σπίρτζης ήταν αρκετά πιο διαλλακτικός:

«Η πραγματοποίηση της μεγαλύτερης παραχώρησης στην ιστορία της Ελλάδας αποτελεί ένα σύνθετο και πολύπλοκο, τεχνικά και λειτουργικά, έργο. Από την ημέρα υπογραφής της σύμβασης έως σήμερα, η Fraport Greece και το Ελληνικό Δημόσιο συνεργάζονται με επιτυχία για την ομαλή λειτουργία του έργου αυτού. Τυχόν συμβατικές διαφορές που ανακύπτουν στο πλαίσιο εκτέλεσης της Σύμβασης δεν αναιρούν την ποιότητα αυτής της συνεργασίας»

Ο «πολύς πόνος» λοιπόν αντικαταστάθηκε από «επιτυχή και ομαλή συνεργασία» και μία μικρή απαίτηση 74 εκατ. ευρώ δεν αναιρεί την ποιότητα αυτής της συνεργασίας. 

Ίσως όμως το καλύτερο συνολικό παράδειγμα της στάσης του ΣΥΡΙΖΑ να είναι το Ελληνικό, ένα ακόμη πρώην αποτέλεσμα εκβιασμών. Εν μέσω των συνεχών συνεδριάσεων του ΚΑΣ, οι προθέσεις κόμματος και κυβέρνησης έγιναν ξεκάθαρες. Κι έχει τεράστια διαφορά ο εξαναγκασμός, από την προώθηση. Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ, που συνεδρίασε στα τέλη Σεπτέμβρη υπό τον Αλέξη Τσίπρα και εξέφρασε «την πλήρη υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ για την ολοκλήρωση όλων των απαιτούμενων ενεργειών σχετικά με την έναρξη υλοποίησης της επένδυσης στο Ελληνικό, με απόλυτο σεβασμό στον νόμο και τις προβλεπόμενες διαδικασίες», αλλά και:

την αποφασιστικότητα του ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίξει κάθε αναγκαία κυβερνητική πρωτοβουλία, ώστε να εκκινήσει ταχύτατα η υλοποίηση της επένδυσης, η οποία θα συμβάλλει καίρια στην εμπέδωση κλίματος επενδυτικής εμπιστοσύνης, αλλά και στην επιτάχυνση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας».

Την ίδια χρονική περίοδο, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γιάννης Δραγασάκης, δήλωνε ξεκάθαρα ότι «η επένδυση στο Ελληνικό θα προχωρήσει» και στο Μαξίμου γίνονταν έκτακτες συνεδριάσεις για χάρη των «προβλημάτων» στο Ελληνικό. Η ρητορική του εκβιασμού έχει παρέλθει οριστικά.

Η παλιά συνταγή της άρρωστης επιχειρηματικότητας

ΣΥΡΙΖΑ και αντιπολίτευση λοιπόν στοχεύουν πλέον χωρίς περιορισμούς σε «επενδύσεις» και προώθηση της «υγειούς επιχειρηματικότητας». Το οξύμωρο είναι ότι όσοι αντιδρούν σε αυτά χαρακτηρίζονται συχνά «ιδεοληπτικοί» όταν από την άλλη πλευρά υπάρχει μόνο μία θρησκόληπτη επίκληση στις «επενδύσεις» χωρίς στοιχεία, με μόνο επιχείρημα την άκριτη αναφορά των υποσχέσεων του «επενδυτη». Αξίζει εδώ μία αναφορά σε δύο σημαντικούς μύθους αυτής της προσέγγισης:

Πρώτον, δεν πρόκειται για επενδύσεις, εξού και τα εισαγωγικά που θα πρέπει να περιβάλλουν την έννοια όπως χρησιμοποιείται σήμερα. Μία επένδυση περιλαμβάνει ως συστατικό της και το επιχειρηματικό ρίσκο, την πιθανότητα δηλαδή να μην αποφέρει τα αναμενόμενα κέρδη για τον επενδυτή. Στο μοντέλο «επενδύσεων» που ακολουθείται σήμερα, με τρανά παραδείγματα αυτά των Fraport, Eldorado, Ελληνικού ομως:

