του Δημήτρη Τσίρκα
Θα προσέξατε ότι όλα τα επιδόματα έχουν ψαγμένα διαφημιστικά ονόματα στα αγγλικά, γιατί πώς να το κάνουμε, αλλιώς ακούγεται το δελτίο σίτισης και αλλιώς το market pass. Το πρώτο παραπέμπει σε φτώχεια και πείνα, το δεύτερο φαντάζει σαν «διαβατήριο» για την είσοδό σου στην πολυπόθητη αγορά. Αν σε κάτι διαπρέπει αυτή η κυβέρνηση είναι στο μάρκετινγκ και την επικοινωνία.
Η επιδοματική πολιτική έχει πολλά πλεονεκτήματα για τους κυβερνώντες. Κατ’ αρχάς είναι πολύ πιο φθηνή από μια μόνιμη κοινωνική πολιτική με αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια – τα επιδόματα δίνονται άπαξ και είναι στη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης αν και πότε θα τα δώσει, σε ποιους και πόσο θα είναι το ύψος τους.
Κυρίως όμως διαμορφώνει σχέση εξαγοράς/εξάρτησης των ψηφοφόρων με την εκάστοτε εξουσία, το κοινωνικό κράτος αντικαθίσταται από το κράτος της φιλανθρωπίας, οι κυβερνώντες, από εκπρόσωποι του λαού, μετουσιώνονται σε ευεργέτες του και οι πολίτες εκπίπτουν σε ευγερτηθέντες επιδοματούχοι. Κάτι σαν πελάτες που περιμένουν εναγωνίως τις προσφορές για να ψωνίσουν. Η πολιτική ως εκπτώσεις…
Αλλά τα αλλεπάλληλα επιδόματα της κυβέρνησης Μητσοτάκης έχουν και μια καίρια ιδεολογική λειτουργία. Έρχονται να συγκαλύψουν τις ταξικές πολιτικές που συστηματικά υποβαθμίζουν τη θέση των εργαζομένων και μειώνουν την αγοραστική τους δύναμη.
Πολιτικές όπως η περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και η συρρίκνωση ακόμα και αυτών των ελάχιστων εργατικών δικαιωμάτων που έχουν απομείνει, που έφεραν οι νόμοι του Χατζηδάκη για την εξάμηνη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, την απελευθέρωση των απολύσεων και τη διάλυση του ΣΕΠΕ.
Αλλά και η προκλητική στήριξη των ολιγοπωλίων σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, όπως στα είδη πρώτης ανάγκης, τα διυλιστήρια, την ενέργεια κλπ. που βγάζουν εξωφρενικά υπερκέρδη σε βάρος των (απροστάτευτων) εργαζομένων οι οποίοι στενάζουν στα πρατήρια καυσίμων, μπροστά στα γκισέ της ΔΕΗ και των σουπερμάρκετ (ο πληθωρισμός στα τρόφιμα ξεπερνά το 15% και είναι υπερδιπλάσιος του μέσου πληθωρισμού).
Αφού λοιπόν οι κυβερνώντες, σε διαπλοκή με τα ολιγοπώλια, έχουν πάρει 10 από τους εργαζόμενους, έρχονται μετά να τους επιστρέψουν τα 2, με τη μορφή επιδομάτων, τα οποία όχι μόνο δεν αναπληρώνουν τις απώλειες, αλλά προσθέτουν και προσβολή στο τραύμα. Φιλοδωρήματα, δηλαδή, που τα ομοκρέβατα της κυβέρνησης ΜΜΕ εμφανίζουν ως μεγάλη γαλαντομία του Μητσοτάκη προς τους πολίτες – το αφεντικό τρελάθηκε και μοιράζει λεφτά!
Πλαισιώνονται δε και από άλλα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, σαν το περιβόητο «καλάθι του νοικοκυριού» του Άδωνι Γεωργιάδη, το οποίο συγκεντρώνει απλώς τις προσφορές που ήδη έκαναν τα σουπερμάρκετ σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, αλλά προβάλλεται ως η υπερκαινοτόμος λύση για την ακρίβεια, τόσο επιτυχημένη που μας τη ζητάνε και από το εξωτερικό!
Πώς όμως συμβιβάζεται η ιδεολογία μιας νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης που αντιστρατεύεται, υποτίθεται, τον κρατισμό και την εξάρτηση των ανθρώπων από το κράτος, με τη συστηματική πρακτική της να μοιράζει επιδόματα;
Συμβιβάζεται αν διαχωρίσουμε την επίσημη ρητορική των νεοφιλελεύθερων από τα πεπραγμένα τους, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Το πώς, ενώ ομνύουν στον αντικρατισμό και την αριστεία, καταλήγουν να ενσαρκώνουν μια από τις πιο πελατειακές και διεφθαρμένες εκδοχές του καπιταλισμού (crony capitalism).
Ο νεοφιλελευθερισμός, ως συνολικό πλαίσιο διακυβέρνησης, στοχεύει στην αναδόμηση, όχι μόνο του κράτους αλλά ολόκληρης της κοινωνίας, στη βάση του ανταγωνισμού και στο όνομα της αύξησης της αποτελεσματικότητας και της διεύρυνσης των επιλογών.
Στον πυρήνα της φιλοσοφίας του έχει το ιδεολόγημα του homo economicus, μιας εκπτωχευμένης και ιδεαλιστικής αντίληψης του ανθρώπου, ως το απολύτως ορθολογικό άτομο που πασχίζει διαρκώς να μεγιστοποιήσει το προσωπικό του όφελος – η γνωστή αποστροφή της Θάτσερ: δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα και οικογένειες.
