«Μοναρχία» επειδή άρχει ο γόνος μιας δυναστείας, με όσο το δυνατόν λιγότερες θεσμικές διαμεσολαβήσεις μεταξύ του ηγεμόνος και των υπηκόων. «Επικοινωνιολογική» γιατί ο μονάρχης είναι κυρίως ένα «brand-name», που χρησιμοποιούν ως ομπρέλα οι ολιγάρχες, για να συσπειρώσουν ίσως για πρώτη φορά με τόση επιτυχία στην ιστορία της μεταπολίτευσης σε μία αυτοδύναμη κυβέρνηση ένα φάσμα πολιτικών δυνάμεων που ξεκινάει από το ακροκεντρώο Ποτάμι και διά του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ και όλων των διαμερισμάτων της γαλάζιας πολυκατοικίας φτάνει ως την ακροδεξιά του ΛΑΟΣ, ενώ υπάρχει και μια έμμεση συνεργασία μέσω ανοχής με το ΚΚΕ, χτίζοντας στην παράδοση της εγκάρδιας συνεννόησης με τον Μητσοτάκη πατέρα. Σε αυτό το πολίτευμα η σχέση μεταμονάρχη και λαού δεν διαμεσολαβείται από τους παρωχημένους θεσμούς της Βουλής, αλλά από τους επικοινωνιολόγους που, προσπαθώντας να αφουγκραστούν τον παλμό του λαού από δημοσκοπήσεις και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διαμορφώνουν τα κατάλληλα μηνύματα με τα οποία θα ανταποκριθεί ο ηγεμόνας, προκειμένου να παρατείνει τη συντήρηση της εξουσίας του. Οι επικοινωνιολόγοι έχουν υποκαταστήσει κάθε πολιτική διαμεσολάβηση, ενώ οποιαδήποτε πολιτική στάση υπακούει εκ των προτέρων στις επιταγές της σκηνοθεσίας και αυτοσκηνοθεσίας. Η σκηνοθεσία αυτή ως απόκριση στον λαό είναι επιτελεστική, δηλαδή δεν αποσκοπεί μόνο στην αντίδραση έναντι βιωμάτων του λαού, όπως η οργή και η θλίψη, αλλά και στη δυναμική διαμόρφωσή τους.

 

Η ολύμπια τυχαιότητα της μοναρχίας και η κατασκευή δεξιοτήτων

 

Στον ορισμό της (συνταγματικής) μοναρχίας από τον Έγελο αυτό που τονίζεται ως πνευματικό χαρακτηριστικό της είναι η σύνθεση της ενδεχομενικότητας και της αναγκαιότητας, ήτοι των δύο διαστάσεων της ανέλιξης του ιστορικού γίγνεσθαι. Ο μονάρχης έχει τη θέση της απόλυτης ενδεχομενικότητας, καθώς δεν χρειάζεται να είναι άξιος, να έχει ορισμένες καλές ιδιότητες, όπως ευφυία, στρατηγική, κάλλος, διορατικότητα, σωφροσύνη κ.ο.κ., αλλά για την ανάδειξή του επαφιόμαστε στην τυχαιότητα της βιολογίας. Με τον τρόπο αυτό, όμως, η απόλυτη ενδεχομενικότητα μπορεί να ίσταται με ολύμπιο τρόπο πάνω από το έτερο στοιχείο, δηλαδή την αναγκαιότητα αυτών που χρειάζεται να έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες, για να κυβερνήσουν, ανήκοντας σε αντίπαλα κόμματα, και να ενώνει έτσι το πολιτικό σκηνικό, εκπροσωπώντας τη βία της γυμνής τυχαιότητας, που χρειάζεται για να ενώσει όσους κατ’ ανάγκην συγκρούονται.

