Και, οπωσδήποτε, το τελευταίο που χρειαζόμαστε σήμερα είναι αυτάρεσκα ιδεολογικοποιημένες τοποθετήσεις τύπου «υπέρ» ή «κατά». Πολλές ελπίδες και πολλοί φόβοι επενδύθηκαν από διάφορες πλευρές στη ρωσική επανάσταση, αλλά πρέπει να δούμε καθαρά ότι η εξέλιξή της δεν δικαίωσε τελικώς κανέναν. Παραμένει ένα αμήχανο μετέωρο που κανείς δεν μπορεί να διαχειριστεί με ασφάλεια, χωρίς τον κίνδυνο να καεί και ο ίδιος στην κριτική του. Οι παλιοί υποστηρικτές της μοιάζουν να έχουν περιπέσει σήμερα σε αμήχανη σιωπή, και πολλοί από αυτούς δεν είχαν ενδοιασμό να αλλάξουν σημαία μετά την κατάρρευση του κόσμου που θέλησε να νομιμοποιηθεί στο όνομά της. Από την άλλη πλευρά,  ο κόσμος που θα μπορούσε να καυχηθεί πως την νίκησε αποδεικνύεται τόσο αβυσσαλέα κατώτερός της, πρακτικά και αξιακά, που κάθε θριαμβολογία εκ μέρους του ακούγεται μόνο ειρωνικά· και όσοι δικαιολογημένα επέκριναν βήμα προς βήμα τις μεταπτώσεις και τις μεταστροφές της, δεν έχουν κανένα λόγο να είναι ευχαριστημένοι από τη δικαίωσή τους: η πτώση της μοιάζει να συμπαρασύρει στην άβυσσο και τις δικές τους βαθύτερες ελπίδες. Εκτός αν…
 
Ποιος είναι λοιπόν ο καλύτερος τρόπος να μιλήσουμε γι’ αυτήν; Πιθανώς, σκέπτομαι, όπως ο Γιάννης Χλιουνάκης με το βιβλίο του Ικάρια πτήση. Χρονικό τής Ρωσικής επανάστασης (Τόπος: Αθήνα 2017) – το τελευταίο που διάβασα και στο οποίο θα ήθελα να σταθώ, γιατί έχει το κουράγιο να κρατιέται πάνω σε αυτό το σπαρακτικό διφορούμενο και, χωρίς ανακουφιστικές βεβαιότητες ή εύκολα «συμπεράσματα», να ξεδιπλώνει εξακολουθητικά όλες τις πτυχές τού γεγονότος στη μνήμη, στριφογυρίζοντας κατά κάποιον τρόπο το μαχαίρι στην πληγή. Ξαναγυρίζει δηλαδή στα ίδια τα γεγονότα, ένα βήμα πίσω από τις πολλές αναλύσεις και ερμηνείες τους, σαν να λέει ότι η αλήθεια που αναζητάμε βρίσκεται μέσα στο ίδιο το πράγμα, φτάνει να είμαστε σε θέση να το αποκρυπτογραφήσουμε σ’ όλο του το εύρος, σε όλες του τις πτυχές, και στον συσχετισμό των λεπτομερειών μεταξύ τους.
 
