«Ελπίδα μου είναι ο Νέος Άνθρωπος, αυτός που θα αχρηστεύσει τον πόνο, τη φτώχεια, την εκμετάλλευση, το ρατσισμό, την αδικία, που θα τα κάνει πράγματα του παρελθόντος» Άλμπερτ Γούντφοξ, «Απομόνωση», 2019, βιβλίο υποψήφιο για βραβείο Πούλιτζερ.\
Η Αγκόλα δεν είναι μια συνηθισμένη φυλακή. Όχι μόνο γιατί ανατριχιάζεις άξαφνα περνώντας απ’ έξω, γιατί σε βγάζουν εδώ όλοι οι δρόμοι των blues: η Πολιτειακή Φυλακή της Λουιζιάνας, Louisiana State Penitentiary έχει υποδεχθεί και τυραννήσει θρύλους, από τον Ληντμπέλυ, που εδώ τον ανακάλυψαν το ’30 οι Λόμαξ, ως τον Τσαρλς Νέβιλ, τον Τζέημς Μπούκερ και τον Τζέημς Μπλακ, που στα 60ς παίζαν μαζί στο «δωμάτιο μουσικής» της φυλακής… Φυλακή χιλιοτραγουδισμένη, αφού τόσοι και τόσοι μπλουζίστες, τζαζίστες, μουσικοί άφησαν εκεί τα κοκκαλάκια τους ή ζήσαν τον εφιάλτη του λευκού κυρίαρχου, έχουν γράψει γι’ αυτήν – το Stagolee είναι το πρώτο που έρχεται στο νου, το Electric Chair Blues το δεύτερο: ο δίσκος με τις ηχογραφήσεις των αφροαμερικάνικων τραγουδιών που έχουν γραφτεί για την θηριώδη φυλακή είναι παραγωγή του Σμιθσόνιαν…
Ούτε καν γιατί κανείς δεν άλλαξε το όνομά της, κι ακόμη κουβαλάει το ίδιο όνομα από την εποχή που ήταν φυτεία με μαύρους σκλάβους να αφήνουν εκεί τα κοκκαλάκια τους, σκλάβους φερμένους κυρίως από την Αγκόλα στη Λουιζιάνα. Που, κι αυτό θα αρκούσε να σου μείνει αξέχαστη – άσε που δεν το έκοψε αυτό το συνήθειο, των μαύρων σκλάβων, κατά τους βολικούς νόμους του νότου, ούτε με την τάχαμου ελευθερία. Ούτε καν γιατί ήταν επί δεκαετίες η μεγαλύτερη φυλακή υψίστης ασφαλείας στις ΗΠΑ, και γιατί εδώ συντηρείται ο θάλαμος των εκτελέσεων, εδώ κρατούνταν και κρατούνται οι μελλοθάνατοι της Λουιζιάνας, άντρες και γυναίκες.
Όχι.
Η Αγκόλα είναι διάσημη όσο καμιά άλλη φυλακή των ΗΠΑ γιατί βάφτισε τους Τρεις της Αγκόλας, the Angola Three, ή, κατά πως το λένε στα μέρη τους, Ανγκόλα τρουά… Οι άνθρωποι που πέρασαν τον περισσότερο χρόνο στην απομόνωση από οποιονδήποτε άλλο φυλακισμένο στον πλανήτη γη γιατί αγωνίστηκαν για τον άνθρωπο. Που έζησαν στην πλήρη απομόνωση δεκαετίες. Τέσσερις δεκαετίες, για την ακρίβεια.
Οι τρεις της Αγκόλα, Ρόμπερτ Χίλλαρυ Κινγκ, Αλμπερτ Γουντφοξ και Χέρμαν Ουάλλας, είχαν συλληφθεί και κλειστεί στο κάτεργο αυτό – κανονικό και επίσημο κάτεργο με βαμβακοφυτείες για χρόνια – τη δεκαετία του ’70.
Τα ονόματά τους ξανακούστηκαν ακόμη μια φορά τον Αύγουστο, όταν αποχαιρετήσαμε τον σύντροφο Άλμπερτ για πάντα. Ξαναθύμισαν οι ειδήσεις πως, μαζί με τον Χέρμαν είχαν αδίκως καταδικαστεί για το φόνο του δεσμοφύλακα Μπρεντ Μίλλερ. Επέμεναν μονίμως ότι είναι αθώοι. Εις μάτην. Μπήκαν στη φυλακή τον Απρίλη του 1972, η καταδίκη τους ανακοινώθηκε το Γενάρη του 1974. Οι δύο τους ήταν που πέρασαν 40 χρονια έκαστος στην απομόνωση. Ο Κινγκ την είχε.. καλύτερα: «μόλις» 29 χρόνια κράτησε το δικό του βασανιστήριο.