Ιστορικώς βέβαια για να οικοδομήσεις έναν πετυχημένο μοναρχικό οίκο χρειάζεσαι και τα γερά γονίδια (αυτά αδιαμφισβήτητα η μετα-μοναρχική οικογένεια της σημερινής Ελλάδας τα έχει) και στην Ευρώπη οι ισχυρές δυναστείες που κατάφεραν να φτάσουν στον απολυταρχισμό της πρώιμης νεωτερικότητας ήταν οι πιο ικανές που επέζησαν δαρβινικώς μέσα στους ανταγωνισμούς μεταξύ φεουδαρχών κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα. Ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων, οι μοναρχικές οικογένειες εκφυλίζονται, εν μέρει και λόγω των επιγαμιών, με αποτέλεσμα από κάποιο σημείο και πέρα να είναι δείγμα της αξίας της μοναρχίας η τυχαιότητα του μονάρχη και όχι η αναγκαιότητά του. Για να το θέσουμε πιο απλά, το να επιτυγχάνει να βασιλεύει ένας ανίκανος (ιδίως στη συνταγματική μοναρχία ως εξέλιξη της απολυταρχικής) αποδεικνύει περισσότερο την ισχύ του θεσμού από ό,τι το να βασιλεύει ένας ικανός. Η έκφραση «ο βασιλιάς είναι γυμνός» δεν δείχνει μια εξαίρεση του (ύστερου) μοναρχικού θεσμού, αλλά την κανονικότητά του: Ήτοι το γεγονός ότι σε μια μοναρχία οι υπήκοοι υποχρεούνται να παίξουν το παιχνίδι του σεβασμού προς τον θεσμό, ενώ γνωρίζουν τη γύμνια του καθ’ όλη τη διάρκειά του.

Στην επικοινωνιολογική μετα-μοναρχία, η ισχύς του «πολιτεύματος» αποδεικνύεται από το αν μπορούν οι καλές ιδιότητες να κατασκευαστούν από τους επικοινωνιολόγους. Λ.χ. οι υπήκοοι καλούνται να συναινέσουν στο ότι η πρώτη κυρία είναι «υπέρκομψη», ακόμη κι αν η ίδια τρολάρει το σύστημα, φορώντας ό,τι πιο ακραία παιγνιώδες ή πρόχειρο μπορεί, ότι ο ηγεμών είναι «το καλύτερο βιογραφικό της χώρας», παρόλο που του αρέσει να φωτογραφίζεται δίπλα σε εκ των υστέρων πτυχία των συνεργατών του. Ζούμε άλλωστε στην εποχή του τηλεοπτικού και ψηφιακού θεάματος και τα πάντα είναι εξαρχής διαμεσολαβημένα από την επικοινωνούμενη εικόνα τους. Μεταξύ άλλων ο Enzo Traverso έχει αναλύσει ενδελεχώς τη χρήση του ιικού (viral) διαδικτυακού οπτικοακουστικού από τους μετα-φασισμούς, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των φονταμενταλιστών από προνεωτερικές ανεικονικές παραδόσεις όπως το Ισλάμ που εμβαπτίζονται και αυτοί στην κολυμπήθρα του Ίντερνετ, για να επικρατήσουν. Τα νέα κόμματα που κυριαρχούν άλλωστε τα τελευταία χρόνια είναι αφενός αυτά ακροδεξιών που έχουν προκύψει από την (υποτιθέμενη) αντισυστημική τους περσόνα (Trump, Meloni, Le Pen κ.ά.) και αφετέρου νεοφιλελεύθερες αντιδράσεις επίσης με επικοινωνιακές προσωπικότητες εκτός παραδοσιακού πολιτικού συστήματος (Macron, το δικό μας Ποτάμι που δεν ευδοκίμησε κ.ά.).

 

Παλινόρθωση και βιοπολιτική

 

Χαρακτηριστικό της Ελλάδας σε αυτό το πλαίσιο είναι ότι οι επικοινωνιολόγοι είναι πλέον στην υπηρεσία όχι ενός νεοφανούς αστέρος, αλλά του μεγαλύτερου παραδοσιακού τζακιού της χώρας, προκειμένου να κατασκευάσουν ένα προφίλ κατ’ αρχήν αριστείας και μετέπειτα πολλών άλλων χαρακτηριστικών (αξιοπιστία, εμπιστοσύνη, αμεσότητα, ανθρωπιά, συντριβή, συγνώμη, υπερηφάνεια και έπαρση ανάλογα με τις περιστάσεις), προκειμένου αυτό το κατά τα άλλα «πουκάμισο αδειανό» να ενώσει ένα μεγάλο συντηρητικό διακομματικό κοινό (από φιλελεύθερο Ποτάμι μέχρι ακροδεξιό ΛΑΟΣ) στη βάση της αναζήτησης μιας φαντασιακής πλέον σταθερότητας και κανονικότητας. Μιλάμε για «μετα-μοναρχία», γιατί ο μεν ρόλος της συνταγματικής μοναρχίας είναι να αποτελεί με ολύμπιο τρόπο ένα υποκείμενο έρεισμα ενότητας στις αντίπαλες παρατάξεις· στη μετα-μοναρχία οι πρώην αντίπαλες παρατάξεις έχουν αφομοιωθεί όλες στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, αυτή είναι η πρωτοφανής στη μεταπολίτευση επιτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ήτοι το ότι έχει στεγάσει σε ένα κυβερνητικό σχήμα τους φιλελεύθερους του Ποταμιού, τους ακροκεντρώους, τους εκσυχρονιστές του ΠΑΣΟΚ, όλες τις πολλές φράξιες της δεξιάς και ακροδεξιούς με φασίζοντα χαρακτηριστικά. Αυτό βεβαίως οφείλεται στο ότι πρόκειται για μια κυβέρνηση «παλινόρθωσης» μετά την «πρώτη φορά Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ που απέτυχε αφενός να κάνει τη ρήξη και αφετέρου να στήσει (προς το παρόν τουλάχιστο) έναν κανονικό για μεταπολεμικές δημοκρατίες δικομματισμό. Με αποτέλεσμα όλοι οι ισχυροί ολιγάρχες με τα μίντιά τους να κλίνουν μονόπαντα προς τη ΝΔ με πρωτοφανή μονομέρεια μετά το 1974, με την επικουρία μάλιστα της βιοπολιτικής για τον κορονοϊό και της Λίστας Πέτσα.