Το βιβλίο αυτό δεν είναι λοιπόν εν πρώτοις μια «ερμηνεία» ή μια διδακτική αποτίμηση. Είναι ένα χρονικό, ένα κολλάζ ντοκουμέντων και πηγών (με την έννοια, μπαίνω στον πειρασμό να σκεφτώ, που έδινε στο «κολλάζ» ο Walter Benjamin: ένα σύνολο αρχείων που μιλούν για τον εαυτό τους, στα οποία ο ρόλος τού συγγραφέα περιορίζεται στην ίδια την οργανωτική αρχή· θυμίζει επίσης την ιδέα τού ντοκυμανταίρ που ανέπτυξε η ίδια η μετεπαναστατική Ρωσία, στο πρόσωπο του εμπνευσμένου κινηματογραφιστή της Τζίγκα Βερτώφ). Η εξιστόρηση –αν την πούμε έτσι– ξεκινάει από τον Μάρτιο του 1861, με την κατάργηση της δουλοπαροικίας από τον τσάρο Αλέξανδρο τον Β΄, και τελειώνει τον Ιανουάριο του  1924, με τον θάνατο του Λένιν. Βασικός οδηγός στη σύνταξη τού χρονολογίου στάθηκε το τρίτομο έργο τού E.H. Carr, Ιστορία τής Σοβιετικής Επανάστασης (Υποδομή: Αθήνα1977), αλλά εμπλουτίζεται από ένα μεγάλο φάσμα πρόσθετων πηγών, αναφορικά όχι μόνο με τα σοβιετικά γεγονότα αλλά και όλη την επαναστατική επταετία 1916-1923 στην Ευρώπη, καθώς κι ένα πλούσιο φωτογραφικό αρχείο. Συχνά ο φακός εστιάζει σε παραμελημένες φιγούρες ή συμβάντα, εφιστώντας την προσοχή του αναγνώστη και υποβάλλοντας διακριτικά νέους συσχετισμούς. Στο προλογικό του σημείωμα, εν πάση περιπτώσει, ο Γ. Χλιουνάκης γράφει: «Η κατάθεση αυτή, στην εκατονταετία τής Οκτωβριανής Επανάστασης, δεν προσθέτει οτιδήποτε στην ιστορική γνώση ούτε αντιπροσωπεύει κάποια καινοτομία απέναντι σε όλα όσα έχουν γραφεί για το κορυφαίο γεγονός τού 20ού αιώνα. Ο γράφων δεν είναι ιστορικός· ούτε εξειδικευμένες γνώσεις κατέχει ούτε πρόσβαση σε ανεξερεύνητες πηγές διαθέτει. Μοναδική φιλοδοξία του είναι να προφέρει μια εύχρηστη σύνοψη, μια “τράπεζα πληροφοριών” στους νέους αγωνιστές, που σήμερα αναζητούν και σχεδιάζουν τις δικές τους “ικάριες πτήσεις”. Όλοι αυτοί πορεύονται μέσα σε μια έρημο, στην οποία τα περισσότερα από τα σπάνια, έτσι κι αλλιώς, πηγάδια έχουν δηλητηριαστεί. Ο αγώνας λοιπόν για τη διαφύλαξη της ιστορικής γνώσης είναι επίκαιρος και επιβεβλημένος […] Οι περιορισμένες δυνατότητες καθόρισαν τη μορφή τής παρούσας εργασίας. Κάτι περισσότερο από ένα χρονολόγιο δεν γινόταν να γραφτεί. Ανεξάρτητα από αυτό, όμως, τούτος ο “τετριμμένος” τρόπος έκθεσης προσφέρεται, νομίζουμε, για τόπους και περιόδους όπου ο ιστορικός χρόνος συμπυκνώνεται υπερβολικά, όπου το συγκεκριμένο γεγονός και η απόφαση σχετικά με αυτό αναδεικνύονται με όλη τους τη σημασία και το βάρος» (σελ. 15-16 passim).
 
Απέναντι στις μεγάλες συζητήσεις και τις «οικογενειακές» διαμάχες τις σχετικές με την Οκτωβριανή επανάσταση και τις τύχες της, το χρονολόγιο αυτό προσπάθησε να κρατηθεί ουδέτερο – με την έννοια της αποχής από ατέρμονες εικοτολογίες τού τύπου «τι θα είχε συμβεί αν…» ή ποιο ήταν το «μοιραίο λάθος», τόσο προσφιλείς μέχρι σήμερα στον κόσμο τής Αριστεράς. Αυτού του είδους η «ουδετερότητα» είναι ωστόσο προϋπόθεση της πιο ουσιαστικής θεσιληψίας, την οποία ο συγγραφέας εκφράζει με τον πιο αναμφίλογο τρόπο στα «Επιλεγόμενά» του καθώς αποσαφηνίζει το νόημα του ίδιου τού εγχειρήματός του: «Είναι η αλλόκοτη γεωμετρία τού ιστορικού χρόνου, με τις αναδιπλώσεις, τα πυκνώματα και τα αραιώματά του, που φέρνει σε πρώτη γραμμή το καθήκον της διαφύλαξης και προώθησης της ιστορικής συνείδησης. Κατανοούμε σήμερα καλύτερα τη σημασία της δραματικής προειδοποίησης του Walter Benjamin, μεγάλου και τραγικού επαναστάτη στοχαστή: Ακόμα και οι νεκροί δεν θα γλιτώσουν από τον εχθρό, αν αυτός νικήσει (από τις Θέσεις για τη φιλοσοφία τής ιστορίας,VI )» (σελ. 222).
 