Από τη δεκαετία του 1990, οι Τρεις της Αγκόλα, χαρακτηρισμένοι Πολιτικοί Κρατούμενοι και Κρατούμενοι Συνείδησης από τη Διεθνή Αμνηστία, ήταν σημείο αναφοράς στον αγώνα για τα δικαιώματα των φυλακισμένων στις ΗΠΑ. Όλοι γνώριζαν πως ο πραγματικός λόγος της καταδίκης τους δεν ήταν ένας φόνος, που δεν διέπραξαν αυτοί και κανένα στοιχείο δεν υπήρχε που να δείχνει την όποια εμπλοκή τους. Ο πραγματικός λόγος ήταν πως υπήρξαν οι πρωτεργάτες της δημιουργίας οργάνωσης Μαύρων Πανθήρων στην Αγκόλα. Η απομόνωση δεν ήταν μόνον εκδίκηση, ήταν και κεντρική απόφαση, τρόπος να καταστραφεί το πολιτικό τους έργο μες στα κελιά.
Ο Γούντφοξ και ο Ουάλλας είχαν πολλούς και πολύ γρήγορα στο πλευρό τους. Η Αγκόλα συντηρούσε βαμβακοχώραφα, στα οποία οι αφροαμερικάνοι κρατούμενοι δούλευαν αμισθί, δεμένοι με αλυσίδες, chain gangs. Οι μνήμες κι η ιστορία ήταν όλα εδώ, παρόντα όσο ποτέ, και τη δεκαετία του ’70 και πολλά χρόνια ακόμη….
Από τοπικές οργανώσεις της Λουιζιάνας μέχρι τη Διεθνή Αμνηστεία, ο αγώνας για δικαιοσύνη κράτησε δεκαετίες, ενώ εκείνοι έλιωναν στα βάρβαρα κελιά. Όμως οι δύο που «σκότωσαν τον δεσμοφύλακα» ήταν αντικείμενο της εκδίκησης του κρατικού μηχανισμού και της προσπάθειας καταστολής των Μαύρων Πανθήρων, και ο αντίπαλος δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει κάτι …ανθρωπιστές να τον σταματήσουν.
Ο Χέρμαν Γουάλας ήταν η πρώτη απόδειξη. Το 2013, με τον Χέρμαν στην πλήρη απομόνωση, 71 ετών, με καρκίνο στο συκώτι, στα τελευταία του, η Διεθνής Αμνηστία ξεκίνησε αγώνα για την επαναδιεξαγωγή της δίκης του, πιασμένη από το γεγονός ότι μεταξύ των ενόρκων δεν υπήρχε ούτε μία γυναίκα. Με αυτή τη δικαιολογία, κατάφεραν να τον βγάλουν για λίγο από τη φυλακή: την 1η Οκτώβρη του 2013 δικαστής αποφάσισε πως έπρεπε να αποφυλακιστεί. Δύο μόλις μέρες μετά, την 3η Οκτώβρη του 2013, η πολιτεία της Λουιζιάνας τον εδίωξε εκ νέου, ετοιμάζοντας νέα δίκη και διατάσσοντας τη σύλληψή του. Δεν πρόλαβαν να τον ξανακλείσουν στην απομόνωση, έφυγε από τη ζωή το ξημέρωμα της 4ης Οκτωβρίου, λίγο πριν πάνε να τον ξανασυλλάβουν…
Η περίπτωση του Γούντφοξ καθορίστηκε από την στάση της πολιτείας απέναντι στον φίλο του. Επέμενε ως τότε για την αθωότητά του, δεν δεχόταν επουδενί να ομολογήσει ένα έγκλημα που δεν είχε κάνει, όσο σκληρή κι αν ήταν η φυλακή του. Η τελευταία του έφεση έγινε το Νοέμβριο του 2014 κι ήταν επιτυχής. Όμως δεν ήθελαν να τον αφήσουν ως αθώο. Έπρεπε όλη η σκληρότητα της «δικαιοσύνης» τους να φανεί ακόμη μια φορά. Είπαν πως θα τον άφηναν, δεν θα ξαναδικαζόταν, μόνον αν ομολογούσε ανθρωποκτονία. Το έπραξε – ήξερε τι τον περίμενε αλλιώς. Γέρος και άρρωστος, θα δηλώσει πως θα ήθελε να έχει μια αληθινή ευκαιρία να αποδείξει την αθωότητά του, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση αυτό να συμβεί, οπότε συμφώνησε να παραδεχθεί ένα ψέμα, με αντάλλαγμα κάποια ανάσα ελευθερίας.