Το «επίτευγμα» αυτό της παλινόρθωσης όλων των δυνάμεων που υπό άλλες προϋποθέσεις θα αποτελούσαν ένα ancien régime έχει καταστεί δυνατό χάρη στον ενωτικό ρόλο που έχει μία οιονεί «βασιλική» οικογένεια, η οποία ολυμπίως παρέχει συμβολική νομιμοποίηση σε όλο τον ετερόκλητο εσμό μενουμευρώπηδων, φιλελέδων, τσεκουράτων της ακροδεξιάς, σημιτανθρώπων, χιψτεροποτάμηδων και λοιπών δυνάμεων της Δεξιάς και της Συντήρησης. Είναι χαρακτηριστική η επικοινωνιολογική έμφαση λ.χ. στον βασιλικό υιό που έχει σχέση με τενίστρια, εκπρόσωπο του πιο αριστοκρατικού αθλήματος, η επιμονή στην παμπεριεκτικότητα μιας οιονεί «βασιλικής» οικογένειας που με ανιψιούς, εξαδέλφους, γαμπρούς και νύφες ελέγχει από την ΕΥΠ μέχρι τα δημαρχεία, τα τηλεοπτικά σόου και τους ποικίλους θεσμούς της μαζοδημοκρατίας μας. Ενώ στη (συνταγματική) μοναρχία ο βασιλιάς ίσταται πάνω από τα δημοκρατικά κόμματα, στην ελλαδική μετα-μοναρχία ο δημοκρατικά εκλεγμένος ηγεμών ίσταται πάνω από τις ετερόκλητες φράξιες του παμπεριεκτικού κόμματός του, στην υπηρεσία του οποίου έχουν τεθεί όλα ανεξαιρέτως τα τηλεοπτικά κανάλια και όλες ανεξαιρέτως οι παραδοσιακές συστημικές εφημερίδες (κάτι που ποτέ δεν ίσχυε παλιότερα, όταν υπήρχε δικομματισμός) και φυσικά το μεγαλύτερο μέρος των θεσμών, δικαστικών, νομικών, ακαδημαϊκών, εκκλησιαστικών κ.ο.κ., ωθώντας τις λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις είτε στην επιλογή μιας εντελώς ναρκοθετημένης μελλοντικής συγκυβέρνησης που δεν θα μπορούν παρά να επαναλάβουν τη μνημονιακή μονοτροπία, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις τους, είτε σε ένα περιθώριο ρήξης που προεξοφλείται ως ουτοπικό και δακτυλοδεικνύεται ως γραφικό.

 

Η κουλτούρα των διαγγελμάτων στην εποχή της permacrisis

 

Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της επικοινωνιακής μεταμοναρχίας είναι η κουλτούρα των διαγγελμάτων. Πρόκειται για ένα απότοκο της «μόνιμης κρίσης» (permacrisis εκ του permanent crisis η λέξη της χρονιάς 2022 κατά το Λεξικό Collins) όπου η διαρκής συνθήκη εξαίρεσης λόγω οικονομικής κατάρρευσης, πανδημίας, διεθνικών πολεμικών συγκρούσεων, απειλής Γ΄ Παγκοσμίου πολέμου κ.ο.κ., είναι η «νέα κανονικότητα» με αποτέλεσμα ο ηγεμόνας να αποφασίζει πότε αναστέλλονται οι προηγουμένως «κανονικοί κανόνες». Τα διαγγέλματα παρακάμπτουν όλους τους δημοκρατικούς θεσμούς και διαμεσολαβήσεις (στους οποίους κατά τα άλλα ομνύουν οι άφαντοι φιλελόσοφοι) και εγκαθιδρύουν μία απολύτως άμεση και αδιαμεσολάβητη σχέση ηγεμόνα και υπηκόων. Οι μόνοι που έχουν ίσως το δικαίωμα να παρεισφρήσουν σε ένα διάγγελμα είναι οι επιστήμονες ως εκπρόσωποι του νέου ιερατείου, όπως λ.χ. κάποιος λοιμωξιολόγος δεξιός ψάλτης του συστήματος στον οποίο ο ηγεμόνας θα απευθυνθεί στο β΄ ενικό με το μικρό του όνομα, για να δείξει ότι είναι αυτός που συγκαλεί τις επιστημονικές συνόδους, όπως άλλοτε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας τις οικουμενικές συνόδους των επισκόπων του παλαιού ιερατείου. Στα διαγγέλματα μπορεί να ζητηθεί «συγνώμη», αλλά όχι να αναληφθεί «πολιτική ευθύνη».

Η κουλτούρα των διαγγελμάτων καταργεί τους δημοκρατικούς θεσμούς αντιπροσώπευσης, τη Βουλή με τις επιτροπές της και την κοινωνία των πολιτών. Υπάρχει μόνο ο μετα-μονάρχης, οι επικοινωνιολόγοι του και οι υπήκοοι. Και οι επι-ντροπές που ορίζει κατά βούληση στον live χρόνο του διαγγέλματος. Ο μετα-μονάρχης αποφαίνεται ως εμπειρογνώμων ότι το δυστύχημα στα Τέμπη «ήταν κυρίως ανθρώπινο λάθος», ο υπουργός παραιτήθηκε, πράγμα που τον τιμά, αλλά ως εκεί. Μετά σταθμίζει τις αντιδράσεις των υπηκόων. Το συζητάει με τους επικοινωνιολόγους του. Ύστερα κάνει τους πειραματισμούς του στο χαρτί (πληκτρολόγιο) σαν καλλιτέχνης βασιλεύς, δεν ξέρει τι ακριβώς να γράψει. Εντέλει ζητάει συγνώμη από τους υπηκόους, αλλά αυτό το κάνει επειδή αυτός είναι ο πεφωτισμένος μεσσίας που θα βγάλει τη χώρα από την καθυστέρηση.

Αυτά αν δεχτούμε την εκδοχή ότι υπάρχουν επικοινωνιολογικές παλινωδίες με τη μέθοδο της δοκιμής και πλάνης. Γιατί υπάρχει και η ερμηνευτική της υποψίας ότι η επικοινωνιολογική μετα-μοναρχία είναι καταστατικά αντιφατική. Ο βασικός στόχος της δεν είναι να επικρατήσει έναντι αντιπάλου σε εκλογές. Αυτό θα συνέβαινε αν οι επικοινωνιολόγοι στόχευαν σε δημοκρατική νίκη. Ο σκοπός της μετα-μοναρχίας είναι η μέγιστη δυνατή συσπείρωση στο συντηρητικό κοινό, κυρίως στις μεγάλες ηλικίες, και ο εξοστρακισμός των λοιπών, συμπεριλαμβανομένων κατ’ εξοχήν των νέων, με διάφορους τρόπους: Ώθηση στην αποχή στη λογική «όλοι ίδιοι είναι», πολυδιάσπαση της Αριστεράς, εκλογές τους θερινούς μήνες που οι νέοι δουλεύουν σεζόν και δεν μπορούν να πάρουν άδεια από τον εργοδότη τους να ψηφίσουν, καταναγκασμός στη μετανάστευση, ώστε να μείνουν στην Ελλάδα μόνο οι γέροι και τα βύσματα, απαξίωση ως «παραληρήματος» και ως «ουτοπίας», «γελοιότητας», «γραφικότητας» κ.ο.κ. κάθε φωνής που διαφέρει, είτε πρόκειται για τον κατά βάση μνημονιακό «πολακισμό», είτε για όποιον διεκδικεί ρήξη. Για τον λόγο αυτό ο μετα-μονάρχης επιστρατεύει αφενός έναν συνδυασμό συγκατάβασης και θρασύτητας στο πρώτο τηλεοπτικό διάγγελμα, για να συσπειρώσει το δικό του κοινό στη βάση ότι είμαστε ισχυροί, έχουμε θράσος και μπορούμε να λέμε και ξεδιάντροπα ψέματα γιατί «γλεντάμε» την Αριστερά. Ενώ μετά με μήνυμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απευθύνεται σε ένα πιο λόγιο κοινό αναποφάσιστων, για να τους προσεγγίσει με μια άλλη γλώσσα πειραματισμού και διερώτησης. Προκειμένου να επανέλθει εντέλει στο επικοινωνιακό «όλοι φταίμε» ως το νέο «μαζί τα φάγαμε».