Αυτό ακριβώς είναι το διακύβευμα: ο αγώνας για το νόημα της Οκτωβριανής Επανάστασης και του ιστορικού ρόλου των πρωτεργατών της, ακούσιου ή εκούσιου· και αυτό, στην ίδια σελίδα, ο συγγραφέας το συνοψίζει με τα εξής λόγια: «Ενέπνευσαν και οδήγησαν τη μεγαλύτερη, προς τα πάνω, κίνηση των απλώς ανθρώπων που έγινε ποτέ. Εκατομμύρια άνθρωποι, σε κάθε γωνιά τής οικουμένης, έστρεψαν το βλέμμα εκεί όπου αυτός [ο Οκτώβρης] έδειξε, ένιωσαν να τους αγγίζει η φωτιά του. Ήταν, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, άνθρωποι της σκιάς, ανώνυμοι, προορισμένοι να ζήσουν σαν “χέρια” για τις φάμπρικες και τα χωράφια, πελάτες για τα καπηλειά και τα μπορντέλα, κρέας για τα κανόνια. Έγιναν πρωταγωνιστές τής ιστορίας, δάσκαλοι και οδηγοί οι ίδιοι, αυτοί που συχνά στα ώριμα χρόνια τους καταπιάνονταν να μάθουν ανάγνωση και γραφή γνωρίζοντας ότι η ζωή τους είχε νοηματοδοτηθεί από κάτι που ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια της ατομικής ύπαρξης. Τα έργα τους, οι άθλοι τους, έβαλαν ανεξίτηλη σφραγίδα στον αιώνα που πέρασε, δημιούργησαν ένα ιστορικό τετελεσμένο ακατάλυτο, όσο στέκεται Διαφωτισμένη Ανθρωπότητα» (σελ. 222). Κοντολογίς, να παραμείνει η Οκτωβριανή επανάσταση και η μοίρα της, οι αποτυχίες της και η κριτική τους, μέρος τής κληρονομιάς των ίδιων των εξεγερμένων, πηγή διδαγμάτων για το μέλλον και παρακαταθήκη πείρας για τους δικούς τους σκοπούς· να διαφυλαχθεί προπαντός από τα χέρια των αντιπάλων της, όσων προσπαθούν να εργαλειοποιήσουν προς δικό τους όφελος την αποτυχία της, να μην επιτραπεί να γίνει αυτή όργανο για τη δική τους δικαίωση, διότι και αν ακόμα η εξέλιξή της τους εξυπηρετεί, ποτέ δεν θα έχουν απέναντί της δίκιο. Σε αυτό το επίπεδο θεσιληψίας, για να το πω αλλιώς, το ζήτημα δεν είναι τόσο το τι έγινε και τι δεν έγινε, τι ακριβώς πήγε στραβά και σε ποιον θα επιρριφθούν οι εκάστοτε ευθύνες, όσο το ποιος έχει το δικαίωμα να το κρίνει αυτό
 