Αυτό δεν ισχύει μόνο για την οικονομία, αλλά και για την πολιτική: οι άνθρωποι, ισχυρίζονται οι νεοφιλελεύθεροι, ψηφίζουν όπως περίπου αγοράζουν προϊόντα στην αγορά, οι πολίτες δεν είναι παρά καταναλωτές των υπηρεσιών που προσφέρουν ή καλύτερα πουλάνε οι πολιτικοί με αντίτιμο την ψήφο.
Έτσι, ο Μητσοτάκης δεν πολιτεύεται με όρους ιδεολογίας, αλλά ως μάνατζερ. Μεταχειρίζεται το εκλογικό σώμα σαν αγορά την οποία έχει κατηγοριοποιήσει σε διαφορετικές ομάδες καταναλωτών που μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά (market segmentation) και φροντίζει να προσφέρει στην κάθε μία από αυτές το προϊόν που της ταιριάζει.
Για τους ακροδεξιούς έχει Άδωνι, Βορίδη, Πλεύρη, εθνοκαπηλεία και αντιμεταναστευτική ρητορική, για τους κεντρώους θηρεύει ασύστολα στελέχη του ΠΑΣΟΚ για να τα βάλει στα ψηφοδέλτια, για τους προοδευτικούς διαφημίζει τον πρώτο «ανοικτά γκέι υφυπουργό» κ.ο.κ. Αυτό δεν είναι κόμμα, είναι πολυκατάστημα.
Για αυτό και στο Μαξίμου χρησιμοποιούν συστηματικά όλα τα εργαλεία του μάρκετινγκ και της διαφήμισης (συνεχείς δημοσκοπήσεις, έρευνες με focus groups, έρευνες ικανοποίησης κοινού για το κάθε μέτρο κλπ.). Ακριβώς για να εντοπίσουν τις προτιμήσεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων και να σχεδιάσουν κατάλληλα τα «προϊόντα» τους, ώστε να μεγιστοποιήσουν τη θετική ανταπόκριση των ψηφοφόρων «καταναλωτών». Ή έστω να προσαρμόσουν ανάλογα το επικοινωνιακό πλασάρισμά τους (γίνονται στοχευμένες έρευνες ακόμα και για το πώς θα ονομάσουν το κάθε μέτρο ή επίδομα).
Η ίδια φιλοσοφία ενημερώνει και το modus operandi των κυβερνώντων και της κρατικής γραφειοκρατίας. Το βασικό κίνητρο είναι και εδώ το ατομικό συμφέρον και όχι, φυσικά, κάποια «νεφελώδης» έννοια δημοσίου συμφέροντος. Κοινώς, ό,τι πιάσει ο καθένας! Χωρίς την παραμικρή ηθική αναστολή, είναι ελεύθερος να αξιοποιήσει τη θέση του για να πλουτίσει, συνυπολογίζοντας, μόνο, το «κόστος ευκαιρίας».
Σύμφωνα, μάλιστα, με τη θεωρία των παιγνίων, ιδιαιτέρως αγαπητή στους νεοφιλελεύθερους, θα έχει δράσει απολύτως ορθολογικά: αν το εκτιμώμενο κέρδος από την παραβίαση των κανόνων – παίρνοντας μίζα για παράδειγμα από «ημέτερες» επιχειρήσεις υποχρεώνοντας το Δημόσιο να αγοράζει υπερκοστολογημένες υπηρεσίες – υπερβαίνει το κόστος από την πιθανότητα να τον πιάσουν και να οδηγηθεί στη φυλακή, τότε οφείλει να το κάνει, θα έχει δράσει εντελώς ορθολογικά.
Αυτό το κόστος ευκαιρίας, μάλιστα, σχεδόν μηδενίζεται όταν το κυβερνών κόμμα έχει και το μαχαίρι και το πεπόνι. Όταν ελέγχει και την κυβέρνηση και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και τη Δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ, όλους δηλαδή τους αρμούς της εξουσίας.
Πώς μετά να μην απογειωθεί η διαφθορά, αλλά και να μην κανονικοποιηθεί πλήρως στη δημόσια σφαίρα ως το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, σε σημείο όποιος δεν «τα παίρνει» να θεωρείται κορόιδο. Σε γνωρίζω απ’ τη μίζα την παχυλή, απ’ την απευθείας ανάθεση βγαλμένη, των δεξιών την ιερή!
Ας λείπουν όμως οι ηθικολογίες, οι άνθρωποι δεν είναι διεφθαρμένοι, ούτε διαπλεκόμενοι, είναι απλώς άριστοι, οι νικητές της αγοράς – οικονομικής και πολιτικής – η οποία είναι ο κατεξοχήν τόπος αποκάλυψης της αλήθειας (τα σήματα της ζήτησης και της προσφοράς), αλλά και της δικαιοσύνης (όποιος έχει ικανότητες και δουλέψει σκληρά, προκόβει).
Για τους υπόλοιπους, τους ηττημένους της αγοράς, έχει μόνο επιδόματα. Και θα πρέπει να είναι και ευγνώμονες που τα παίρνουν αφού δεν τα αξίζουν στ’ αλήθεια, χαριστικά τους δίνονται.
Ας όψεται όμως αυτό το προβληματικό σύστημα που λέγεται δημοκρατία, η οποία, αντί να παραχωρεί την εξουσία κατευθείαν και αυτοδίκαια στους αρίστους, τους αναγκάζει να πρέπει να την εξασφαλίσουν καλοπιάνοντας τους κατωτέρους τους. Είναι μια «στρέβλωση» της αγοράς που ελπίζουμε να διορθωθεί σύντομα.