του Θάνου Καμήλαλη

Καταρχάς, να πούμε «τι είναι σύνταξη». Κάθε εργαζόμενος και εργοδότης πληρώνουν εισφορές σε ασφαλιστικά ταμεία, με σκοπό στο τέλος του εργασιακού βίου του εργαζόμενου, να δικαιούται ένα συγκεκριμένο ποσό. Στην ουσία, πρόκειται για μία μορφή αποταμίευσης, με βασική διαφορά το γεγονός ότι τα χρήματα του εργαζόμενου δεν παραμένουν παγωμένα. Χρησιμοποιούνται ώστε να καταβάλλονται οι σημερινές συντάξεις, σε πολίτες που πριν από τον νέο εργαζόμενο, έχουν ακολουθήσει την ίδια διαδικασία. Διαδικασία που θα ακολουθήσει και ο εργαζόμενος της επόμενης γενιάς και ούτω καθεξής. Αυτό είναι το αναδιανεμητικό σύστημα, όπου αναφέρεται συχνά ο όρος «αλληλεγγύη των γενεών». Δε πρόκειται ακριβώς ωστόσο για αλληλεγγύη, καθώς ένας εργαζόμενος νομοτελειακά θα βρεθεί και στις δύο όψεις του δύο νομίσματος.

Αυτός είναι βέβαια μόνο ο πυρήνας του ισχύοντος συστήματος, γιατί στην πράξη, μετά από 11 μνημονιακά χρόνια, οι κομμένες συντάξεις έγιναν κανονικότητα. Έχουμε εδώ όμως έναν φαύλο κύκλο που πυροδοτείται από τη λιτότητα και την ύφεση. Οι μειωμένοι μισθοί φέρνουν μικρότερες εισφορές και λιγότερα χρήματα στα ταμεία, τα αποθεματικά των οποίων λεηλατήθηκαν σε υποθέσεις όπως του PSI, του δήθεν «μεγαλύτερου κουρέματος χρέους στην ιστορία». Η συρρίκνωση της Οικονομίας φέρνει «αναλύσεις» που δείχνουν «πόσα πολλά δαπανάει η χώρα για συντάξεις σε σύγκριση με την Ευρώπη» και το «Ασφαλιστικό που δεν βγαίνει. Έρχεται μείωση συντάξεων, μικρότερη αγοραστική δύναμη των συνταξιούχων, μικρότεροι μισθοί στην αγορά, μικρότερες εισφορές στα ταμεία. Και ξανά τα ίδια.

Να πούμε επίσης, «τι είναι επένδυση». Μία κανονική επένδυση έχει ένα αρχικό κεφάλαιο, ένα προσδοκώμενο κέρδος και ένα ρίσκο που αναλαμβάνει με τη θέλησή του ο επενδυτής, ώστε να κυνηγήσει αυτό το κέρδος. Όταν αυτά δεν υπάρχουν, όταν το «ρίσκο» διασφαλίζεται από το κράτος και όταν το κέρδος είναι δεδομένο, όπως συμβαίνει κατά κόρον στις ιδιωτικοποιήσεις και εν γένει σε ό,τι προβάλλεται στη χώρα ως μεγάλη «επένδυση», τότε μιλάμε περισσότερο για αεριτζήδες, παρά επενδυτές.

Αυτές οι δύο έννοιες έρχονται και δένουν με το νομοσχέδιο που ψηφίζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στη Βουλή για την επικουρική ασφάλιση, στη σκιά των μεγάλων πυρκαγιών, των μέτρων κατά των ανεμβολίαστων αλλά και του τραγελαφικού ανασχηματισμού της Τρίτης. Στο κομμάτι της επικουρικής ασφάλισης, το αναδιανεμητικό σύστημα παύει να ισχύει και γίνεται κεφαλαιοποιητικό, υποχρεωτικά μάλιστα για εργαζόμενους και εργαζόμενες που θα μπουν στην αγορά εργασίας από το 2022. Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί το αμαρτωλό παρελθόν της, δηλαδή της περικοπές της τελευταίες δεκαετίας, κινδυνολογεί παράλληλα για περικοπές που έρχονται στο μέλλον, ώστε να μιλήσει στο θυμικό των νέων εργαζόμενων και να τους πει πως «τώρα θα έχετε τον ατομικό σας κουμπαρά, δεν θα μπορεί να σας τον πάρει κανείς».