Το χρονολόγιο που αποτελεί το κύριο μέρος τού βιβλίου συνοδεύεται από δύο Παραρτήματα. Το πρώτο είναι ένα πίνακας της ηγετικής ομάδας των μπολσεβίκων (παρμένος από το βιβλίο τού MarcFerro, Από τα Σοβιέτ στον γραφειοκρατικό κομμουνισμό [Νησίδες, 1999]) στον οποίον σημειώνεται η ηλικία τους τον Οκτώβριο του 1917, το μορφωτικό τους επίπεδο και το πατρικό επάγγελμα. Το δεύτερο –πολύ πιο σημαντικό– είναι η περίφημη κριτική τής Ρόζας Λούξεμπουργκ, γραμμένη το φθινόπωρο του 1918 μέσα στις φυλακές τού Μπρεσλάου, που η πρώιμη διορατικότητά της επρόκειτο να αποδειχθεί προφητική: καμία σχεδόν από τις πολυάριθμες αναρχικές και αριστερές κριτικές που γράφτηκαν πέντε, δέκα, είκοσι χρόνια μετά, και μέχρι σχεδόν τις ημέρες μας, δεν υπάρχει η οποία να μην περιέχεται εν σπέρματι στις διορατικές υποδείξεις της. Στο κείμενο αυτό αναπτύσσει όχι μόνο τη διάσημη κριτική της στον μπολσεβικικό συγκεντρωτισμό, αλλά και μια καταγγελία της αλλοπρόσαλλης πολιτικής τού Σοβιετισμού αναφορικά με το ζήτημα της λεγόμενης «αυτοδιάθεσης των εθνών», που επρόκειτο να ανασχέσει με τόσο μοιραίο τρόπο την επέκταση του σοσιαλισμού και να παγιδεύσει τα αντιαποικιακά κινήματα που ήταν στα σπάργανα. Η παράθεση αυτού του ντοκουμέντου εδώ δεν είναι τυχαία: λειτουργεί ως παράδειγμα του τρόπου με τον οποίον ο συγγραφέας υποδεικνύει πως πρέπει να διαβάζουμε την Οκτωβριανή επανάσταση – παράδειγμα «εμμενούς κριτικής», για να το πω έτσι, που παραμένει πιστή στους διακηρυγμένους σκοπούς τής ίδιας τής Επανάστασης.
 
Τώρα, καθώς ο απόηχος αυτής της σπαρακτικά διφορούμενης επετείου κοπάζει, μια άλλη συγγενική επέτειος ανατέλλει: τον ερχόμενο Μάη κλείνουν 50 ακριβώς χρόνια από τον Γαλλικό Μάη τού ’68· και, όπως και στην περίπτωση της Οκτωβριανής επανάστασης, δεν πρόκειται για ένα στιγμιαίο γεγονός, αλλά για την εμβληματική κορύφωση μιας ολόκληρης επαναστατικής περιόδου, πέρ’ από γεωγραφικά πλάτη και σύνορα. Ο όρος «δεκαετία τού ’60» δεν είναι απλά χρονολογικός· και από χρονολογική άποψη εκτείνεται τουλάχιστον από την πρωτοχρονιά του 1959, όταν ο αντάρτικος στρατός τού Φιντέλ Κάστρο έμπαινε θριαμβευτικά στην πόλη τής Αβάνας, μέχρι την 30ή Απριλίου 1975, όταν οι τελευταίοι Αμερικανοί εγκατέλειπαν ταπεινωμένοι την Ινδοκίνα εκκενώνοντας την πρεσβεία τους στη Σαϊγκόν. Το παγκόσμιο κύμα τής εξέγερσης εκείνων των ημερών μετατόνιζε κι επανερμήνευε σ’ ένα νέο κλειδί την κληρονομιά τού Ρώσικου Οκτώβρη, εξερευνούσε νέα περάσματα εκεί οι προηγούμενοι δρόμοι είχαν φραχθεί. 100 χρόνια, 50 χρόνια: παράδοξες συμμετρίες και συσχετισμοί κατάφορτοι με ιστορική σημασία… Πραγματικά, η ιστορία τού εικοστού αιώνα, η ιστορία μας, μετριέται με επαναστατικές θύελλες: βίαια τινάγματα μιας πάσχουσας ανθρωπότητας στον αγώνα της να λυτρωθεί από το ιστορικό κακό – τον καρκίνο τού καπιταλισμού που κατατρώει τη σάρκα της γης και απεργάζεται τον αφανισμό της. Το ανεκπλήρωτο αυτό καθήκον βαραίνει ακόμα στους ώμους μας. Τίποτα δεν τελείωσε, λοιπόν, για όσους τουλάχιστον ξέρουν τον τρόπο να γίνονται σοφότεροι μέσ’ από τις ίδιες τους τις ήττες. Όπως υποδεικνύει ο Γιάννης Χλιουνάκης στο βιβλίο του –για να του δώσω τελευταία φορά τον λόγο– η καλλιέργεια της ιστορικής συνείδησης είναι το μόνο πραγματικό αντίδοτο στην απελπισία: «Πότε και πού θα ξεκινήσει η επόμενη Έφοδος στον Ουρανό, ποια θα είναι η μορφή και το σχήμα τού νέου Οικουμενικού Απελευθερωτικού Εγχειρήματος, ποιοι οι μελλοντικοί πρωταγωνιστές τού αγώνα για την ανθρώπινη συνύπαρξη και την αξιοβίωτη ζωή; Αν δεν μπορούν να δοθούν απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, δεν μπορούμε επίσης να φανταστούμε τους μελλοντικούς πρωταγωνιστές στερημένους από εκείνο που αποκαλούμε ιστορική συνείδηση. Την επίγνωση δηλαδή του γεγονότος ότι μπορούν να βλέπουν καθαρότερα και μακρύτερα επειδή βρίσκονται καθισμένοι στους ώμους γιγάντων» (σελ. 222).
 