  • Το Δημόσιο ξεπουλάει, έναντι σκανδαλωδώς χαμηλών τιμημάτων, δημόσια περιουσία στον «επενδυτή»
  • Το Δημόσιο αναλαμβάνει σειρά δεσμεύσεων και αποζημιώσεων του επενδυτή, εξαλείφοντας το επιχειρηματικό του ρίσκο, με τρανά παραδείγματα τα παραπάνω.
  • Το Δημόσιο έχει να αντιμετωπίσει παράλληλα και το σοβαρό μη οικονομικό κόστος τέτοιων «επενδύσεων» (π.χ. περιβάλλον και δημόσια Υγεία στη Χαλκιδική, απουσία πράσινου στο Ελληνικό). Παραχωρήσεις που θεωρητικά γίνονται χάρη της «οικονομικής ανάπτυξης», πρακτικά όμως δεν εκπληρώνεται (ή δεν θα εκπληρωθεί) ούτε αυτή η υπόσχεση.

Δεύτερον, το μοντέλο δεν είναι καινούριο. Είναι ακριβώς αυτό που εφαρμοζόταν για δεκαετίες, με κρατικοδίαιτους ολιγάρχες να ληστεύουν ουσιαστικά το ελληνικό κράτος, με ετεροβαρείς συμβάσεις και το πρόσχημα της εκτέλεσης έργων. Τι διαφορά λοιπόν έχουν οι μεγάλες «επενδύσεις» που κυνηγούν κυβέρνηση και αντιπολίτευση, από:

  • Τα έργα στους αυτοκινητοδρόμους της χώρας, όπου οι μεγάλοι εργολάβοι υπέγραφαν σκανδαλώδεις συμβάσεις με το Δημόσιο, το οποίο υποσχόταν (και υπόσχεται ακόμα) να τους αποζημιώνει ακόμα κι αν δεν είχαν τα κέρδη που αυτοί εκτιμούσαν;
  • Την ανάθεση έργων από το κράτος στις μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες, που όπως αποδείχτηκε, είχαν δημιουργήσει για πολλά χρόνια καρτέλ, κανονίζοντας μεταξύ τους τις τιμές και εισπράττοντας δυσθεώρητα κέρδη;
  • Τον ΟΑΣΘ (που η κυβέρνηση σωστά κρατικοποίησε), όπου υπήρχε η ρήτρα ότι το Δημόσιο θα πρέπει να πληρώνει για να έχουν κέρδη παντός καιρού οι μέτοχοι του;
  • Τα τραπεζικά δανεικά σε ΜΜΕ, συνολικού ύψους 1,27 δισ., μεγάλο μέρος των οποίων αποδείχτηκαν και αποδεικνύονται αγύριστα. Χρήματα δηλαδή, που μεταβιβάζονταν από τις τράπεζες σε επιχειρήσεις ολιγαρχών, για την εξυπηρέτηση συμφερόντων τους;

Πρακτικά, δεν υπάρχει καμία διαφορά. Το κράτος συνεχίζει να επιδοτεί και οι «επενδυτές» συνεχίζουν να εκμεταλλεύονται, χωρίς να αναλαμβάνουν κανένα επιχειρηματικό ρίσκο. Η μόνη ίσως αλλαγή είναι ότι στα χρόνια της κρίσης το μοντέλο αυτό… διεθνοποιήθηκε. Αντί, (μεταξύ πολλών άλλων) του Μπόμπολα, του Κοπελούζου και του Λάτση, έχουμε πλέον τον Μπόμπολα με τους Καναδούς της Eldorado, τον Κοπελούζο με τους Γερμανούς της Fraport και τον Λάτση μαζί με την Fosun και Eagle Hills. 

Τι σημασία όμως έχουν όλα αυτά; Σημασία έχουν οι υποσχέσεις, για «επενδύσεις» δισεκατομμυρίων ευρώ, για δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας (των 300 ευρώ), για «ελατήρια της οικονομίας» που θα εκτιναχθούν, οδηγώντας στην έξοδο από την κρίση. Οι φαντασιώσεις αυτές είναι πολύ όμορφες, 'γι αυτούς που τις κάνουν κι αυτούς που τις εκμεταλλεύονται. Οι υπόλοιποι, απλώς περιμένουμε την ώρα της πληρωμης τους.