Προφανώς όμως, όταν έχεις ένα κτίριο και αφαιρείς μερικά θεμέλια, είναι σίγουρο ότι αυτό θα αρχίσει κάπως να τρίζει, στην καλύτερη περίπτωση. Καθώς λοιπόν όλο και περισσότερες εισφορές δεν θα καταβάλλονται στα σημερινά ταμεία, αλλά στον νέο φορέα, το ΤΕΚΑ (Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης) είναι δεδομένο ότι θα δημιουργηθεί ένα χρηματοδοτικό κενό στην πληρωμή των συντάξεων, που συνεχώς θα διογκώνεται. Αυτό δεν είναι εκτίμηση, η κυβέρνηση δεν το αρνείται και ακόμα και στο δελτίο Τύπου του υπουργείου Εργασίας αναφέρεται πως «όποιο χρηματοδοτικό κενό υπάρχει θα καλυφθεί χωρίς προβλήματα από τον προϋπολογισμό». Αυτό το κενό μάλιστα, υπολογίζεται κάπου μεταξύ 56 και 70 δισ, (ολογράφως: 70 δισεκατομμυρίων) σε βάθος 50ετίας. Η κυβέρνηση βέβαια λέει ότι το κόστος αυτό είναι οπισθοβαρές, δηλαδή αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου και πως στο μεταξύ τα οφέλη θα καλύπτουν την τεράστια τρύπα στα δημόσια ταμεία. Το πρώτο είναι αλήθεια, το δεύτερο είναι απλά μία ευχή.

Σε κάθε περίπτωση, η αλλαγή του συστήματος θα χρηματοδοτηθεί από τους φορολογούμενους, είτε με περικοπές συντάξεων, είτε μέσω της ανάγκης του κράτους για περισσότερα έσοδα, ώστε να καταβάλλονται κανονικά οι επικουρικές συντάξεις. Τα υπόλοιπα, εξαρτώνται από τις ορέξεις των αγορών και κυρίως του Χρηματιστηρίου, όπου θα «επενδύονται» οι εισφορές των εργαζομένων. Το γεγονός ότι μέσω μίας εφαρμογής ένας εργαζόμενος θα βλέπει τον «κουμπαρά» του και το τι θα πάρει στο μέλλον, κάπου στο 2070 όταν φτάσει σε ηλικία για σύνταξη, δεν σημαίνει φυσικά διαφάνεια, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση.

Η επένδυση που θα κάνει ο νέος εργαζόμενος θα είναι υποχρεωτική. Επομένως, δεν μιλάμε για «κουμπαρά», όπως λέει η κυβέρνηση, αλλά για ένα κεφάλαιο που θα παραδίδεται με το έτσι θέλω στους δήθεν επενδυτές. Υπάρχει η πρόβλεψη ώστε να διαλέγει ο εργαζόμενος τρία «επενδυτικά προφίλ», το «συντηρητικό», το «ισορροπημένο» και το «επιθετικό», με το Υπουργείο Εργασίας να προπαγανδίζει αυξήξεις από 43 έως και 68% στις επικουρικές των νέων εργαζόμενων. Δηλαδή ένας εργαζόμενος με μη επαρκείς γνώσεις θα δέχεται μαζικά προσφορές για τα «επιθετικά πακέτα» και τα τεράστια οφέλη τους, με τους κινδύνους να του παρουσιάζονται σαν τα ψιλά γράμματα στις διαφημίσεις των τραπεζών και τα συμβόλαια των εταιρειών τηλεπικοινωνίας. Μία παραλλαγή του σκανδάλου του Χρηματιστηρίου, με τα μαζικά καλέσματα στους πολίτες να βάλουν τα χρήματά τους στη φούσκα, αλλά και των συνεχών προσφορών των τραπεζών για διαφόρων ειδών δάνεια την περίοδο της ευμάρειας των δεκαετιών 1990-2000.