 
 
 
 
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
Ιδού μερικοί σημαντικοί τίτλοι που εκδόθηκαν μέσα στην τελευταία διετία, επ’ ευκαιρία τής 100ετίας:
–        Murray Bookchin, Η τρίτη επανάσταση, τόμος ΙΙΙ, μετ. Κώστας Κουρεμένος (Αλεξάνδρεια: Αθήνα 2016)
–        Συλλογικό, Αναρχικοί και μπολσεβίκοι στην Οκτωβριανή επανάσταση, μετ. Γιόλα Μπαλή, Γιάννης Ιωαννίδης, Ροζίνα Μπέρκνερ, Μάκης Κορακιανίτης (Αλεξάνδρεια: Αθήνα 2017)
–        Άρης Αλεξάνδρου, Η εξέγερση της Κρονστάνδης (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2016)
–        Αλεξάντερ Μπέρκμαν, Ο μπολσεβίκικος μύθος, μετ. Γιάννης Δ.Ιωαννίδης (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2017)
–        Βολίν, Η άγνωστη επανάσταση, τόμος ΙΙΙ, μετ. Φώτης Τερζάκης – Γιώργος Σ. Τερζάκης (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2017)
–        Βίκτωρ Σερζ, Αναμνήσεις ενός επαναστάτη (επανέκδοση), μετ. Ρεβέκα Πέσσαχ (Ακυβέρνητες Πολιτείες: Θεσσαλονίκη 2017)
–        Βίκτωρ Σερζ, Το έτος ένα τής επανάστασης, μετ. Φοίβος Αρβανίτης (RedMarks: Αθήνα 2017)
–        Φιόντορ Μαχανόφσκι, Απέναντι στους μπολσεβίκους δικαστές, εισαγωγή: Ερρίκο Μαλατέστα (Ουαπίτι: Αθήνα 2017)
–        China Miéville, Οκτώβρης. Η ιστορία τής ρωσικής επανάστασης, μετ. Γιώργος-Ίκαρος           Μπαμπασάκης (Μεταίχμιο: Αθήνα 2017)
–        Charles Bettelheim,Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ, τόμος ΙΙΙ, μετ. Σπύρος Κακουριώτης (Κουκκίδα: Αθήνα 2017).