Το μέτρο της μη αυτόματης παύσης του επιδόματος ανεργίας (για όσους άνεργους το δικαιούνται…) σε περίπτωση πρόσληψής τους σε νέα θέση εργασίας, με την ταυτόχρονη απαλλαγή του νέου εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής εκείνου του τμήματος του μισθού που αντιστοιχεί στο επίδομα ανεργίας, και για όσο διάστημα το δικαιούται ο πρώην άνεργος, ως μέτρο καταπολέμησης της ανεργίας, έχει ένα τόσο έντονο άρωμα εκδούλευσης απέναντι στην εργοδοσία, που κάθε σχόλιο φαντάζει περιττό.
Όπως πολύ σωστά επισημάνθηκε από την πρώτη στιγμή, με τη συγκεκριμένη ρύθμιση παύει να επιδοτείται ο άνεργος και (για μια ακόμα φορά) επιδοτείται ο εργοδότης που τον έχει προσλάβει. Φτάνει μόνο να αναλογιστεί κανείς ότι στην περίπτωση που εφαρμοστεί αυτό το μέτρο, θα έχουμε τον εξής τραγέλαφο: Από τη μια μεριά μερικές (ελάχιστες, μάλλον) χιλιάδες εργαζόμενους πρώην ανέργους, που θα εισπράττουν το επίδομα που δικαιούνταν ως άνεργοι συν τη διαφορά του επιδόματος από το μισθό τους (αν έχουν την τύχη να πληρώνονται από τον εργοδότη τους…). Και από την άλλη, περισσότερους από ένα εκατομμύριο «κανονικότατους» ανέργους (πολλοί από τους οποίους δεν έχουν καμιά πρακτικά ελπίδα επανένταξης στην αγορά εργασίας) που απλά δεν δικαιούνται κανένα επίδομα, καμιά στήριξη απολύτως.
Θα μπορούσε ίσως να αντιτείνει κανείς καλοπροαίρετα ότι αυτό πρακτικά γίνεται και σήμερα, σε μεγάλο βαθμό: Οι εργοδότες που απασχολούν πρώην ανέργους δεν τους δηλώνουν στην Επιθεώρηση Εργασίας, έτσι ώστε οι μεν πρώην άνεργοι να συνεχίζουν να καρπούνται το επίδομα ανεργίας, και οι ίδιοι να καταβάλουν σ’ αυτούς χαμηλότερες αμοιβές και καθόλου ασφαλιστικές εισφορές. Μιλάμε για το προσφιλές σπορ της ελληνικής εργοδοσίας, στο οποίο καταγράφει επιδόσεις για το βιβλίο Γκίνες… Ωστόσο, ακόμα κι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, που δυστυχώς πράγματι συμβαίνει, αυτός δεν είναι λόγος να το νομιμοποιεί το ίδιο το Υπουργείο Εργασίας, επιβραβεύοντας και επιδοτώντας αυτούς που παρανομούν, και που μηχανεύονται κάθε τρόπο να απασχολούν μαύρη αδήλωτη, δηλαδή ανυπεράσπιστη και «πειθαρχημένη» εργασία!
Βέβαια, υπάρχουν και κάποιοι, ελάχιστοι πλέον, που εξακολουθούν να πείθονται από το έωλο επιχείρημα των υποστηρικτών ενός τέτοιου μέτρου: εν πάση περιπτώσει, μ’ αυτό τον τρόπο οι προσλήψεις προσωπικού γίνονται πιο «προσιτές», ιδίως από τις χειμαζόμενες λόγω της κρίσης, μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και τελικά, έστω και έτσι, θα μειωθεί η ανεργία. Το μέτρο είναι ίσως αποσπασματικό, μας λένε, αλλά δεν είναι εντελώς για πέταμα!
Στην ουσία, έχουμε μπροστά μας το επιχείρημα ότι ο λόγος για τον οποίο οι εργοδότες δεν κάνουν προσλήψεις είναι οι ασύμφορα υψηλοί μισθοί. Kι όμως, αυτό που συμβαίνει γύρω και δίπλα μας, εδώ και έξι χρόνια, θα έπρεπε να είχε πείσει κάθε καλοπροαίρετο: Η συνεχής κατακρήμνιση των μισθών, οι κάθε είδους φορολογικές και ασφαλιστικές ελαφρύνσεις των επιχειρήσεων όχι απλά δεν έφεραν προσλήψεις, αλλά οδήγησαν σε μεγάλη μείωση της απασχόλησης, σε απολύσεις, και μεγάλη αύξηση της ανεργίας, δημιουργώντας ένα εφιαλτικό φαύλο κύκλο με άγνωστο ακόμα βάθος.
Και αυτό γιατί, ο πραγματικός λόγος που δεν γίνονται προσλήψεις είναι η πολύ χαμηλή εγχώρια ζήτηση, η συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών και η συνεχής επί έξι χρόνια απόσυρση ρευστότητας από την αγορά (απομόχλευση) για την τραπεζική «εξυγίανση». Εννοείται ότι, από την άλλη μεριά, οι επιχειρήσεις που π.χ. είναι προσανατολισμένες στη διεθνή αγορά ή που είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν τις «ευκαιρίες» που δημιουργούν οι αλλαγές στα πρότυπα της ζήτησης που επέφερε η εξαετής πλέον κρίση, δεν περιμένουν τις επιδοτήσεις του Υπουργείου για να αυξήσουν τον αριθμό των εργαζόμενων τους.
Last but not least: To νεοφιλελεύθερης κοπής μέτρο της επιδότησης της πρόσληψης ανέργων με διάφορες μορφές, με τη λογική ότι η πρόσληψη ενός ανέργου είναι κάτι σαν ένα «σκαλοπάτι» το οποίο η επιχείρηση θα πρέπει να βοηθηθεί προκειμένου να το ανέβει, το είχαν προτείνει και εφαρμόσει οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ λίγα μόλις χρόνια πριν την κρίση του 2009. Τα αποτελέσματα ήταν απελπιστικά φτωχά: πολλές επιχειρήσεις απέλυαν παλιούς υπαλλήλους προκειμένου να προσλάβουν ανέργους και να πάρουν την επιδότηση, και άλλες απέλυαν τους νεοπροσληφθέντες αμέσως μετά το τέλος της περιόδου της επιδότησης. Η διαφορά είναι ότι η άποψη του 2008 ότι οι μισθοί ήταν τόσο υψηλοί ώστε να δυσκολεύουν τις προσλήψεις, μπορούμε να πούμε ότι ήταν μια λανθασμένη προσέγγιση της πραγματικότητας. Όμως, το να επαναλαμβάνει κανείς, έστω και σιωπηρά, ένα αντίστοιχο επιχείρημα στη μνημονιακή Ελλάδα του 2016 είναι τόσο εξωφρενικό, που μόνο σαν κακόγουστο χιούμορ μπορεί να χαρακτηριστεί. Ιδίως όταν αυτή η λογική προέρχεται από μια κυβέρνηση που προγραμματικά διακήρυσσε την άμεση αποκατάσταση του βασικού μισθού στα 751 ευρώ ως πρώτο μέτρο για την αναθέρμανση της οικονομίας….
Πηγή: Rednotebook.gr