Αν τα πράγματα δεν καταλήξουν καλά για τον εργαζόμενο – «επενδυτή σε άγνοια», τότε μπορεί η αποτυχία να βαραίνει τον ίδιο, σε μία νέα μορφή «ατομικής ευθύνης».  Την ίδια ώρα, δεν θα ξέρει πού και με τι ρίσκα επενδύονται τα χρήματά του, τα οποία μπορεί να καταλήγουν ακόμα και σε «μη ρυθμιζόμενες αγορές» δηλαδή αγορές όπου δεν υπάρχει ακόμα και αυτή η (συχνά υποτυπώδης) εποπτεία ελεγκτικών αρχών και σε (υποτίθεται) αυστηρές προϋποθέσεις εισαγωγής. Συγκεκριμένα, ο νέος νόμος είναι προκλητικά ασαφής σε αυτό το σημείο και αναφέρει πως «τα περιουσιακά στοιχεία επενδύονται πρωτίστως σε ρυθμιζόμενες αγορές και το τμήμα που επενδύεται σε στοιχεία μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές, παραμένει σε κάθε περίπτωση σε συνετά επίπεδα».

Ο «κίνδυνος των αγορών» αναγνωρίζεται ακόμα από τον υφυπουργό Εργασίας, αρμόδιο για τον συγκεκριμένο νόμο, Πάνο Τσακλόγλου. Πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο που ως καθηγητής το 2020, σε μελέτη για τον νόμο του τότε υπουργού Εργασίας, Γιάννη Βρούτση, είχε αναγνωρίσει το Ασφαλιστικό σύστημα ως «βιώσιμο». Τώρα επικαλείται τον κίνδυνο του δημογραφικού (το οποίο εν μέρει προκάλεσε η λιτότητα και το brain drain) ως μία από τις αιτίες που οδηγούν στη «μεταρρύθμιση».

Για την προστασία από αυτόν τον κίνδυνο, η κυβέρνηση έχει προβλέψει μία εγγύηση από το Δημόσιο, «περί μη αρνητικών αποδόσεων». Δηλαδή το κράτος εγγυάται ότι ο εργαζόμενος δεν θα χάσει τις εισφορές του και θα τις λάβει τελικά πίσω «με πραγματικούς όρους». Δηλαδή το Δημόσιο, οι φορολογούμενοι, θα πρέπει και να καλύψουν τα κόστη από τη μετάβαση στο νέο σύστημα αλλά και να εγγυηθούν ότι θα καλύψουν τις πιθανές ζημιές του.

Aυτό ακριβώς το ρίσκο, είναι η πεμπτουσία του νέου νόμου. Οι νέοι εργαζόμενοι θα προσφέρουν το κεφάλαιο, λαμβάνοντας, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ένα μικρό κέρδος από τις επενδύσεις που οι ίδιοι χρηματοδότησαν. Από την άλλη τσέπη θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αναλάβουν, δια της πλαγίας οδού, τις ζημιές του κόστους μετάβασης, συν των όποιων αεριτζήδων. Παράλληλα, πάνω στα χρήματά τους, θα διογκωθεί μία ολόκληρη αγορά «διαχειριστών» κεφαλαίων, στα πρότυπα των funds που αναλαμβάνουν κόκκινα δάνεια, για να τζογάρουν χρήματα με ελλιπή, όπως έχει αποδειχθεί τόσο στην Ελλάδα πρόσφατα, όσο και διεθνώς στις οικονομικές κρίσεις, έλεγχο.

Ίσως μάλιστα, αυτή η τομή να είναι μόνο η αρχή. Γιατί, για παράδειγμα, να μην δοθεί στο μέλλον η «ευκαιρία» και σε άλλους εργαζόμενους να προσφέρουν σε «επενδυτές» τον δικό τους κουμπαρά; Γιατί να μην ποντάρουμε στο μέλλον και τις κύριες συντάξεις, όλες τις εισφορές των εργαζόμενων, στο Χρηματιστήριο, περιμένοντας να βρεθούν χρήματα για συντάξεις από την πορεία τις τάδε μετοχής του δείνα επιχειρηματία; Τι μπορεί να πάει στραβά;