«Με καταδίκασαν για την πολιτική μου δράση, για την ένταξή μου και τον αγώνα μου με τους Πάνθηρες, με τιμωρούν για το ριζοσπαστισμό μου» έλεγε.
Αποφυλακίστηκε το Φλεβάρη του 2016, στα 69 του χρόνια. Έφυγε από τη ζωή την 4η Αυγούστου 2022, στα 75 του, θύμα του κορονοϊού.
Την ημέρα της απελευθέρωσής του μετρούσε 43 χρόνια απομόνωσης σε ένα κελί δύο μέτρα επί τρία, έξι πόδια επί εννέα πόδια, σύμφωνα με τις μετρήσεις της φυλακής, όπως καταγράφονται στους Νιου Γιορκ Τάιμς. Κατάφερε να αντέξει λόγω της πολιτικής του θέσης, που «του έδινε δύναμη» που «μετατρεπόταν σε δύναμη της θέλησης», γιατί είχε αποφασίσει πως «δεν θα τους επιτρέψει ποτέ να τον ιδρυματοποιήσουν», θα παράμενε, εκεί, ένας άνθρωπος με ελεύθερη συνείδηση. Οι ψυχολόγοι λένε πως οι συνθήκες κράτησής του μπορούν να οδηγήσουν σε πλήρη κατάρρευση μέσα σε μία εβδομάδα, θα γράψει η Γκάρντιαν, αποχαιρετώντας τον. Κι εκείνος άντεξε 43 χρόνια, «διαβάζοντας, διαβάζοντας Φραντς Φανόν, Μάλκομ Χ,, Μάρκους Γκάρβυ» και παίζοντας με το «άλλο μισό της καρδιάς του», τον σύντροφό του Ουάλλας, παιγνίδια κτυπώντας τους σωλήνες και τους τοίχους του κελιού – τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ… έβαλε και άλλους στα κελιά της απομόνωσης να διαβάσουν. «Τα κελιά μας ήταν θάλαμοι θανάτου, όμως εμείς τα κάναμε σχολειά και τόπους συζητήσεων. Φτιάξαμε εργαλεία επιβίωσης, οργανώσαμε την κοινωνία μας και κρατήσαμε την ανθρωπιά μας, αντί να μας φάει η πίκρα, η οργή και η δίψα για εκδίκηση». Και, βέβαια, άνευ πτυχίου, έμαθε τα νομικά απέξω κι ανακατωτά: ήταν πολλοί οι αδελφοί που χρειάζονταν συμβουλές μες στο κάτεργο, ανίκανοι να πληρώσουν δικηγόρους ή έστω να τύχουν της προσοχής δικηγόρων αγωνιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως εκείνος.
Έζησε 43 χρόνια ελεύθερος μες στην απομόνωση κι έξι έξω, στην κοινωνία, τον κόσμο. Αυτά τα έξι τελευταία του χρόνια ήταν επίσης χρόνια αγώνα, για την κατάργηση των βάρβαρων αμερικάνικων φυλακών, την επιμόρφωση του κοινού, κυρίως των νέων ανθρώπων, αλλά και των δικαστών… Δηλώνοντας Υπερήφανο Μέλος των Μαύρων Πανθήρων. Είχε ως μάρτυρα γι’ αυτό τον αρχιδεσμοφύλακα της Αγκόλας: ο Μπερλ Κέιν δήλωσε και το 2008 και το 2009, απαντώντας ότι τον άφηναν να σαπίσει στην απομόνωση «γιατί υπηρετούσε τους Μαύρους Πάνθηρες».
*Για όποιον θέλει, είναι διαθέσιμο στο youtube το ντοκυμανταίρ Angola 3: Black Panthers and the Last Slave Plantation (2006)