 

Συγνώμη και μοναρχικός μεσσιανισμός

 

Η συγνώμη μάλιστα ζητείται στο πλαίσιο ενός μοναρχικού μεσσιανισμού. Προς επίλυση μιας παρεξήγησης: Πολλοί οργίζονται με τη φράση «όλοι φταίμε» από πρωθυπουργικά χείλη στη λογική ότι δεν μπορεί να φταίει όλος ο λαός για τεχνικές αστοχίες της κυβέρνησης, όπως η μη ύπαρξη τηλεδιοίκησης στους σιδηροδρόμους, η αποψίλωση από εργαζόμενους, ο κακός τρόπος της ιδιωτικοποίησης κ.ο.κ. Ο πρωθυπουργός, όμως, δεν είπε τη φράση με αυτό το νόημα. Εννοούσε «φταίω ακόμη κι εγώ», που είμαι σε συνθήκες κανονικότητας ο ανεύθυνος μονάρχης, ενώ το νορμάλ είναι να φταίτε μόνο εσείς οι πλεμπαίοι που έχετε τις ντεκαντάν νεοελληνικές παθογένειες. Οπότε αναγνωρίζει ότι ατυχώς δεν έχει προς το παρόν υπερβεί τα ελαττώματα της ελληνικής πλέμπας, αλλά είναι ο μόνος που μπορεί τώρα μετά από τη μεγαλόθυμη ανάληψη συγνώμης να μας βγάλει από τον κακό παλιό μας εαυτό.

Κατά ένα ιδιότυπο mansplaining η συγνώμη εκτείνεται στον χώρο («όλοι φταίμε») και τον χρόνο («ζητώ συγγνώμη τόσο προσωπική όσο και στο όνομα όλων όσοι κυβέρνησαν τη χώρα εδώ και χρόνια»). Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι στις φωτογραφίσεις του «συντετριμμένου» υπουργικού συμβουλίου, που μιμούνται αντίστοιχη επικοινωνιακή τακτική του «τεθλιμμένου Μακρόν» στη Γαλλία, μόνο οι υπουργοί παρουσιάζουν ένα φάσμα πένθους από τον ολοφυρμό του Αδώνιδος Γεωργιάδου μέχρι την περισυλλογή των πιο συγκρατημένων, ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός εμφανίζεται με το γνωστό του ύφους χαμογελαστής αυταρέσκειας είτε ως άφατη χαρά και ειρήνη πάσαν νουν υπερέχουσα μετά την εξομολόγηση των ενοχών όλων διαχρονικώς των πρωθυπουργών, είτε για να δείξει ότι ο μεταμονάρχης είναι ο ίδιος υπεράνω των κανόνων πένθους που θέτει παραδειγματικά στους μινίστρους και κατ’ επέκταση στους υπηκόους.

Η μετα-μοναρχία είναι πολύ σοβαρό πρόβλημα για την Ελλάδα. Μπορεί να είμαστε προτεκτοράτο (εξ ιδρύσεώς μας με ελάχιστα ίσως διαλείμματα), μπορεί να είμαστε αποικία χρέους (από το 2010), αλλά αν γίνουμε οριστικά μετα-μοναρχία, αυτό θα σημαίνει πώς δεν θα έχουμε δημοσιογράφους, αλλά αυλοκόλακες, δεν θα έχουμε «πνευματικούς ανθρώπους», πανεπιστημιακούς, διανοούμενους κ.ο.κ., αλλά αυλικούς στην καλύτερη περίπτωση και γελωτοποιούς στη χειρότερη. Δεν θα έχουμε πολιτικούς αλλά χειροκροτητές που θα δοξάζουν τον μεταμονάρχη ακόμη και στην ιδιωτική τους ζωή, για να τους ακούει το Predator και να του τα μεταφέρει.